Ποίηση-Συλλογικό έργο: «Η εκδίκηση των ανέμων» κριτική της Βερίνας Χωρεάνθη
Φόβος για να με σταματήσει δεν υπάρχει/ Θυμός για να με σταματήσει δεν υπάρχει/ Αγάπη για να με σταματήσει δεν υπάρχει/ Θάνατος δεν υπάρχει.
Θα μπορούσαν να είναι στίχοι ενός δόκιμου ποιητή, ωστόσο είναι ένα από τα ποιήματα που άφησαν πίσω τους Ιάπωνες καμικάζι, γραμμένα από το χέρι τους λίγο πριν εκτελέσουν την προκαθορισμένη τους επίθεση αυτοκτονίας με στόχο κάποιο πλοίο των Συμμάχων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακολουθώντας την αρχετυπική παράδοση των σαμουράι, οι οποίοι συνήθιζαν να γράφουν ένα ποίημα πριν αυτοκτονήσουν, προσφέροντας έτσι έναν ύστατο χαιρετισμό στη ζωή.
Η πολύ ιδιαίτερη και καλαίσθητη έκδοση από το Ροδακιό παρουσιάζει ορισμένα από αυτά τα ολιγόστιχα ποιήματα που, όπως μας πληροφορεί η κατατοπιστική εισαγωγή του Δημήτρη Χουλιαράκη, γράφτηκαν είτε μέσα στο πιλοτήριο του αεροπλάνου τα τελευταία λεπτά πριν από την επίθεση, είτε στην αεροπορική βάση όπου οι πιλότοι περίμεναν την εντολή που θα τους έστελνε στην τελευταία τους αυτή αποστολή.
Είναι πολύ δύσκολο ακόμα και να προσπαθήσει κανείς να μπει στην ψυχοσύνθεση των καμικάζι, των εθελοντών πιλότων αυτοκτονίας που κατατάσσονταν κατά χιλιάδες στις Ειδικές Δυνάμεις της Ιαπωνικής Αεροπορίας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – σαν ‘σμήνη από μέλισσες᾽, σύμφωνα με ανώτερο αξιωματούχο της εποχής. Η επιλογή της συγκεκριμένης παρομοίωσης δεν ήταν καθόλου τυχαία, δεν υπαινισσόταν μόνο τον μεγάλο αριθμό των εθελοντών, αλλά και την επιλογή της τύχης τους: όπως οι μέλισσες πεθαίνουν μόλις τσιμπήσουν το ῾θύμα’ τους, έτσι και οι καμικάζι άφηναν την τελευταία τους πνοή πέφτοντας με τα αεροπλάνα τους πάνω στους εχθρικούς στόχους.
ο πιλότος, ο στρατιώτης καμικάζι που σε λίγες μέρες, ώρες ή και λεπτά είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα πέσει πάνω στο πλοίο του εχθρού, θυσιάζοντας τον εαυτό του για την πατρίδα του με τον πιο τραγικό τρόπο, δεν διστάζει να εκφράσει μέσα σε λίγους στίχους όσες σκέψεις προλαβαίνει να κάνει
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, περίπου 4.000 καμικάζι της Ιαπωνικής Αεροπορίας σκοτώθηκαν σε επιθέσεις αυτοκτονίας εναντίον πλοίων των Συμμάχων. Λιγότερο από το 20% αυτών των επιθέσεων είχαν καταφέρει να πετύχουν τον στόχο τους. Όλοι αυτοί, εξαιρετικά νεαροί σε ηλικία, ουσιαστικά είχαν εκπαιδευτεί για να πεθάνουν και πρόσφεραν εν γνώσει τους τη ζωή τους υπέρ της πατρίδας τους. Η μεγάλη, ιστορική παράδοση των σαμουράι ήταν και είναι πολύ σημαντικό μέρος της ζωής, του πολιτισμού και της κοινωνίας της Ιαπωνίας και αναπόφευκτα έπαιξε έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και στη στρατολόγηση αυτών των χαρισματικών πιλότων και στην απόλυτη αφοσίωσή τους στο καθήκον και τις αξίες που υπαγόρευε ο κώδικας τιμής των παλιών πολεμιστών προγόνων τους.
