Ποίηση-Πάνος Παπαπαναγιώτου: «Εάλω» κριτική της Ασημένιας Σαράφη
Λίγες σκέψεις για την ποιητική συλλογή του Πάνου Παπαπαναγιώτου, εκκινούμενες από δύο αφετηρίες. Αφετηρία πρώτη: η συγγραφή ποίησης ανέκαθεν, αλλά ιδίως στην εποχή που διανύουμε, φαντάζει στους λιγότερο σχετικούς μέγιστος ηρωισμός, πλην πράξη εξόχως ριψοκίνδυνη όσο και ευγενής. Αφετηρία δεύτερη: η Θεσσαλονίκη είναι ένα πολυώροφο κέικ, με τα επάλληλα παντεσπάνια του υπόγεια. Μόνο τη θέση του γλάσου κατέχει η σύγχρονη πόλη. Ο σύγχρονος κάτοικος, επισκέπτης ή και ποιητής της, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να περιηγούνται το γλάσο και να μαντεύουν ή και να ονειρεύονται τα παντεσπάνια.
Λάτρης της πολυώροφης αυτής τούρτας που ονομάζεται Θεσσαλονίκη και μόνιμος κάτοικος της επικάλυψής της, ο αφηγητής (ή ο αφηγητής έκαστου ποιήματος) επιχειρεί μία διαδρομή, τις στάσεις της οποίας μεταμορφώνει σε ποιήματα. Έτσι, διάβασα το Εάλω. Βλέπει τον εαυτό του ως καρπό της μίας και μόνης ριζωμένης σταγόνας από τα εκατομμύρια σταγόνες κάποιας νεροποντής. Εξάλλου, στη Θεσσαλονίκη συχνά βρέχει. Συχνά, για την ακρίβεια, ξεκινά να βρέχει και ξεχνά να σταματήσει.
ΝΕΡΟΠΟΝΤΗ
Από χιλιάδες σταγόνες
Μία μόνο
–αυτή μόνο–
Κόκκινη
Στο χώμα έπεσε
Ριζώνοντας.
Καρποί της
Αυτοί που κάποτε
Εμείς που τώρα
Και όσοι θα
Οι ανεπαίσθητες ρίμες, η κυριαρχία του ουσιαστικού και ο κοφτός τόνος ορίζουν με πολλή σαφήνεια και λιτότητα το σύμπαν του κάθε ποιήματος, πολλά εκ των οποίων θα μπορούσαν και να γραφούν ως συνθήματα σε τοίχους, έκφραση αγωνίας υπαρξιακής μάλλον υφής.
Πρόκειται ουσιαστικά για μια σταγόνα-σπερματοζωάριο, που εκκινεί τόσο τη ζωή όσο και την εν είδει περιήγησης ποιητική συλλογή.
Ο αφηγητής στην περιπλάνηση αυτή θα αποτίσει φόρο τιμής σε όλα τα ταπεινά σημεία της πόλης, στα οποία μεγάλωσε και τα οποία καδράρουν τις αναμνήσεις του. Το πέτρινο της Ισιδώρου («Πέτρινο») και η μικρή αυλή στην Αγίας Μαρίνης και Υπατίας («Πλαστικό νερό»). Τα ξύλινα παγκάκια της παραλίας, το κρύο μπετό, οι σκυφτές πολυκατοικίες, τα κάθιδρα μπαρ, οι γραμμές του τρένου –ουλές στην άσφαλτο–, το λιμάνι, οι παλιές στάσεις, η ομίχλη που άλλοι ονομάζουν υγρασία. Αλλά και οι αδέσποτοι σκύλοι, τα περιστέρια, οι γάτες που ανακατώνουν τα σκουπίδια. Κάθε μία στάση του στο αστικό τοπίο και μια ποιητική συλλαβή, που δείχνει να χωνεύεται από το απρόσωπο και οχληρό της μεγαλούπολης.
Η συλλαβή αυτή όμως είναι ανάγκη να αποκτήσει τη θέση της στη φράση, και η φράση με τη σειρά της τη θέση της στο ποίημα, και τούτο θα γίνει εφικτό μόνο μέσω της διασύνδεσης του υπέργειου στρώματος με τα υπόγεια. Ή και με όσα δεν κατόρθωσε ο καιρός να θάψει με το πέρασμα των αιώνων. Όπως κάποια κομμάτια από τα τείχη των κάστρων, που στέκουν ακόμη στην επιφάνεια και συνεχίζουν να αντιστέκονται στον εχθρό:
ΕΑΛΩ
Κάπου κοντά στην Άνω Πόλη
Ανάμεσα σε σκυφτές πολυκατοικίες
Ένα μικρό κομμάτι των τειχών
Στριμωγμένο· αγέρωχο
Αντιστεκότανε ακόμη στον εχθρό.
