Ποίηση-Ιωσήφ Βεντούρας: «Το παιχνίδι» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Η ποιητική συλλογή του Ιωσήφ Βεντούρα Το παιχνίδι, με Πρόλογο, τα ποιήματα ως Κύριο Μέρος και Επίλογο, μοιάζει σαν θεατρικό έργο, σαν παράσταση με διαλόγους και μονολόγους με πεζά κείμενα, με ποιητικά ιντερμέδια και παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα. Με τα εκφραστικά του μέσα σε πλήρη έλεγχο, λέξη, στίχο, εικόνα, συναίσθημα, παίζει μοντέρνα παιχνίδια, αλλά και παραδοσιακά. Τα μοντέρνα δείχνουν καλή γνώση της τεχνολογίας. Η εικονική πραγματικότητα είναι παρούσα ως αναλαμπή ή και παραίσθηση της άλλης, της πραγματικής. Το ερώτημα είναι ποια «πραγματικότητα» βιώνει ο ποιητής ως αληθινή, αυτή που ζει ή την άλλη που παίζει;
Το ευνοϊκό για τον παίχτη είναι ότι κάθε στιγμή έχει τη δυνατότητα να αναδιαμορφώνει αυτή την επί του υπολογιστή πραγματικότητα, αλλά επίσης έχει και τη δυνατότητα ενός delete, πράγμα που έχει και η ζωή αλλά τότε δεν παρεμβαίνει ο παίχτης. Και βέβαια ένα παραδοσιακό παιχνίδι, όπως το τάβλι, έχει επίσης κανόνες, μόνο που εκείνους τους ορίζει η τύχη. Και μάλιστα το μότο της συλλογής, το περίφημο και πασίγνωστο «Αιών παις εστι παίζων πεσσεύων· παιδός η βασιλίη» του Ηράκλειτου, έρχεται προεξαγγελτικά να καταδείξει ποιος είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού: Ο αιωνίως παίζων Χρόνος.
Η συλλογή έχει και μία ακόμα συνυποδήλωση. Οι τίτλοι των ποιημάτων είναι γραμμένοι με κόκκινα γράμματα, καθώς και το αρχικό γράμμα του κειμένου. Στην «Είσοδο»δίνει οδηγία στον παίχτη: Πήγαινε στο κόκκινο/ Ν’ ακολουθείς τα βέλη/ Όταν εισέλθεις/ Ν’ αλλάζεις όψη/ Πρόσεχε την αραχνοΰφαντη/ Να επιδιώκεις το απρόβλεπτο. Το εισαγωγικό αυτό ποίημα έχει υποσημείωση στην «αραχνοΰφαντη» ένα άλλο ποιηματάκι, που μοιάζει με παιδικό παιχνιδάκι κι εκείνο: Ιδέα που κινήθηκε σ’ ενός παιδιού παιχνίδι/ νεκρή ’τανε πριγκίπισσα σ’ οθόνη αναστημένη/ μαγεύτρα· κι αν του ρίχτηκε στ’ ονείρου του ριπίδι/ πώς του τρυπούσε την καρδιά! Λες κι ήταν σαλεμένη. Που πάει να πει πως ο κόσμος του παιχνιδιού, όπως και του παραμυθιού, δεν είναι αθώος, αντιθέτως, έχει τους κανόνες του, τους κινδύνους του, τις νίκες και τους χαμούς του. Έτσι όπως, πολύ ωραία και παραβολικά για τα μικρά ή τα μεγάλα παιδιά, δίνονται τα πράγματα και έτσι συμβαίνουν και στη ζωή.
Ο ποιητής, τηρουμένων των αναλογιών, παίζοντας επαναφέρει στην οθόνη του υπολογιστή του αυτούς που έχει καταχωρίσει στην ψυχή του, υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη ότι όλα ένα παιχνίδι του νου είναι. Ένα παιχνίδι η τεχνολογία, ένα παιχνίδι ο άνθρωπος στα χέρια του Χρόνου ή του Θεού.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην προειδοποίηση: «Να επιδιώκεις το απρόβλεπτο». Πόσους τόνους χαρτί και μελάνι έχει ξοδέψει ο άνθρωπος για να μας πει ότι το απρόβλεπτο είναι που έχει το βάρος στη ζωή. Η επί τα χείρω μεταβολή των πραττομένων, που έλεγαν οι αρχαίοι. Αυτό που αλλάζει τον ρουν της ζωής και της ιστορίας, αυτό που μας καταναγκάζει σ’ εκείνο το σεφερικό: «κι αλλάξαμε ζωή».
Είπαμε ήδη ότι ο ποιητής ξέρει και χειρίζεται καλά τον υπολογιστή, ξέρει την ορολογία και οι ξένες λέξεις στον στίχο του εντάσσονται φυσιολογικά, αν και συγχρόνως ακούγονται παράταιρα, διότι με εξαίρεση τις γνωστές: «delete», «second life», «game starts», «game over», «exit», «play» που έχουν νόημα, οι άλλες οι άγνωστες στους πολλούς: «πίξελς» (εικονοστοιχείο), «gif» (συμπίεση…), «σπλατς», «Yoville» (παιχνίδι), «avatar» (ενσάρκωση ανώτερων όντων), «pulsar» (παλλόμενος αστέρας), μοιάζουν σαν εξωγήινες. Με αυτές παίζεται το παιχνίδι. Δεν ξέρω αν τα στοιχεία εκείνα που τριγυρίζουν το κεφάλι της Γκαλά, στον πίνακα του Νταλί Galatea of the Spheres (1952), είναι πίξελς ή όταν η εικόνα αραιώσει τόσο που να διαλυθούν τα στοιχεία εξ ων συνετέθη, τα αποσυνθεμένα αυτά στοιχεία είναι πίξελς (;).
