Ποίηση-Παύλος Δ. Πέζαρος: «Ο αχός κι ο βυθός» κριτική της Ελένης Χωρεάνθη

2016-09-20 23:18
Ο αχός κι ο βυθός Παύλος Δ. Πέζαρος Κέδρος


Ύστερα από είκοσι έξι συναπτά έτη, ο Παύλος Πέζαρος επιστρέφει στο χώρο της ποίησης με τη συλλογή ποιημάτων που τιτλοφορεί Ο αχός κι ο βυθός, θέλοντας προφανώς να δώσει την απήχηση και το βάθος των εννοιών που χρησιμοποιεί. Απευθυνόμενος στην ποίηση σαν άλλος «άσωτος υιός», χαρακτηρίζει τον εαυτό του «σκυλί δαρμένο». Και δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός αυτός.

Η ποίηση είναι το δυσκολότερο άθλημα. Ο φειδωλός και χρόνια σιωπηλός, ο δήθεν απών ποιητής Παύλος Πέζαρος έχει πλήρη επίγνωση αυτής της οδυνηρής, της αδυσώπητης πραγματικότητας, αποτελεί βίωμά του.

Ένα «σκυλί δαρμένο» νιώθει ταπεινωμένο, σκούζει παραπονιάρικα, εκλιπαρεί τον κύριό του, τρώει τις σάρκες του, όμως γίνεται και επικίνδυνο, μπορεί και να δαγκώσει άγρια. Σημαίνει πως σε όλο το μακρύ διάστημα της απουσίας του, της σιωπής του, έστω, πάλευε μαζί της, τον παίδευε η έγνοια της, τον έδερνε η έγνοια των στίχων του, πάλευε με τις λέξεις, με την έκφραση. Μπορεί και να αυτομαστιγωνόταν εκδικητικά.

Η έκφραση, ο χρόνος, η αίσθηση του χρόνου που κυλάει και γίνεται κατανοητή μόνο με τη δύναμη, ίσως και την αδυναμία, της ποίησης, η ροή προς τη φθορά και τη γυμνότητα, φανερώνεται διαισθητικά στον ποιητή ως αναπότρεπτη αναγκαιότητα, όταν η ζωή βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Και θεώμενος αυτή τη ροή των πραγμάτων, συνειδητοποιεί ότι τα «πάντα ρει και ουδέν μένει», όλα τείνουν προς ένα τέλος, που είναι ωστόσο η αρχή για κάτι άλλο, προς μια άλλη πραγματικότητα∙ ο κύκλος της ζωής είναι αέναος. Κι ο ποιητής βιάζεται να αρπάξει: φωνές, χρώματα, ήχους, να συλλέξει τις αδρές μορφές, να κλέψει από τη ζωή που φεύγει ό,τι προφτάσει να αρπάξει το μάτι, το χέρι, να το αποτυπώσει με λέξεις για τη μεγάλη, τη μικρή δική του αιωνιότητα.

Τι να γίναν,
πού και πώς κατατάχτηκαν,
ποιες μορφές να ’χουν πάρει
οι σκόρπιες αισθήσεις μας
(...) οι οσμές και οι γεύσεις και τα ίχνη στα δάχτυλα,
τι να γίναν οι ορμές τους,
τ’ αχαλίνωτα πάθη τους.
Τι απομένει να κάμουν
τα μεταίχμια ώτα μας,
των σειρήνων τους ήχους να πιάσουν,
τον αχό τον προαιώνιο έστω,
μέσα από ένα κοχύλι της θάλασσας...

Επιβάλλει στον εαυτό του ευθύς εξαρχής εγρήγορση για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο. «Οι καιροί ου μενετοί», ο κόσμος αλλάζει, οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι και οι αξίες μετατοπίζονται, μένει το όνειρο, η επιστροφή στην εποχή της αθωότητας, στην «παιδική ηλικία του μάγου», για λίγη δροσιά, διέξοδο από τα αδιέξοδα.

Η ποίηση στην περίπτωση του Παύλου Πέζαρου λειτουργεί ως υποστασιακή υπόθεση, είναι ένας ατελεύτητος υπαρξιακός αγώνας δικαίωσης και αυτοδικαίωσης, είναι η αέναη αναζήτηση του τέλειου στην έκφραση, είναι η ποιητική αντίληψη της πραγματικότητας, που μόνο με το λόγο καθίσταται δυνατή. Ο λόγος δίνει υπόσταση στα πράγματα, τα ονομάζει, έρχονται στην επιφάνεια και υπάρχουν. Ο αγώνας με τις λέξεις, με τις απαιτήσεις της έκφρασης σε κάθε επίπεδο και μορφή τέχνης, στην επιστήμη, στην καθημερινή συναλλαγή, δεν είναι εύκολος. Η ποίηση είναι το δυσκολότερο άθλημα. Ο φειδωλός και χρόνια σιωπηλός, ο δήθεν απών ποιητής Παύλος Πέζαρος έχει πλήρη επίγνωση αυτής της οδυνηρής, της αδυσώπητης πραγματικότητας, αποτελεί βίωμά του:

Καλλιεργώ τις λέξεις και έρημο θερίζω των αισθήσεων, αλλά δεν εγκαταλείπει τον αγώνα σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο της σάρκας αφού δεν χάνονται όλα:

Μια μικρή θρυαλλίδα απομένει.
Κουράγιο.