Ήξερα σύντομα
Λάβαρα στις πολεμίστρες
Θ’ ανέμιζαν ξένα
Ρούχα απλωμένα
Και κάτι γάτες κατακτητές.
Είναι ίσως οι Βάραγγοι εισβολείς και κατακτητές ή και η ανάμνησή τους που στοιχειώνει τις οδοντωτές πολεμίστρες, που εξάλλου επιλέγονται και ως εξώφυλλο του βιβλίου. Είτε ως υπόμνηση της άλωσης, είτε ως υπόσχεση κάθε νέας άλωσης που πραγματοποιείται, ενόσω οι σύγχρονοι κάτοικοι κοιμούνται ξέγνοιαστοι ή έστω απασχολημένοι με τις καθημερινές τους έγνοιες. Ο τίτλος το λέει σαφώς: Εάλω αυτό που ήταν ή αναμενόταν να αλωθεί. Εάλω, χρόνος αόριστος, άρα πράξη που έλαβε ήδη χώρα.
Τα κάστρα πάντως καίγονται ή πέφτουν από μέσα σε χρόνο ενεστώτα. Και όσο αντέχουν να καίγονται και να πέφτουν, τόσο ακόμη αντέχουν να υπηρετούν την όποια άμυνα, σύμβολα της οποίας είναι.
ΚΑΣΤΡΑ
Έλα να δεις πώς πέφτουν από μέσα τα κάστρα
Είπαν: «σκουντάει κόκαλα απόψε ο καιρός»
Και φύγαν και κρυφτήκαν
Πύλες άδειες, άδεια πόστα
Αποτσίγαρα, σκουπίδια
Έλα να δεις πώς κοιμούνται τα κάστρα
Σε κάθιδρα μπαρ, πεινασμένα θηρία
Ουρλιάζουν για σάρκα και αίμα πηχτό
Όσο οι Βάραγγοι τα τείχη περνούν
Σηκώνοντας σκόνη σε κάθε τους βήμα
Που εμείς την είπαμε ομίχλη
Που εμείς τη λέμ’ υγρασία
Εκείνοι οι λίγοι που σταθήκαν
Γυμνοί τριγυρίζουν το άλλο πρωί
Στα πιο μικρά στενά της πόλης
Μαυρίζει πνευμόνια απόψε ο καπνός, μα έλα
Έλα να δεις πώς καίγοντ’ από μέσα τα κάστρα.
Η πόλη κείται σε υπόστρωμα βυζαντινό. Αλλά κουβαλά και σύγχρονους φόβους και ο ποιητής της τους γνωρίζει. Έχει μεγαλώσει με αυτούς. Η νέμεση δεν θα έρθει από τα αλωμένα, ακόμη κι αν στέκουν όρθια, κάστρα. Θα έρθει από το δάσος της, το περιλάλητο Σέιχ Σου του δράκου και του δολοφόνου. Από το Σέιχ Σου – ορμητήριο των επικίνδυνων θηλαστικών:
ΝΕΜΕΣΙΣ
Ξυπνάω ράθυμος και πεινασμένος
Στην καρδιά του Σέιχ Σου
Πιάνω οσμές που σέρνει ο άνεμος
Και τις φωνές της πόλης
Γλιστρώ αθόρυβα ανάμεσα στα δέντρα
Στα νύχια πατώ, οι τρίχες όρθιες
Τα σάλια τρέχουν
Ο Ήλιος σε λίγο θα κρυφτεί στο λιμάνι
Φτάνω κοντά στο δρόμο
Ο φόβος σου βρομάει ως εδώ
Το γέλιο σου επίσης
Ξεχύνομαι μανιασμένος στα στενά
Παραμονεύω σε γωνίες
Αφουγκράζομαι, γρυλίζω
Η νύχτα ήρθε κι αλυχτώ
Ορμάω με λύσσα
Για σένα έρχομαι, ακούς;
Διπλοκλείδωσε! Φυλάξου!
Η απειλή ακόμη ενεδρεύει, υποσχόμενη βέβαια τη δικαιοσύνη. Μόνο η δικαιοσύνη που απορρέει από τη νέμεση αποκαθιστά την τάξη του κόσμου.