Η ίδια η ετυμολογία της λέξης ωστόσο μας δίνει από μόνη της αρκετά στοιχεία για να κατανοήσουμε ένα μέρος αυτής της εντελώς ξένης προς τον δυτικό κόσμο φιλοσοφίας. «Καμικάζι» σημαίνει «θεϊκός άνεμος», και στην προκειμένη περίπτωση προσομοιάζει την τιμωρία από τον ουρανό. Μ’ αυτό τον τρόπο πρόσδιδαν στον εαυτό τους θεϊκή υπόσταση και στην πράξη τους τη μεταφυσική διάσταση της Νέμεσης, καθώς και της αυτοθυσίας που επιφέρει ταυτόχρονα την αμείλικτη εξουδετέρωση του αντιπάλου. Αυτή η ηρωική διάσταση και η υστεροφημία που την ακολουθεί ξεπερνάει την τραγικότητα του γεγονότος αυτού καθαυτού και καθιστά τον αυτόχειρα τιμωρό, χειριστή της ίδιας της ζωής – ιδιότητα θεού που έρχεται σε απόλυτη συνάρτηση με την πεποίθηση ότι το έθνος του έχει ρίζες θεϊκές τις οποίες νιώθει ότι οφείλει να τιμήσει.
Οι Ιάπωνες, ως έθνος και πολιτισμός, διακρίνονται από μια σειρά αντιφάσεις: αυστηρές παραδόσεις, απόλυτη αφοσίωση στο καθήκον από τη μια, τήρηση του κώδικα τιμής των σαμουράι με κάθε θυσία, και από την άλλη η καλλιτεχνική τους έκφραση είναι γεμάτη ευαισθησία, ποιητικές εικόνες και τρυφερότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι το εθνικό λουλούδι-σύμβολο της Ιαπωνίας είναι το άνθος της κερασιάς (sakura), λουλούδι συνδεδεμένο με τους σαμουράι επειδή ζει λίγο και συμβολίζει τη θνητότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Οι επιθέσεις αυτοκτονίας δεν ήταν από την αρχή εσκεμμένες ούτε βασίζονταν σε συγκεκριμένο επιθετικό σχέδιο: αν κάποια στιγμή ένα αεροπλάνο παρουσίαζε βλάβη, ο πιλότος του το έριχνε επίτηδες, για να αποφύγει το ενδεχόμενο να πέσει ο ίδιος στα χέρια των εχθρών –κάτι που αυτόματα σήμαινε ντροπή και ταπείνωση– επιλέγοντας τον θάνατο αντί για την αιχμαλωσία. Αυτές οι σχετικά αυθόρμητες, αρχικά, κινήσεις αποτέλεσαν τη βάση για τη σύσταση της επίσημης μονάδας ειδικών επιθέσεων. Στα μέσα του 1944 ξεκίνησαν οι πρώτες οργανωμένες επιθέσεις αυτοκτονίας, με συγκεκριμένους πλέον στόχους.
Η επίλεκτη μονάδα των καμικάζι ήταν χωρισμένη σε τέσσερις υποομάδες που, διόλου τυχαία, είχαν ονομασίες δανεισμένες από ένα πατριωτικό ποίημα του στοχαστή Μοτοόρι Νορινάγκα (1730 – 1801): «Το πνεύμα της Ιαπωνίας είναι σαν τα ανθάκια της κερασιάς που στραφταλίζουν στον πρωινό ήλιο». Ήταν λοιπόν οι μονάδες Shikishima (ποιητική ονομασία της Ιαπωνίας), Yamato (το πνεύμα της παλιάς Ιαπωνίας), Asahi (ο ανατέλλων ήλιος) και Yamazakura (το λουλούδι της κερασιάς).
