Ποίηση-Γιώργος Βέης: «Για ένα πιάτο χόρτα» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Ο Γιώργος Βέης στη νέα, δέκατη τρίτη, ποιητική συλλογή του επεξεργάζεται τα αποθησαυρισμένα από τα ταξίδια και τα βιβλία της εμπειρίας και της ψυχής κοιτάσματα. Γράφοντας και διαβάζοντας και βλέποντας τα πάντα και Παντού, πεζά και στίχους, σήματα λυγρά, Σαπφώ και Ήριννα (και οι δύο καταχωρισμένες στα λυρικά ποιητικά ληξιαρχεία, λυρικός και ο ίδιος), στρέφει την κλείδα προς την αντίθετη κατεύθυνση της λογικής και του αριθμού και αφήνει την ψυχή να μιλήσει με τον τρόπο που εκείνη θέλει. Και για να μιλήσεις υπάρχουν χιλιάδες τρόποι, όσοι και οι ποιητές.
Χαρακτηριστικό της συλλογής, μια μικρή αντινομία, θα έλεγα, είναι η αποστασιοποίηση του ποιητή από τα πράγματα – ούτε το ποιητικό υποκείμενο ούτε το αντικείμενο προβάλλονται άμεσα, η σχέση τους όμως με τα πράγματα είναι στενή.
Ο χρόνος είναι άπειρος και ο τόπος είναι άπειρος. Κοινοτοπίες. Ναι, αλλά: «Μήπως δεν αληθεύει ότι το άπειρο του σύμπαντος είναι σημάδι του ενδεχομένου; Ή έχει πάλι άδικο ο Ζακ Λακάν;». Η φράση στα εισαγωγικά είναι δάνειο από τον «ταξιδιωτικό» Βέη και από την ίδια πηγή αντιγράφω: «Παραλλάσσοντας τον ορισμό του Ουάλας Στήβενς, ‘‘κάθε εποχή είναι μια ταχυδρομική θυρίδα’’, θα μπορούσα να αφήσω γραμμένο... σχεδόν αυτονόητο πλέον το αξίωμα: ‘‘κάθε εποχή είναι ένα ξενοδοχείο’’». Ήδη, ο τόπος και ο χρόνος ταυτίστηκαν και μετεξελίχτηκαν σε νέα εκδοχή, αποβάλλοντας την κοινοτοπία τους. Ο ταξιδεμένος νους Βλέπει Παντού και διατρέχει το χρόνο στο βάθος του για να συλλάβει το ισχυρό κάποτε, παρατημένο μετά, μισογκρεμισμένο αργότερα, τουριστικό αξιοθέατο μετέπειτα και η απορία μένει μετέωρη: «Πώς δεν σκαλώνει στον ουρανό ο δρόμος / αυλάκι βυζαντινό οχυρό/ που χλεύασε επί αιώνες τον εχθρό/ έγινε κενοτάφιο μετά». Sic transit Gloria mundi. Αυτή είναι η μοίρα θνητών και αθανάτων και πραγμάτων και δημιουργημάτων.
Χαρακτηριστικό της συλλογής, μια μικρή αντινομία, θα έλεγα, είναι η αποστασιοποίηση του ποιητή από τα πράγματα – ούτε το ποιητικό υποκείμενο ούτε το αντικείμενο προβάλλονται άμεσα, η σχέση τους όμως με τα πράγματα είναι στενή. Σαν τους «σταροκόρακες, ας πούμε» που «κατά βάθος δεν αγνοούν τίποτα».
