Ποίηση-Γιώργος Θ. Τζιας: «Ο ήχος της σιωπής» κριτική της Αγάθης Γεωργιάδου
Η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Τζια Ο ήχος της σιωπής με το περίβλεπτο οξύμωρο του τίτλου της μάς προετοιμάζει για μιαν εκκωφαντική σιωπή, για μια σιωπηρή κατάθεση ψυχής ή για μιαν ομιλούσα σιωπή που λειτουργεί πάντως ως διαμαρτυρία για όλα όσα ανείπωτα βιώνουμε.
Εν αρχή ην ο λόγος και ο έρωτας των λέξεων. Ο ποιητικός πρόλογος του ποιητή απευθύνεται σε «ώτα ακουόντων» και προβάλλει την άδολη αγάπη και αφοσίωσή του προς την ποίηση («Εν αρχή ην ο λόγος»). Εραστής και υπηρέτης του λόγου, δραπέτης της αμάθειας και ακούραστος μαχητής των λέξεων, σαν άλλος Διγενής παλεύει στ’ αλώνια των αδύτων του και μας παραδίδει μια συλλογή εκ βαθέων, μια βαθιά εκμυστήρευση.
Από το πρώτο ποίημα, την «Αστερόσκονη», φαίνεται η δεινή σχέση του ποιητή με τη γλώσσα. Μαγεμένο το ποίημα από τη σκόνη των αστεριών και την αυγουστιάτικη πανσέληνο. Μόνο που δύσκολα «σμιλεύεται» και με αυτά ακόμα τα μάγια μια πέτρινη καρδιά. Γι’ αυτό και λαθραίο το σμίξιμό τους στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού που λούζεται με την αστερόσκονη, καθώς η πανσέληνος εισχωρεί στα ποιητικά όνειρα, «πόνος και βάλσαμο μαζί».
Στο ποίημα «Ως είθισται» βρισκόμαστε μπροστά στην αγωνία του χρόνου, η οποία κυριαρχεί, άλλωστε, σε όλη τη συλλογή. Το γερασμένο σώμα, φαγωμένο απ’ τη φθορά, ανέραστο και υποταγμένο στα μη και στα πρέπει, αντιμετωπίζει με πόνο τη μοναξιά και τα «μουντά συννεφιασμένα» όνειρα. ΚΙ όμως ο χρόνος δεν κινείται πάντα· ενίοτε σταματά «Κάπου εκεί», στο παρελθόν, στους παλιούς, θολούς δρόμους και την παγωνιά, εκεί, πίσω από τα «νοτισμένα τζάμια», όπου είχε αρχίσει να κυοφορείται η ελπίδα:
Αιώνες τώρα
σε τεχνικό κέλυφος κλεισμένος
στο βραδινό νανούρισμα της μάνας
τα γεννητούρια της ελπίδας,
τα δικά σου γεννητούρια
καρτερικά μα πεισματικά
κι ευλαβικά προσμένω.
«Κάπου εκεί» υπήρχε η πραγματική φιλία και η συνεννόηση, η αληθινή συντροφιά, την οποία έκτοτε ο ποιητής δεν ξανασυνάντησε. Ανεπανάληπτες κάποιες στιγμές, μοναδικοί κάποιοι άνθρωποι, αληθινοί σύντροφοί μας («Ολομόναχος»):
Ώρες ατελείωτες
της ψυχής τ’ απόκρυφα
μ’ ένταση περίσσια ξεσκεπάσαμε.
Με γλώσσα που ενίοτε ρέπει προς την εκκλησιαστική, παρά την αντισυμβατικότητα των σκέψεων, ο ποιητής αναζητά τις προσωπικές του υπερβατικές αξίες, τους δικούς του θεούς, αυτούς που επιβιώνουν από την «καθημερινή βαρβαρότητα», χωρίς, ωστόσο, να έχει τέλος αυτή η αναζήτηση («Της ιστορίας οι απόγονοι»):
Άμωμος η πρόθεση
Άσπιλος η σκέψη
Αμόλυντος η προσπάθεια
Διαρκής, διαχρονική και αέναος
η δική μου και η δική σου αναζήτηση.
Σημαντικός και ο ρόλος της μνήμης στην ποιητική συλλογή, ιδίως των απόντων. Είναι βέβαια κυρίως μια μνήμη πολιτική. Ο ποιητής «θυμάται» όσους αγωνίστηκαν και χάθηκαν για τις ιδέες τους και για αξίες που στη συνέχεια ξεπουλήθηκαν. Ηττημένη η ελπίδα τους για μέρες αναστάσιμες. Η αρετή και η αξιοπρέπεια εκπορνευμένες στης «βαρβαρότητας το βασίλειο». Καπηλευόμενοι την καθαρότητα της συνείδησής τους και ληστεύοντας τη δόξα «των ολίγων», κάποιοι έσπειραν το κακό («Θυμάμαι»):
θρέφοντας με ασφάλεια
το αυγό του φιδιού
που στο στήθος τους χρόνια και χρόνια επώαζαν.