Αυτή η ποιητική ευαισθησία που σχετίζεται με κάτι τόσο εντελώς αντίθετο, το πολεμικό/ επιθετικό πνεύμα, έδινε βέβαια και το απαραίτητο έναυσμα στους νέους να στρατολογηθούν οικειοθελώς, αλλά εξέφραζε παράλληλα και αυτή την αντίθεση που ανέφερα παραπάνω, καθώς και την πίστη ότι η έμφυτη ηρωική φύση τους είναι αυτή που τελικά θα υπερισχύσει για να τιμήσει το ηρωικό παρελθόν της πατρίδας και των προγόνων τους.
Μέσα σ᾽ αυτό το πλαίσιο, ο πιλότος, ο στρατιώτης καμικάζι που σε λίγες μέρες, ώρες ή και λεπτά είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα πέσει πάνω στο πλοίο του εχθρού, θυσιάζοντας τον εαυτό του για την πατρίδα του με τον πιο τραγικό τρόπο, δεν διστάζει να εκφράσει μέσα σε λίγους στίχους όσες σκέψεις προλαβαίνει να κάνει, όποια ανησυχία μπορεί να έχει εκείνη τη στιγμή – τον έρωτά του για κάποια κοπέλα που δεν θα ξαναδεί (Ό, τι θυμάμαι, το μεταξένιο δέρμα,/ τα μάγουλά της, τα γόνατά της), την αγωνία του για τη στιγμή που θα πάψει να υπάρχει (Μα τι σου έφταιξα λοιπόν;/ Κει που ξεχύνεται η αύρα του ωκεανού/ εκεί θα σβήσει η πνοή μου;), την ψύχραιμη αποδοχή του πεπρωμένου του (Σαν έρθει η ώρα εκείνη, θα σκιαχτώ./ Ψεύτης δεν είμαι./ Είμαι γενναίος).
Τα ποιήματα είναι απλά αλλά άρτια, με νοήματα άλλοτε πιο ξεκάθαρα, άλλοτε πιο συμβολικά, αλλά γραμμένα με ειλικρίνεια και, δεδομένης της φόρτισης και της έντασης της συγκεκριμένης περίστασης, με αξιοθαύμαστη καθαρότητα σκέψης. Από τη μια η επιθυμία να θυσιαστούν για την πατρίδα, από την άλλη η νοσταλγία για τη ζωή, την οικογένεια, τα απλά καθημερινά πράγματα. Πάλι, δηλαδή, ερχόμαστε στην αντίφαση: δεν μετανιώνουν για την επιλογή τους, αλλά αναπολούν τις εικόνες από την συνηθισμένη ζωή, εικόνες που δεν θα ξαναδούν. Υπάρχει δέος, αγωνία, αλλά όχι απελπισία.
Τα ποιήματα είναι απλά αλλά άρτια, με νοήματα άλλοτε πιο ξεκάθαρα, άλλοτε πιο συμβολικά, αλλά γραμμένα με ειλικρίνεια και, δεδομένης της φόρτισης και της έντασης της συγκεκριμένης περίστασης, με αξιοθαύμαστη καθαρότητα σκέψης
Ωστόσο διαβάζοντάς τα κανείς τώρα, έχοντας γνώση του ιστορικού πλαισίου αλλά και των συνθηκών μέσα στις οποίες γράφτηκαν, δεν μπορεί παρά να νιώσει τη συναισθηματική και συγκινησιακή φόρτιση της στιγμής. Η πολύ ωραία μετάφραση αποδίδει με ακρίβεια τις λεπτές αποχρώσεις των λέξεων και την, κάποιες φορές, διττή σημασία τους – κυριολεκτική και μεταφορική.
Η εκδίκηση των ανέμων
Ανθολόγηση-μετάφραση Δημήτρης Χουλιαράκης
Ροδακιό
48 σελ.
ISBN 978-960-8372-85-6
Τιμή € 10,60
Πηγή : diastixo.gr