Ποίηση-Μαρία Αγγελοπούλου: «Η απουσιολόγος» κριτική του Ζαφείρη Νικήτα
Με μια προκήρυξη της απουσίας βάζει η Μαρία Αγγελοπούλου το πόδι της στα ποιητικά νερά. Κι ωστόσο, η Απουσιολόγος δεν είναι ένα βιβλίο της σχολικής αίθουσας, ούτε της παιδικής ζωής. Βία και σώμα πρωταγωνιστούν στην παρθενική συλλογή της, και το πρόθεμα του Βασίλη Στεριάδη από τον κ. Ίβο (Σου έλεγα λοιπόν, τώρα τελευταία σκορπίσαμε [...] εγώ έμεινα, για να συμπληρώνω κάθε πρωί το απουσιολόγιο) δεν μπορεί να μας προετοιμάσει γι’ αυτό που ακολουθεί.
Ένα ολόκληρο σώμα υπάρχει στο βιβλίο αυτό. Απλώς είναι σώμα διάσπαρτο, σώμα διαμελισμένο. Από ποίημα σε ποίημα συναντάμε τα μέλη του απόντος. Κι αν θέλει κανείς να συνθέσει ολόκληρο τον άνθρωπο, θα παιδευτεί πολύ.
Πώς θα έγραφε ποίηση η Σάρα Κέιν, αν έγραφε ποιήματα; Πώς χαράζεται με ξυράφι το σώμα της σελίδας; Αυτά είναι τα ερωτήματα που γεννιούνται στον αναγνώστη της Απουσιολόγου. Παραθέτω το έκτο ποίημα:
Ξέχασες, / άφησες πίσω / ξέφτια και κλωστές / Κάτι κίτρινα τυφλά μάτια / δάχτυλα χωρίς νύχια / μαύρα δέρματα με μελανιές / και πόνους. / Ξέχασες να πάρεις μαζί σου τους πόνους. / Μαζί σου, με: φρύδια, στήθος, μαλλιά, αίμα, σπλήνα / μαζί με ένα δικό της, ματωμένο συκώτι / τρύπιο / ξέχασες / τους πόνους.
Ένα ολόκληρο σώμα υπάρχει στο βιβλίο αυτό. Απλώς είναι σώμα διάσπαρτο, σώμα διαμελισμένο. Από ποίημα σε ποίημα συναντάμε τα μέλη του απόντος. Κι αν θέλει κανείς να συνθέσει ολόκληρο τον άνθρωπο, θα παιδευτεί πολύ. Γιατί λέξεις-αγκάθια περικυκλώνουν κάθε ζωτικότητα, ο οργανισμός κρεουργείται, βαδίζει στον τόπο ενός κακού άνδρα, ενός μανιακού, ενός κατά συρροή ίσως δολοφόνου. Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό ποίημα:
Στο σταυροδρόμι / μυρίζει ψωμί. Λακκούβες, φανάρι κόκκινο. / Ένα / μπαμ / γδούπος κορμιού / σιωπή. / Δειλινό / για το αγόρι. / Σταματήστε τον / αυτόν με τη μερσεντές, / θα τον αναγνωρίσετε / απ’ το ματωμένο προφυλακτήρα. / Τα αίματα του αγοριού / μαζί και μυαλά του / ξεράθηκαν / κανένας δεν τα σκούπισε. / Στάμπα, / πίσω από μια / ανθισμένη κολώνα.
Αντιλαμβάνομαι τη συλλογή της Μαρίας Αγγελοπούλου ως μια συλλογή νουάρ, μυστηριακής αναζήτησης, κατακερματισμένων εικόνων και σωμάτων.
Ξεφυλλίζω αυτή τη συλλογή όπως ξεφυλλίζεις το ημερολόγιο ενός βλέμματος που δεν αποστρέφει τη ματιά του από την οδύνη. Σ’ αυτό το νουάρ σύμπαν, κανείς δεν διαφεύγει των ανοιχτών πληγών, ούτε καν ο αναγνώστης. Τα ποιήματα αυτά θυμίζουν τις σειρήνες ενός βραδινού περιπολικού, που περιστρέφονται και κάθε τόσο η δέσμη του ερυθρού φωτός συναντά έναν τόπο εγκλήματος.
Αντιλαμβάνομαι τη συλλογή της Μαρίας Αγγελοπούλου ως μια συλλογή νουάρ, μυστηριακής αναζήτησης, κατακερματισμένων εικόνων και σωμάτων. Άλλωστε η ίδια η φόρμα των ποιημάτων το δηλώνει: οι ιστορίες θα μείνουν μισές, οι νύξεις ολόκληρες. Η υλικότητα των στίχων της υποδηλώνουν αυτό που σημειώνει ο Μισέλ Φουκό: πως ανάμεσα στο σώμα και την αντικειμενικοποίησή του υφέρπει πάντα μια τακτική εξουσίας, μια δομή υποταγής (βλ. το έργο του Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής).
Κλείνοντας, δεν μπορώ παρά να παραθέσω, αντιστικτικά, το διαβόητο ερωτικό μανιφέστο, το πρελούδιο κάθε καυστικής επιθυμίας, από το εμβληματικό θεατρικό έργο Λαχταρώ της Σάρα Κέιν (σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη):
Εγώ θέλω να κοιμάμαι δίπλα σου. [...] Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό. Και να σου δίνω τα ρούχα μου. Και να σου λέω πόσο μ' αρέσουν τα παπούτσια σου. Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο. Και να σου τρίβω το σβέρκο σου. Και να σου φιλάω τα πόδια σου. Και να σου κρατάω το χέρι σου. Και να βγαίνουμε για φαγητό, και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θέλει η ποιήτρια Αγγελοπούλου. Η ποίησή της δαγκώνει κι ο λυρισμός της, βωβός κι υπόκωφος, μένει στον βυθό σαν μισόσβηστο φωτάκι.
Η απουσιολόγος
Μαρία Αγγελοπούλου
Θράκα
32 σελ.
ISBN 978-618-5155-06-3
Τιμή: €7,00
Πηγή : diastixo.gr