Δίνει ο ίδιος κουράγιο στον εαυτό του. Ο έρωτας είναι κινητήρια δύναμη της ψυχής του κόσμου, της ψυχής του, αλλά και καταλυτικός, μέγας καταστροφέας, δεν θέλει να αφεθεί τελείως σ’ αυτόν, αφού:

η μοίρα των μεγάλων εραστών
είναι ο θάνατος...

Ο αχός κι ο βυθός Παύλος Δ. Πέζαρος Κέδρος

Ο Παύλος Πέζαρος αγαπάει τη ζωή, προτιμάει να μείνει σε μια ήρεμη γωνιά, ν’ απιθώσει τον εαυτό του σε μια τρυφερή αγκαλιά κι ας λείπουν οι μεγάλες ηδονές. Λέει στην αγαπημένη του:

Άσε να στήσω την παράδεισο εδωνά,
μ’ όλη τη δύναμη των επιθυμιών μας
να δώσω μια να βυθιστώ
στην αγκαλιά της άγνοιάς σου.
Άσε με να κατέβω μέσα σου βαθιά
και με κουπιά να λάμνω απαλά
έως το νέκταρ να εντοπίσω που αναβλύζει
απ’ των ματιών σου την αχερουσία.
Μία εξαίσια σταγόνα του αρκεί
ξόρκι στην τρισκατάρατη φθορά.

Παρά ταύτα, ο Π. Πέζαρος δεν ζει σ’ έναν άλλο κόσμο, στον δικό του, ζει και σε μια Ελλάδα, ανοιχτή πληγή που καταρρέει και δεν βρίσκονται «τυραννοκτόνοι», λείπουν κι από τα βάθρα τους, ζει και σ’ έναν κόσμο οφειλέτη, μίζερο, που πορεύεται με δανεικά και καταρρέει, επίσης, με μαθηματική ακρίβεια. Τα όρια στενεύουν των πατρίδων, περιορίζονται οι μεγάλες των λαών επιδιώξεις, μετατοπίζονται οι αξίες, εκπατρίζονται, ακόμα και το γιασεμί μεταναστεύει από φόβο μην το πάρουν για ενέχυρο κι αυτό οι προστάτες δανειστές. Λέει το φεγγάρι που δεν βρίσκει στην Ελλάδα γιασεμί:

Μικρό μου γιασεμί, που να γραπώνεσαι,
σε ποια μαρμάρινα σκαλιά βρίσκεις στηρίγματα;
(...) Μεθύσι της καρδιάς και του μυαλού μου,
πού ήσουνα τόσο καιρό,
πού μετανάστευσες και σε είχα χάσει;
-Στην Κύπρο- απαντάει,
Κι έγινα δέντρο.

Είναι κάτι κι αυτό, αφού δεν χάθηκαν όλα. Όπως δεν είχαν χαθεί όλα για τον επί δέκα χρόνια περιπλανώμενο στις θάλασσες του κόσμου Οδυσσέα. Και η Γοργόνα πάντα θα αναζητά τον Μεγαλέξανδρο. Κι ο ποιητής μας Παύλος Πέζαρος στα είκοσι έξι χρόνια της εικονικής σιωπής υπηρετούσε την επιστήμη του, βρισκόταν σ’ έναν άλλο αγώνα με τις λέξεις, παράλληλο με τούτο τον ατέλειωτο αγώνα στην ποιητική αρένα. Γι’ αυτό κάποιες στιγμές μοιάζει με τον οικονομικό μετανάστη που επιστρέφει στην πατρίδα πλούσιος, αλλά έχοντας στο μυαλό του τις παλιές μνήμες, εκείνες τις ιλαρές εικόνες που είχε αφήσει πίσω του μεταναστεύοντας, και βρίσκει τον τόπο του άξενο, το σπίτι αγνώριστο, βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα, άνθρωποι μινυνθάδιοι τελέθουσι, αλλόθροοι, άνθρωποι ολιγόζωοι, ξένοι κατοικούν που δεν μιλούν την ίδια γλώσσα, ξενόγλωσσοι... Και το κινέζικο αλφάβητο δεν έχει ρω για να μεταφραστούν τα «ρω του έρωτα»... Και τι έχει ακόμα να γίνει:

Όταν τα κίτρινα ποτάμια κατακλύσουν
την πάσα γη κι αρχίσει
το σχήμα των ματιών όλων ν’ αλλάζει
προς το στενότερο και πάψουν
ν’ ανθίζουν οι αμυγδαλιές στο αρχιπέλαγος,
ποια μάτια τότε θα υποδέχονται τον έρωτα,
ποια ώτα θα συλλέγουν τους ψιθύρους
και ποιος και πώς θα μεταφράσει
τα ρω του έρωτα μια μέρα
στα κινέζικα;

Άλλος καημός του ποιητή μεγάλος.

