Ποίηση-Λευτέρης Ξανθόπουλος: «Κάτι Τρέχει (Το Βιβλίο της Ανοησίας)» κριτική της Γεωργίας Γαλανοπούλου
…Περπατάν και καμαρώνουν
και ψηλώνουν και φουσκώνουν
τι χρυσά κουμπιά, τι βάτα
τι κολάρο τι γραβάτα.
…Όμως, κάτι τρέχει τώρα
που την πήρανε τη φόρα
ήρθε ξάφνου το κακό
το κακό το φοβερό
Όσοι γνωρίζουν τον ποιητή και σκηνοθέτη Λευτέρη Ξανθόπουλο δεν θα παραξενευτούν διαβάζοντας τα εκτενή χιουμοριστικά ποιηματάκια της νέας του ποιητικής συλλογής. Με τίτλο Κάτι Τρέχει και υπότιτλο Το Βιβλίο της Ανοησίας, η έκδοση αυτή παραπέμπει στην άλογη ποίηση, ένα λογοτεχνικό είδος του 19ου αιώνα και μία ολόκληρη εποχή σπουδαίων δημιουργών, όπως ο Έντουαρντ Ληρ και ο Λούις Κάρολ, που οι στίχοι τους εξακολουθούν να διασκεδάζουν μικρούς και μεγάλους ακόμη και σήμερα. Αντιγράφω από το μικρό κείμενο που παραθέτει ο Ξανθόπουλος αντί προλόγου στην αρχή του βιβλίου: «Τα δεκατέσσερα παλαβά τραγουδάκια για μικρούς και μεγάλους έχουν για μακρινό τους πρόγονο την αγγλική παράδοση του Nonsense Verse, κρατούν όμως εξίσου καλά και από τα στιχάκια που σκαρώνουν και σιγομουρμουρίζουν τα μικρά παιδιά όταν μιλούνε μοναχά τους στο παιδικό τους δωμάτιο ή έξω στον κήπο (αν υπάρχει), ιδίως δε όταν βασανίζονται και κατατρώγονται από τη μοναξιά, τη θερινή ραστώνη, τη θλίψη, την αφόρητη ζέστη του μεσημεριού ή τη βαρεμάρα».
Σ’ αυτή την παιδική ηλικία, την ελεύθερη ψυχή της και τον αυθορμητισμό της καταφεύγει ξανά ο Ξανθόπουλος και, επιστρατεύοντας χιούμορ και φαντασία, προτάσσει την παραδοξότητα και τον σουρεαλισμό της παιδικότητας απέναντι στη σύγχυση και τον αποπνικτικό παραλογισμό των ημερών μας.
Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος υπηρετεί τον κινηματογράφο με προσήλωση πάνω από 35 χρόνια με περίπου 40 τίτλους στη φιλμογραφία του. Οι ταινίες του πραγματεύονται καταστάσεις απλών ανθρώπων, βιοπαλαιστών, στοχαστών, ανθρώπων που δεν ευθύνονται για τα δεινά του κόσμου. Στα μηνύματά τους διαχέονται στοιχεία πολιτικά, άλλοτε εμφανή και άλλοτε επιμελώς κρυμμένα, αλλά και μια αίσθηση αθωότητας και νοσταλγίας για όλα εκείνα τα παλιά και τα σχεδόν χαμένα. Το λογοτεχνικό του έργο (ποιητικές συλλογές, διηγήματα, αφηγήματα και δοκίμια), κυρίως όμως η ποίησή του, διαπνέεται από την ίδια διάθεση, μια αναπόληση του παρελθόντος, μια συνεχή ενασχόληση με τη μνήμη και τη συντονισμένη σύνδεσή της με το παρόν. «Μοναδική πατρίδα μου είναι η παιδική μου ηλικία, από εκεί έρχονται όλα», αποκαλύπτει ο ίδιος σε μια συνέντευξη του. Στην Έβδομη Βροχή (Γαβριηλίδης 2010), μια ποιητική συλλογή με φόντο τη δημοτική και υμνογραφική ελληνική παράδοση, κυρίαρχη θέση κατέχει αυτή ακριβώς η ηλικία ενός παιδιού που ενηλικιώνεται παρατηρώντας τη φύση γύρω του και τον κόσμο.