Ο ποιητής, υποδυόμενος αυτόν που προκαλεί τον φόβο και τον πανικό, ολοκληρώνει το φασματικό αυτό ταξίδι του στην πόλη. Σχεδιάζει τώρα την αναχώρησή του, η οποία επιθυμεί να επισυμβεί τόσο ανεπαισθήτως, όπως και η άφιξή του από τη σταγόνα της βροχής. Η έξοδός του θα σημάνει και την ολοκλήρωση του κύκλου ποιημάτων με τα οποία περιηγήθηκε στην υγρή και μαγική του πόλη:
ΕΞΟΔΟΣ
Έτσι να φύγω θέλω, είπα
Από ’να μικρό να βγω παράθυρο
Τις ώρες που κοιμάστε ν’ αφεθώ
Ανώνυμος μέσα στη νύχτα να γλιστρήσω
Κι αν άνεμος ψυχρός απρόσμενα
Την πλάτη σας χαϊδέψει
Τον ύπνο σας μην τον χαλάτε το βαθύ
Γρήγορα πίσω μου την έξοδο θα κλείσω
Απαλά
Σαν ψίθυρο, σαν χάδι
Σαν να μην άνοιξε ποτέ
Επιστρέφω στην αφετηρία πρώτη: Από πού ορμάται ο νεαρότατος ποιητής για να γράψει την ποίησή του; Ασφαλώς από την πίστη του στην αξία του ποιητικού λόγου, από την άνεσή του να εκφράζεται σε αυτή αλλά και από την πόλη του, που πάει να πει από το περιβάλλον όπου γεννήθηκε και μεγαλώνει.
Η πρωτόλεια ποιητική συλλογή αποτελεί μία ευχάριστη έκπληξη για τους αναγνώστες της, καθώς αρνείται να υποκύψει σε κάποια συνήθη ελαττώματα των πρωτολείων. Περιέχει 19 και ολιγόστιχα ποιήματα. Το ολιγόστιχο είναι σαφές ότι προκύπτει ως αποτέλεσμα οικονομίας, την οποία συνήθως δεν επιδεικνύουν οι νέοι ποιητές. Οι ανεπαίσθητες ρίμες, η κυριαρχία του ουσιαστικού και ο κοφτός τόνος ορίζουν με πολλή σαφήνεια και λιτότητα το σύμπαν του κάθε ποιήματος, πολλά εκ των οποίων θα μπορούσαν και να γραφούν ως συνθήματα σε τοίχους, έκφραση αγωνίας υπαρξιακής μάλλον υφής.
Ο αφηγητής παρουσιάζεται μονήρης, καθώς είναι γνήσιος γόνος της εποχής του, οπότε και μόνος θα περιπλανηθεί επιχειρώντας τη μετάβαση αρχικά στην προσωπική του μνήμη (ολιγόχρονη μα τόσο για τον ίδιο κρίσιμη) αλλά και στη μνήμη της πόλης, τα θραύσματα της οποίας απαντώνται διάσπαρτα στον χώρο. Η περιδιάβασή του δεν θα είχε αξία, βέβαια, χωρίς αυτή την αναζήτηση των στοιχείων του απώτερου παρελθόντος που αφηγούνται την Ιστορία (με ι κεφαλαίο) των παλαιών ανθρώπων. Η Ιστορία των παλαιών ανθρώπων πρέπει εξάλλου να γίνει γνωστή και κατανοητή, προκειμένου να εμπλουτίσουν τη ζωή τους οι απόγονοί τους του σήμερα. Ακόμη κι αν το επιμύθιο αυτής της επίμονης ενασχόλησης με το παρελθόν είναι το τετελεσμένο αλλά και αενάως επαναλαμβανόμενο της άλωσης (του τόπου; του πολιτισμού; των συνθηκών ζωής; των κτιρίων; των ανθρώπινων ζωών;), είναι ένα επιμύθιο χρήσιμο.
Η συλλογή Εάλω του Πάνου Παπαπαναγιώτου είναι, λοιπόν, ένας τέτοιος πικρός ίσως φόρος τιμής στην πόλη του, τη Θεσσαλονίκη των νεανικών και φοιτητικών μου χρόνων, που με συγκίνησε ασφαλώς.
Εάλω
Πάνος Παπαπαναγιώτου
Ιωλκός
32 σελ.
ISBN 978-960-426-834-4
Τιμή € 8,00
Πηγή : diastixo.gr