Άμοιρη γλώσσα,
άμοιρο αλφάβητο,
μες στον αχό οι εραστές
κι οι ποιητές δεν φταίνε.

Εξάλλου, οι αλλαγές στη γενέθλια πόλη του, στον Πειραιά, υποχρεώνουν τον ποιητή ν’ αλλάξει οπτική, να δει με άλλα μάτια τον κόσμο και να αποδεχτεί την καινούρια πραγματικότητα. Συνειδητοποιεί ότι σταθερή πατρίδα είναι όντως η παιδική μας ηλικία, τα χαμομήλια στο πλακόστρωτο, τα γιασεμιά και οι λεμονανθοί στους κήπους και στους δρόμους, οι μυρωδιές από τη θάλασσα, των κυμάτων ο «αχός» κι ο «βυθός» της ερωτικής μέθης, το πάθος που κάνει «οδύνη την ηδονή», ο απωθημένος, όλος ο βιωμένος χρόνος, ο βιωμένος κόσμος, αντίρροπα «για κάποιες μεγάλες νύχτες που τον περιμένουν». Και απευθυνόμενος στον εαυτό του καταλήγει:

Πάντα εραστής
πραγμάτων και εικόνων και υποθέσεων
που ούτε ήταν ούτε έγιναν δικά σου,
ν’ ακούς σου μένει τις σειρήνες
δεμένος στο κατάρτι,
σ’ ένα δέντρο,
σ’ ένα γιούσουρι βυθού,
να χαϊδεύουν τ’ αυτιά σου
και επιμόνως να σε προκαλούν,
έστω κι αν τίποτα να κάνεις
δεν μπορείς.

Η ποίηση στην περίπτωση του Παύλου Πέζαρου λειτουργεί ως υποστασιακή υπόθεση, είναι ένας ατελεύτητος υπαρξιακός αγώνας δικαίωσης και αυτοδικαίωσης, είναι η αέναη αναζήτηση του τέλειου στην έκφραση, είναι η ποιητική αντίληψη της πραγματικότητας, που μόνο με το λόγο καθίσταται δυνατή.

Στην ποίηση του Παύλου Πέζαρου, πέρα και πίσω από τους προβληματισμούς, τις καίριες επισημάνσεις που αφορούν την πολιτική παραφροσύνη και την κοινωνική αστάθεια και αβεβαιότητα, πέρα από τον αγώνα του με τις λέξεις και την έκφραση για την κατάκτηση και κυριαρχία της γλώσσας, πίσω και πάνω από την αγωνία του για την κατάντια της πατρίδας, την εθνική αλλοτρίωση, υπάρχει ο έρωτας ως πηγή ζωής, κινητήρια δύναμη των πάντων, αλλά ο κατασταλαγμένος έρωτας, εκείνος που στις «Γλαυκές νύχτες» κάνει τον ποιητή να τα ξεχνάει όλα, να γίνεται άνεμος για να τρυπώσει σε μια κλίνη ευωδερή, στην τρυφερή θαλπωρή μιας αγκαλιάς ζεστής, οικείας. Γράφει:

Είσαι η νύχτα κι είμαι ο άνεμος,
κι η κουκουβάγια κήρυξε επανάσταση απόψε.

Δεν θα σκεφτώ τούτο το βράδυ, είπε,
θα σβήσω τον βαθύ σκεπτικισμό μου
στα καντηλέρια τ’ ουρανού.
Δεν θα σταθώ στα παραθύρια που αγρυπνούν.
Θ’ αφήσω μόνους τους ερωτευμένους
να τραγουδήσουν με τα σώματά τους.
Κι αυτούς που πάλεψαν στα μαρμαρένια αλώνια
και νικήθηκαν,
πάλι μονάχους θα αφήσω.
Τους στοχασμούς μου αυτό το βράδυ παρατάω.
Τρέχω τον έρωτά μου ν’ αναστήσω.

Βιάζεται να προλάβει να ζήσει, ό τι του απομένει, όσο είναι καιρός ακόμα.

Ο αχός κι ο βυθός
Παύλος Δ. Πέζαρος
Κέδρος
64 σελ.
ISBN 978-960-04-4686-9
Τιμή: €9,50
001 patakis eshop

 

Πηγή : diastixo.gr