Σ’ αυτή την παιδική ηλικία, την ελεύθερη ψυχή της και τον αυθορμητισμό της καταφεύγει ξανά ο Ξανθόπουλος και, επιστρατεύοντας χιούμορ και φαντασία, προτάσσει την παραδοξότητα και τον σουρεαλισμό της παιδικότητας απέναντι στη σύγχυση και τον αποπνικτικό παραλογισμό των ημερών μας. Άλλωστε, ιστορικά τουλάχιστον, η αγγλική παράδοση της Ανοησίας (Nonsense Verse) χρωστά την ύπαρξή της στην ανάγκη απόδρασης από ασφυκτικές καταστάσεις, το δογματισμό του 19ου αιώνα και την υποκρισία και τη βαρβαρότητα του 20ού. Στην Ελλάδα, ο πρώτος που ασχολήθηκε με το είδος ήταν ο Σεφέρης. Η συλλογή του Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά περιέχει 20 λίμερικ και άλλα χιουμοριστικά ποιηματάκια, τα οποία ξεκίνησε να συνθέτει το 1941 στην καρδιά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Την ίδια χρονιά γράφει στον Λώρενς Ντάρελ: «Προσπαθώ να γράψω οτιδήποτε, από λίμερικ έως και μεταφορικά ποιήματα. Νομίζω ότι τα λίμερικ είναι μια καλή εξάσκηση για μοναχικούς ανθρώπους και υποθέτω πως το είδος αυτό δημιουργήθηκε στην Αγγλία γιατί όλοι εσείς είσθε μοναχικοί άνθρωποι σαν τα νησιά. Έχει όμως ενδιαφέρον ότι αυτού του είδους τα ποιήματα εξωτερικεύουν μια ατομική μυθολογία».
Εγκλωβισμένοι στην πραγματικότητα, οι εκπρόσωποι της Ποίησης της Ανοησίας επιχειρούν, μέσα από στιχουργικά παιγνιδίσματα και παραδοξολογήματα, να αντιδράσουν απέναντι στις ανισότητες και τις ανισορροπίες των καιρών, προσφέροντας σε εαυτούς και αλλήλους το ηδύποτο φάρμακο μιας άλογης ελαφρότητας.
Τι θα δούμε; Τι θα πούμε;
Όσα πάνε κι όσα ‘ρθούνε;
Με τι χρώμα να το βάψω
το μαλλί μου μην το κάψω;
Τι θα φάμε; Που θα πάμε;
Στο φεγγάρι για σαφάρι;
Πού θ’ αφήσουμε τη φάκα;
Το ποντίκι και τη γάτα;
[…]
Τρεις το λάδι τρεις το ξύδι
ρόδα είναι και γυρίζει
Τρεις το ξύδι τρεις το λάδι
ωχ μας βάλανε σημάδι
[…]
Τρεις το ξύδι τρείς το λάδι
κλέψανε το παξιμάδι
δυο ποντίκια μ’ ένα σάλτο
από της γριάς το πιάτο
[…]
Τρεις το λάδι τρεις το ξύδι
φέρε κι άλλο ροκανίδι
δυο ποντίκια με σφυρίχτρα
ρίξαν τη γριά στη χύτρα.
[…]
Το ζωάκι ο Κατιτίς
δεν το πρόσεξε κανείς
δεν το βλέπουν δεν τ’ ακούνε
και στα κινητά μιλούνε
Έλα, άσε τα παιχνίδι
και τα περιττά στολίδια
άσε πια αυτή την πόλη
που μεγάλοι είναι όλοι.
