Ποίηση-Θανάσης Μαρκόπουλος: «Χαμηλά ποτάμια» κριτική του Τάσου Καλούτσα
Με τα Χαμηλά ποτάμια του –ο τίτλος παρμένος από έναν στίχο του Χρήστου Μπράβου– ο Θανάσης Μαρκόπουλος φτάνει σε μια φάση έκδηλης ωρίμανσης της ποιητικής του διαδρομής. Με κινητήριο μοχλό την ανάμνηση (που ανασύρεται συνήθως «λυπημένη» από τα πλούσια «μουσεία μνήμης» που διαθέτει) και βλέμμα διεισδυτικό και ιδιαίτερα αισθαντικό, που συνεχώς μετακινείται στα διάφορα συμβάντα του βίου (ενσωματώνοντας κάποτε στην κίνησή του ακόμη και τα βλέμματα των άλλων), επιτυγχάνει μια πρισματική θεώρηση της ζωής και φέρνει στην επιφάνεια σφοδρά συναισθήματα μέσα από απλά στιγμιότυπα. Το αποτέλεσμα είναι η αβίαστη μετάδοση γνήσιας συγκίνησης στον αναγνώστη. Η έντονη νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, η τρυφερότητα (από και προς το πρόσωπο) της μάνας, τα σκιρτήματα του έρωτα, η ανυστερόβουλη επίνευση του ποιητικού υποκειμένου προς τους νέους (και, γενικότερα, προς τη νεότητα), η ειλικρινής συμπόνιά του για τους ανυπεράσπιστους και όσους υφίστανται την αδικία –τους «καλούς αλλά κακότυχους»– είναι μερικά από τα θέματα του. Εκφραστής ενός κρίσιμου μεταιχμίου, που σηματοδοτεί το πέρασμά μας στη νέα εποχή, ο Θανάσης Μαρκόπουλος φαίνεται ν’ αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στη «χειραφέτηση της γυναίκας», υπενθυμίζοντάς σε μένα αυτό που κάποτε μου είχε εκμυστηρευτεί η Ζωή Καρέλλη: «Ο κόσμος άλλαξε γιατί άλλαξε η νοοτροπία των γυναικών...» Αναγνωρίζει ασφαλώς πως η χειραφέτηση κατακτήθηκε με αγώνες και αίμα από τη μεριά τους∙ εντούτοις δεν παραλείπει να επισημάνει ένα παράδοξο, δηλ. πώς αντιδρούν οι μοντέρνες γιαγιάδες (ενσάρκωση εδώ της κοινωνικής απελευθέρωσης) αναζητώντας το καταφύγιό τους στις δυσκολίες: «...σαν έρθει η ώρα που σπάζουν οι φλέβες [...]/τρέχουν να κρυφτούν πανικόβλητες/ πίσω από τη φυλλωσιά της δικής τους γιαγιάς [...]» («Οι γιαγιάδες»).
Εκείνο όμως που μαρτυρά το βαθύτερο υπαρξιακό υπόστρωμα αυτής της συλλογής είναι αναμφισβήτητα η εμμονή στο θέμα της φυσικής φθοράς (προχωρημένη ηλικία, αρρώστιες), όπως αντικαθρεφτίζεται στα αγαπημένα πρόσωπα των ανιόντων συγγενών (πατέρας, μητέρα). Ο ποιητής παρακολουθεί την πορεία τους μέσα στον χρόνο μέχρι το θάνατο (που συνιστά και τη μόνη «αδιάψευστη αλήθεια», σε αντιδιαστολή με την «ψευδαίσθηση αθανασίας» που μπορεί να τρέφουν οι ζωντανοί), με κατανόηση και προσήλωση. (Να σημειώσουμε ότι σ’ ένα ποίημα του, στο οποίο συνδιαλέγεται με τον κεκοιμημένο ποιητή Χρ. Μπράβο, βάζει στα χείλη του τη φράση: «Τι να γράψεις χωρίς το θάνατο πάνω απ’ το κεφάλι σου...»). Η τρυφερότητα του γιου προς τον άρρωστο πατέρα, η περιγραφή της αγωνίας και της απόγνωσης μπροστά στο επερχόμενο τέλος, η τραγική αίσθηση «της απουσίας» που αυτό καταλείπει δίνονται με εξομολογητική ειλικρίνεια και στοχαστικότητα. Οι άνθρωποι αυτοί του «παλιού καιρού», με το χαρακτηριστικό ήθος τους τοποθετούνται ψηλά στην αξιακή του κλίμακα (λόγω κυρίως της απαρασάλευτης αφοσίωσής τους στο ρόλο τους, π.χ. η μάνα μπορεί να «ρημάζει» όσο περνούν τα χρόνια, εντούτοις «παραμένει» μάνα και πάντα «επιστρέφει σαν φεγγάρι»). Υποφώσκει εδώ, θα ’λεγε κανείς, μια άρρητη ανησυχία για την τροπή που παίρνει ο σημερινός κόσμος μας, με την αλλαγή (ή ίσως και έκπτωση) κάποιων (παραδοσιακών) αξιών –και όχι μόνο– που παραμένουν ανεκτίμητες... Ωστόσο, ακολουθώντας ο ποιητής τα χνάρια τους που προδιαγράφουν και τη δική του πορεία μέσα στο χρόνο (θα ’ρθει, μοιραία, και γι’ αυτόν η στιγμή ν’ αποκτήσει κάποτε το «προγούλι της μεσαίας τάξης»...), δεν φαίνεται να ’ναι, εντέλει, απαισιόδοξος, ίσως γιατί σοφά γνωρίζει ότι κάθε προχώρεμα απαιτεί συνήθως τη σύνθεση-ζύμωση αντιφατικών στοιχείων και καταστάσεων. Έτσι, στα 62 του χρόνια, όπως μας εξομολογείται, αυτά που αντικρίζει μπροστά του είναι: «Βουνά και λαγκάδια/ θάλασσες που ανθίζουν/ δρόμοι γκρεμοί και δρόμοι γεφύρια/ κι ανοιχτά ενδεχόμενα/ σαν παράθυρα θέρους». Περισσότερη σημασία γι’ αυτόν φαίνεται να έχουν όσα πρόκειται να συμβούν, τα μελλούμενα. Ό,τι άφησε πίσω του: σκέτος αέρας («Σκέτος αέρας»).
Αξίζει την αμέριστη προσοχή μας ο αθόρυβος δημιουργός της Βέροιας και ακάματος μελετητής∙ πλησίστιος και οιστρηλατημένος ρίχνεται «στην απέραντη ερημία της χάρτινης στέπας» –να ’ναι άραγε αυτό μια μετωνυμία της ελληνικής επαρχίας;– για να μας χαρίσει την ιαματική ευεργεσία της ποίησης.
Χαμηλά ποτάμια
Θανάσης Μαρκόπουλος
Μελάνι
54 σελ.
ISBN 978-960-591-023-5
Τιμή € 8,50
Πηγή : diastixo.gr