Ο Σεφέρης έλεγε ότι ο ποιητής έχει να παλέψει με το ζωντανό σώμα του. Και ο Βέης, σαν τον διαβήτη, με το σταθερό σκέλος εδώ, στην πατρώα γη, και το άλλο ελεύθερο, ταξιδεύει στον κόσμο. Το σώμα μαθαίνει, αποστηθίζει τη φύση σε όλα τα φανερώματά της, εγχώρια και εξωτικά. Έζησε τη ζωή του ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα, σαν τον Τεύκρο, αλλά στο νου του πάντα νήσος τις έστι, η Σαλαμίνα, για τον μυθικό ήρωα, η Σάμος και η Σαντορίνη, για τον Βέη, αλλά και η Αθήνα πάντα, οπωσδήποτε, και εκ των ων ουκ άνευ το πατρικό σπίτι, όπου συνοικούν όλοι οι πρόγονοι κι εκείνος μαζί, τείνοντας το ους στον ψίθυρο της ανεξίτηλης ανάσας και ομιλίας τους. Σπίτι, αυλή, λουλούδια, πουλιά, άνθρωποι, πράγματα: Η «πόρτα δεν έκλεινε με τίποτα/... άνοιγε με πείσμα/ μέτωπο πάταγο στον ωκεανό» για να φέρει μέσα, «να φυσήξει υγεία/... ο πολτός των πραγμάτων /ως αθανασία». Αναγνωρίζω, άραγε, σωστά εδώ το τραγούδι της Σαπφώς «Έσπερε συ, που έχεις τη δύναμη να φέρνεις πίσω αυτά που σκόρπισε η αυγή: το πρόβατο, την αίγα και το μικρό παιδί στην αγκαλιά της μάνας του»;
Οι αγαπημένες φωνές, οικείες, απόμακρες, σύγχρονες, παλιές, έγιναν λέξεις, ανεκτίμητα τιμαλφή (δική του η λέξη), δείγματα που σε κάθε ποιητική του συλλογή εκθέτει στο φως, όπως νομίζω ότι δείχνει το ερώτημα στην «Είσοδο»: «Πότε και πώς μπόρεσαν / όλα αυτά τα βουνά, οι λίμνες/ να γίνουν οι λέξεις / τα όνειρά μας / στις ώρες της στέρησης/ και της ανάγκης;/ Η φωτιά δεν θα σβήσει /ο κόσμος δεν σώνεται /παραμένει η επιθυμία». Και η επιθυμία αρκεί για το καλό. Αλλάζοντας την τελευταία λέξη στον ελυτικό στίχο –«μονάχα η πρόθεση άρκεσε για το κακό» σε «καλό»–, αυτή έχει το λόγο, η επιθυμία. Ο ποιητής δεν γεννήθηκε για να βλέπει το σκοτάδι, αλλά για να το διαπερνά και να ξαναβρίσκει το φως. Η ψυχή στενεμένη απέξω μεγαλώνει μέσα της, σύμφωνα με τη σολωμική ιδέα, καθιστώντας τον ίδιο ζωτικό πυρ του κόσμου.
Δεν ξέρω αν σωστά επισημαίνω, αλλά η λιτότητα του τίτλου, Για ένα πιάτο χόρτα, υποδηλώνει, μάλλον, και τη λιτότητα μιας κλασικής διάταξης της ποιητικής ύλης. Το πρώτο και το τελευταίο ποίημα –«Είσοδος», «Έξοδος»– μου δίνουν την εντύπωση μιας πράξης δράματος. Δεν θα πω τραγωδίας, που εύκολα εκεί πάει ο νους, αλλά θα πω δραματικής-θεατρικής έντασης όπου στην ορχήστρα-πιάτο τα ποιήματα είναι ρόλοι-ηθοποιοί σε διάταξη συγκεκριμένη και όχι εική και ως έτυχε. Σονέτο απέναντι σε μικρό, μικρό απέναντι σε σονέτο, μακρό πολύστιχο απέναντι σε μικρό ελάχιστο. Η μελετημένη, πιστεύω, αυτή διάταξη έχει εκεί παρόντα, στην ορχήστρα, άδηλα συνδεδεμένα όλα τα ποιήματα του δράματος σε έναν εκ πρώτης όψεως αφανή διάλογο. Η παρουσία ενός αδιόρατου διονυσιασμού, ενός αυλού και των μαινάδων συμπληρώνουν την αίσθηση της θεατρικής παράστασης. Παρόν και το μέλος: η τά-ξη και το κάλ-λος, η τά-ξη και το κάλ-λος, που ακόμα και όταν η ανορθοδοξία διασπά την αρμονία των συνεργαζόμενων δισύλλαβων και ο αέρας υπαινικτικά «βήχει», η ροή, συλλαβή/συλλαβή, νότα/ νότα, συνεχίζεται και με τους δικούς της ρυθμούς προχωράει προς την έξοδο. Στο βάθος της κατασκευής, σεμνά, διακριτικά συντελείται η θυσία.