(Σούδι σούδι το μουσούδι
νηστικό είναι τ’ αρκούδι)
Τα ποιηματάκια του Λευτέρη Ξανθόπουλου έχουν ως βάση μια προσωπική μυθολογία και, με εργαλεία εκφράσεις της λαϊκής παράδοσης, ανατροπές και παραδοξολογήματα, υπερβαίνουν το χρόνο και μεταμορφώνονται σε διασκεδαστικά τραγουδάκια, ένα συνειδητό περίγελο σ’ εκείνα που πληγώνουν ή τρομάζουν.
Τα ποιηματάκια του Λευτέρη Ξανθόπουλου έχουν ως βάση μια προσωπική μυθολογία και, με εργαλεία εκφράσεις της λαϊκής παράδοσης, ανατροπές και παραδοξολογήματα, υπερβαίνουν το χρόνο και μεταμορφώνονται σε διασκεδαστικά τραγουδάκια, ένα συνειδητό περίγελο σ’ εκείνα που πληγώνουν ή τρομάζουν. Η δράση τους εντοπίζεται στη μελωδικότητα και στην εικονοποιητική τους δυναμική. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο το ποιητικό αυτό είδος απευθύνεται σε παιδιά κυρίως. Διότι εκείνα κατέχουν την ελευθερία του παραλόγου και η οποιαδήποτε ανάλυση γι’ αυτά περισσεύει. Αντίθετα, ένας ενήλικας θα θελήσει να προσεγγίσει το κεκρυμμένο και τότε ίσως διακρίνει την πολιτική πράξη της εξαπάτησης των αθώων και των αφελών πίσω από την επαναλαμβανόμενο στίχο «τρεις το λάδι τρεις το ξύδι», ο οποίος και παραπέμπει στη λαϊκή ρήση «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο». Παρομοίως, ο ενήλικας θα συσχετίσει τον εντός παρενθέσεως στίχο «νηστικό είναι τ’ αρκούδι» με τη λαϊκή ρήση «νηστικό αρκούδι δε χορεύει» παραπέμποντας πλαγίως στην κοινωνική εξαθλίωση των ημερών μας λόγω υπερβολικής λιτότητας. Εντούτοις, το να προσπαθήσει κανείς να συσχετίσει τα ποιήματα της συλλογής αυτής με την τρέχουσα οικονομική και πολιτική κατάσταση είναι ανώφελο. Άλλωστε ο ποιητής, συνειδητά ή εν αγνοία του, ένα και μόνο επιδιώκει. Την υπέρβαση ως αντίσταση στο παράλογο. Η ουσία δεν βρίσκεται στους ορθολογικούς συσχετισμούς των ενηλίκων, αλλά στη δυνατότητα της παιδικής ηλικίας να λυτρώνεται υπερβαίνοντας το πραγματικό, μια ικανότητα που αναπόφευκτα χάνεται με την έλευση της ενηλικίωσης και την οποία ο ποιητής πασχίζει να διασώσει.
Όπως η συλλογή διηγημάτων του Λ.Ξ. Γάτες Αλλού (Γαβριηλίδης 2011), έτσι και η λιτή αυτή έκδοση έχει την τύχη να συνοδεύεται από τα μινιμαλιστικά σκίτσα της Εύας Στεφανή. Όταν τα φιλοτεχνούσε με το μολύβι της, ίσως να είχε κατά νου εικόνες μικρών παιδιών να ζωγραφίζουν στα περιθώρια των τετραδίων τους, άσκοπα κι αφηρημένα την ώρα ενός αδιάφορου μαθήματος, βρίσκοντας έτσι τρόπο διαφυγής από τη μονοτονία, την κούραση ή τη ραστώνη. Ίσως.
Κάτι Τρέχει
(Το Βιβλίο της Ανοησίας)
Λευτέρης Ξανθόπουλος
Σχέδια Εύα Στεφανή
Γαβριηλίδης
55 σελ.
ISBN 978-960-576-391-6
Τιμή € 8,48
Πηγή : diastixo.gr