Το ποίημα «Δοκιμή» είναι γεμάτο από την οντολογική αγωνία του πλάσματος, το οποίο, όπως και εκείνο το άλλο του Δρ. Φρανκεστάιν έπασχε από μοναξιά και έλλειψη αγάπης. Στο ποίημα υπάρχει έντονη η αγωνία της παρουσίας, να κατεβεί./ Να φορτιστεί, για να μη διαλυθεί. Το «πλάσμα» είναι θηλυκό και έχει αφομοιωμένη τη συμπεριφορά μιας κανονικής φιλάρεσκης γυναίκας: σκόρπιζε στον ποταμό των πίξελς./ Πλημμύριζαν τ’ αρώματα/ κι οι γεύσεις στο κορμί της./ Κι έτσι όπως άναβε/ έσερνε στα δίχτυα της πουλιά του αγέρα/ μ’ ακτινωτά πτερύγια/ αντλούσε απ’ τις πηγές τους. Σαν αληθινή χορεύει, απολαμβάνει τον έρωτα, βογκάει «βογκούσε και ξερίζωνε βουνά». Και όλα της έχουν την αλήθεια τους μέσα στην ψεύτικη πραγματικότητά τους. Στο «Second life», θα εμφανιστεί ένα «avatar» με το όνομα «Λόλα», έπειτα στο ποίημα «Yoville» (ένας εικονικός κόσμος) ένας άγγελος (ασώματος επομένως) ζητεί σώμα για να υπάρξει. Το σώμα σου/ θα είναι το σώμα μου χωρίς σκιά/ θα είναι σπινθήρες το ανύπαρκτο σώμα μου.
Το ποίημα «Στο Μετρό», αφιερωμένο στον Γιάννη Βαρβέρη, βαθιά υπαινικτικό και για τον ποιητή που ο ήρωάς του «ο κύριος Φογκ» (σαν να λέμε ο κ. Ομίχλη ή ο κ. Σκιά ή, τέλος, ο κ. ανύπαρκτος) παρουσιάζεται εκεί στον σταθμό της Ομόνοιας που είναι κόμβος, διακλάδωση αλλά και αποσύνδεση της μιας γραμμής από την άλλη, σε αποσύνδεση και ο ίδιος πλέον. Πλάι στον «κ. Φογκ» τρέχει ο Άμλετ. Ένας άλλος που πάλεψε με τα φαντάσματά του, Μια συρραφή εικόνων/ όσα έζησες.
Η αίσθηση που έχει ο αναγνώστης βγαίνοντας από αυτό το παιχνίδι είναι η ίδια που έχει όταν ξυπνά το πρωί ύστερα από έναν εφιάλτη ή η αίσθηση που έχει ο άρρωστος στην ανάνηψη ύστερα από μια σοβαρή εγχείρηση. Ο εφιάλτης, τα παιχνίδια των ρομαντικών, Gothic, αλλά όχι για να προκαλέσουμε το μυστήριο να μας ελεήσει με την έμπνευση, όχι όπιο, όχι εξωτερικά stimulant (ερεθίσματα), αλλά βαθιές πληγές που φέρνουν στην επιφάνεια πάλι και πάλι μια παλιά ιστορία από την οποία ο ποιητής επέζησε για να καταλήξουν όλα σ’ ένα βιβλίο, όπως έλεγε ο Σαίξπηρ στον Άμλετ.
Η συλλογή του Βεντούρα είναι μια πάλη με τον άγνωστο άγγελο, σαν εκείνον με τον οποίο πολεμούσε ο Ιακώβ, χωρίς να νικηθεί, και τελικά πήρε την ευχή του Θεού ως «ισχυρός» και προχώρησε προς τη γη του. Και ο μύθος έχει την αλήθεια του. Ο ποιητής, τηρουμένων των αναλογιών, παίζοντας επαναφέρει στην οθόνη του υπολογιστή του αυτούς που έχει καταχωρίσει στην ψυχή του, υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη ότι όλα ένα παιχνίδι του νου είναι. Ένα παιχνίδι η τεχνολογία, ένα παιχνίδι ο άνθρωπος στα χέρια του Χρόνου ή του Θεού. Μια αυταπάτη όλα, σαν να ζούμε και πεθαίνουμε από την ιδιοτροπία κάποιου παίχτη ηλεκτρονικού παιχνιδιού ή, όπως έλεγε ο Βαλερύ στον Ευπαλίνο, δημιουργήματα της φαντασίας «ενός γραφιά του άλλου κόσμου, που μας πήρε για νευρόσπαστα» ή με τα λόγια του ίδιου του Βεντούρα: Ό,τι ασύλληπτο που σημαίνει θάνατο/ σώμα κρεμασμένο από καλώδια/ και την αυγή/ μια σκιά ζευγάρι με τον ήλιο. Με της τεχνολογίας τα μέσα «σκιάς όναρ άνθρωπος».
Το παιχνίδι
Ιωσήφ Βεντούρας
Τυπωθήτω
56 σελ.
Τιμή € 8,00
Πηγή : diastixo.gr