Κάτι άλλο, επίσης, ενδιαφέρον είναι η αντιστοίχιση τόπων. Το «Χαρτούμ» βρίσκεται απέναντι από την «Οία, Σαντορίνη». Στο πρώτο είναι η «άμμος» και η «σκόνη», η «έξαψη/ η επιβίωσή μας μέσα στην ορμή μιας φύσης / ανώτερης του θανάτου». Το αντίστοιχο στη Σαντορίνη είναι «το κατακόκκινο χρώμα της δύσης/ είναι άραγε δύση ή αίμα;/ Απορία του ήλιου ή σφαγή;». Την απάντηση θα τη δώσει ενδομύχως «ο ζωγράφος... γι’ αυτό και κλείνει αμέσως τα μάτια/ για να θυμηθεί την απάντηση». Την απάντηση που ξέρει και ο ποιητής και όλοι μας. Πρόκειται για κείνο το θαυμαστό ηλιοβασίλεμα που μόνο ένας καλλιτέχνης –ζωγράφος ή ποιητής– μπορεί να δει, σαν χρώμα ο ένας, και σαν αίμα της φύσης που αιμορραγεί ο άλλος, αλλά ο ποιητής δεν λησμονεί ότι πίσω από την όμορφη επιφάνεια σε βάθος χρόνου και θάλασσας συντελέστηκε το μέγα δράμα του προαιώνιου σεισμού και του ηφαιστείου.
Ο «Κέρκης» της Σάμου γίνεται σονέτο. Πρωταγωνιστεί στο χώρο. Εμψυχωμένο το βουνό υποβάλλει τη σοφία «του κρυφού καιρού», ψιθυρίζει μέσα από τις πευκοβελόνες που «σέρνονται όλες μαζί» σαν ψυχές και έρχονται να «ραντίσουν τη γη» με το «ρετσίνι της σοφίας τους», υποβάλλοντας μια αίσθηση συνέχειας και ελπίδας. Αντικριστά στον «Κέρκη» μια «Σκηνή θεάτρου». Τα σύνεργά της μια «τσουρουφλισμένη θυμωνιά/ τα ξεραμένα αίματα της πέρδικας/ που δεν πρόλαβε / ένα νυφικό γεμάτο τρύπες/ το ποδοπατημένο πορτρέτο/ σκουπίδια του Χάρου, οι τραγωδίες». Η φύση διδάσκει με υπονοούμενα. Το ίδιο μοτίβο συνιστά το σονέτο «Βιετνάμ», σε αγαστή σύζευξη οι αντιθέσεις της μέρας με τη νύχτα, η επαπειλούμενη ζωή και ο πιθανός θάνατος, η κολλημένη ρόδα του Ιξίωνα. Τελικά, ελπιδοφόρα, θα «ροδίσει ο τρυφερός λωτός της μέρας» στον τελευταίο στίχο. Ο ποιητής στέκεται με θλίψη κιόλας και ευσπλαχνία, καθώς θα έλεγε ο Καβάφης, πλάι στους δυστυχείς εξαρτημένους. Η «Βάρβιτος» παίζει, στα κενά βήχει το πολυβόλο, ό,τι προλαβαίνει σώζεται και «μέσα στην αντάρα ξεκουρντίζονται / οι ήχοι τα εμβατήρια/ ο αποτρελαμένος άνεμος» για να μας θυμίσει κάτι καρυωτακικές «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» που οι ήχοι τους υψώνονται στα χάη, όπου ο αέρας αντηχάει, κάτι διάχυτες αισθήσεις που παίζουν με τα νεύρα μας. Ο ποιητής μεταπλάθει δημιουργικά τη φωνή που σέρνεται στη μνήμη. Στο σονέτο «Ναύπακτος», «Της ναυμαχίας οι μνήμες ξέρουν πώς να ποτίζουν/ τα κυκλάμινα» (Ναυμαχία της Ναυπάκτου) και, «από την πίσω πόρτα» εισβάλλει το κυκλάμινο (του Ρίτσου «μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα στάλα»), το αριστερό χέρι του Θερβάντες (που θυσιάστηκε προς δόξαν του δεξιού). Τεθλασμένη μνήμη στο χώρο και στο χρόνο, συλλαμβάνει στην «Πλατεία Αμερικής» εκείνο που είδε στο «ανυπόταχτο Χάρλεμ» και το άλλο στο «ματωμένο Μπρονξ». Μελετά, σαν Σολωμός όχι τα λαμπρά παλικάρια μόνο, αλλά τη «συμμετρία της αυγής», «το αίμα που την περιμένει/ για τις βλαστήμιες του ανάπηρου/ την πανουργία του προδότη/ τις κατάρες των μελλοθανάτων...», γιατί η ζωή έχει το δικό της «λόγο περί μεθόδου» και η απόδειξη είναι εκείνο το «κολιμπρί» που «τρόμαξε» και «τρύπωσε» και... (σώθηκε), «χάρις». Στοχάζεται πάνω στην αντοχή που έχουν τα πράγματα: η «Κατοστάρα», το «νυφικό επιστήθιο κόσμημα» και η «επίχρυση πόρπη με κούμπωμα το δικέφαλο αετό», κοσμήματα που ξεπερνώντας ζωές και χρήστες νικούν στο χρόνο το σώμα που τα έφερε, το «πλασμένο» από το υλικό της προδοσίας. Στο ομότιτλο της συλλογής ποίημα «Για ένα πιάτο χόρτα», θυμάται τον λιτό Παπαδιαμάντη, τον πεζογράφο-ποιητή, τον μεταφραστή, συγγραφέα των φτωχών, τον άνθρωπο που «έχει μπαρκάρει πια για τα σύννεφα / και μας θωρεί για λίγο/από εκεί που φωλιάζουν». Και ιδού η Αποκάλυψις του Ιωάννου που προσφέρει τόπον αιώνιας διαμονής: «Και έδειξέ μοι ποταμὸν ύδατος ζωής λαμπρόν ως κρύσταλλον». Το αίνιγμα «Για γερούς λύτες» μας προβληματίζει μ’ εκείνο το «μικροκαμωμένο εύθραυστο του αέρα παιδί», που «μαζί του όμως μεγαλώνουμε» και «πού θα πάει όταν κάποια στιγμή θα σβήσουν όλα»; Η απάντηση ασαφής: είναι ο αέρας, το τοπίο, ο χρόνος, το ποίημα; «Το τοπίο είναι ένα παιδί», έλεγε ο Βέης στη Χρυσαλλίδα στον Πάγο. Ο χρόνος είναι παιδί, λέει ο Ηράκλειτος, «ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω» λέει ο Ελύτης, «είναι παντού το ποίημα σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα» λέει ο Σεφέρης. Άρα, κάπου ανάμεσα πρέπει να πέφτει και η απάντηση. Είναι το παιδί-τόπος, το παιδί-χρόνος, το παιδί-ποιητής και το ποίημά του(!;).
Ο Βέης, κυρίαρχος των εκφραστικών του μέσων και επειδή ισχύει πάντα το όττω τις έραται, μπορεί να παραβιάζει όλους τους κανόνες ή να τους τηρεί κατά βούληση. Μπορεί να κάνει άλματα, να τρέχει ομαλό και ανώμαλο στίχο, να παρεκκλίνει και να μπαίνει σε νέες νοηματοδοτήσεις, να αλλάζει, να μεταμορφώνει, να φωτίζει τα σκοτάδια.
Ο «Καθαρός Ουρανός» (που αστραπές δεν φοβάται, κατά τη λαϊκή ρήση) είναι γεμάτος από «δηλητήρια στον αέρα». Η «αρκούδα» που ξύπνησε από τη χειμερία νάρκη της, ελπίζοντας σε «μέλι και γάλα», φοβάται και τρέχει να κρυφτεί και να «ονειρευτεί ξανά την απόμερη την κόχη». Κι εδώ οι στίχοι είναι δύσβατοι, όμως από τις αθέατες χαραμάδες με τις σερνάμενες προγονικές φωνές αναδύονται η αρκούδα της «Ιεράς Οδού» του Άγγελου Σικελιανού, που κι εκείνος ήλπιζε ότι «θα ’ρτει η ώρα» της μεγάλης συμφιλίωσης, αλλά δεν... Και η χαλασμένη ζωή στην «κόχη ετούτη τη μικρή» του Κ.Π. Καβάφη, τα ανάλογα μιας κοινωνίας που ασφυκτιά μέσα στα δικά της αδιέξοδα.
Ο Βέης, κυρίαρχος των εκφραστικών του μέσων και επειδή ισχύει πάντα το όττω τις έραται, μπορεί να παραβιάζει όλους τους κανόνες ή να τους τηρεί κατά βούληση. Μπορεί να κάνει άλματα, να τρέχει ομαλό και ανώμαλο στίχο, να παρεκκλίνει και να μπαίνει σε νέες νοηματοδοτήσεις, να αλλάζει, να μεταμορφώνει, να φωτίζει τα σκοτάδια. Να καθιστά, εντέλει, το κείμενό του ζωντανό αρχιτεκτόνημα που αναπνέει μέσα από τις λέξεις τις δικές του αλλά και των άλλων που έχει ενστερνιστεί, τακτοποιημένες σε παραδοσιακό και ελεύθερο στίχο, σε απαιτητικά σονέτα, άλλοτε ακραιφνώς τυπικά κι άλλοτε παρεκκλίνοντα. Οι ποιητικές μονάδες, οι λέξεις, που ζευγαρώνουν μέσα στο στίχο ή τον διασκελίζουν, που ομοηχούν, παρηχούν, περπατούν και χορεύουν, μερίζουν στις συλλαβές τους τη μουσική τους, όπως συμβαίνει στο σονέτο «Καθαρός ουρανός», όπου η τήρηση των δεσμεύσεων του είδους επιβάλλει το μουσικό σκαμπανέβασμα των ήχων με την εναλλαγή των δισύλλαβων με τρισύλλαβες λέξεις: ακόμη/κόμη, μένα/υμένα, μαθαίνει/χαίνει, αχάτης/Μάρτης. Στην ίδια γραμμή και η στιβαρή ζυγή παράθεση των ισοσύλλαβων: ζεστή/μεστή, όχι/κόχη, βέλη/έλη. Και οι αντιθέσεις: «γέρνει», «τρέχει», «χαίνει», «αντέχει». Επίσης, η παρηχητική τονική αίσθηση: «ξερή», «ξέρει», «ζεστή»/ «γευτεί»/ «μεστή», «σωθεί»/ «ονειρευτεί». Πεντάγραμμα οι στίχοι, εκπέμπουν μουσική, ρυθμό και αρμονία.
Ο Σεφέρης έλεγε ότι ο ποιητής έχει να παλέψει με το ζωντανό σώμα του. Και ο Βέης, σαν τον διαβήτη, με το σταθερό σκέλος εδώ, στην πατρώα γη, και το άλλο ελεύθερο, ταξιδεύει στον κόσμο. Το σώμα μαθαίνει, αποστηθίζει τη φύση σε όλα τα φανερώματά της, εγχώρια και εξωτικά.
Το τελευταίο ποίημα της συλλογής, η «Έξοδος», αφήνει στον ελπιδοφόρο ήχο του αυλού τα «βήματα» «μπροστά» «πίσω» (σαν του χορού;), στην παλίντροπο αρμονία του κύκλου του Ηράκλειτου. Για ένα πιάτο χόρτα, για κάτι απλό και οικείο, λιτό και άφθονο στη φύση, για την επιστροφή στη μητέρα γη, για την αγάπη, τη ζωή, τη νιότη, τους έρωτες, το φως, γι’ αυτούς που αγαπήσαμε και θα αγαπάμε και μας εγκαταλείπουν και τους εγκαταλείπουμε. Για τον ήλιο που αιματοβαμμένος βασιλεύει στην Οία της ζωής, για όλα αυτά...
Ο πίνακας που κοσμεί το εξώφυλλο είναι έργο της Κλάρας Πεκ–Βέη και είναι δοσμένος με τα χρώματα της γης, αφημένος στην ασάφεια του καστανού χάους με το φωτεινό τυρκουάζ του πιάτου, γεμάτου από το πλούσιο πράσινο ελπιδοφόρο περιεχόμενό του... Μια αίσθηση γευστική, ιδεατή και σχεδόν απτή που διεγείρει την άνω γεύση.
Για ένα πιάτο χόρτα
Γιώργος Βέης
Ύψιλον
70 σελ.
ISBN 978-960-17-0360-2
Τιμή: €10,00
Πηγή : diastixo.gr