Είναι ενδιαφέρουσα γενικότερα στη συλλογή η σχέση του ποιητή με τους απόντες, τους νεκρούς ή τους ξεχασμένους ζωντανούς, αλλά και με καθετί που συμβολίζει την απουσία, όπως τα εγκαταλειμμένα ξωκλήσια. Έρημα, ακατοίκητα από θεούς, απογυμνωμένα από την πίστη και την ύλη, τον χώρο και τον χρόνο, συμβολίζουν και μιλούν τη γλώσσα των νεκρών («Κοντά στο δείλι»).
Στην ποιητική συλλογή η «ήττα» αποτελεί επίσης λέξη-κλειδί. Επανέρχεται συχνά σαν στοιχειωμένη συνείδηση. Ιδίως στο ποίημα «Διαπιστώσεις» συνδέεται με τη σκληρή αυτοκριτική όχι μόνο του ιδίου του ποιητή αλλά και όσων άλλων αγωνίστηκαν για διαψευσμένα οράματα. Ο ποιητής αποκαλεί ειρωνικά το εγώ του «αχαλίνωτο», επειδή τόλμησε να ονειρευτεί ένα καλύτερο αύριο. Ανίκανος μαζί με τους συντρόφους του να κατανοήσει πώς κατάντησαν «ρακοσυλλέκτες εκούσιοι / στα συντρίμμια των δικών τους επιλογών», μπορεί να παραδέχεται την ήττα, αντίθετα με τον Αναγνωστάκη, ωστόσο δεν την φοβάται («Εμείς οι...»).
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Τζιας μιλάει συχνά στο «εμείς». Σε ποιους άραγε αναφέρεται; Στη γενιά του, στους συντρόφους και συναγωνιστές του; Στους ομοϊδεάτες; Πάντως, όλοι τους, δέσμιοι μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας, φυλακισμένοι στο άσπρο-μαύρο, χτίσανε πύργους χάρτινους, αναλώθηκαν, αλλά τελικά αποδέχτηκαν την ήττα. Πλήθος οι αναφορές στις λανθασμένες επιλογές που έγιναν στα χρόνια που πέρασαν.
Γι’ αυτό κι ο χρόνος, αποκτά μια αίσθηση οδυνηρή στη συλλογή. Συνδέεται με την νιότη που έφυγε, μια νιότη ατίθαση που αρνήθηκε τα «πρέπει» και τα «καθώς πρέπει» («Ομολογίες») αλλά και με όσα πικρά βίωσε ο ποιητής κυνηγώντας χίμαιρες, την ουτοπία. Φαίνεται όμως πως νιώθει ότι δεν είναι ποτέ τόσο αργά για να γευτεί την ομορφιά του κόσμου που στερήθηκε («Έστω και τώρα»). Πώς όμως να νιώσει κανείς την ομορφιά αυτού του κόσμου όταν ο θάνατος καραδοκεί; Η αγωνία της ύπαρξης, χαρακτηριστική των ποιητών, είναι και εδώ παρούσα, διάχυτη, στην ποίηση του Τζια. Μόνη παρηγοριά η γραφή με την οποία οι ποιητές προσπαθούν να κερδίσουν την αθανασία:
ΨΙΘΥΡΟΙ
Από
στόμα σε στόμα
χαμηλόφωνα
ψιθυριστά
διαδόθηκαν κάποτε τα νέα.
Στασίασαν οι ποιητές
στο βασίλειο του θανάτου.
Σμιλευτές
της ανθρώπινης ψυχής
είναι δυνατόν
ν’ αντέξουν την αιώνια απραξία;
Η ζωή κι ο θάνατος, μοναδικό προνόμιο κάθε ανθρώπου, διεκδικούνται στα ποιήματα του Τζια με κάθε τρόπο. Ο ποιητής γεύεται τη ζωή με τη σίγουρη βεβαιότητα της μοναδικότητάς της και της μοναδικότητας του θανάτου. «Κύκλοι ομόκεντροι» που ο ένας εμπεριέχει τον άλλο («Σκοτεινιάζοντας»):
Δική μου είναι η ζωή
δικός μου ο θάνατος
κύκλοι ομόκεντροι
αρκετοί
στη μικρή μας ασήμαντη ύπαρξη.
Αντίρροπο του θανάτου και εδώ ο έρωτας («Ένα μόνο βήμα»):
Έλα
μονάχη να με βρεις
[…]
Έλα
να ταξιδέψουμε
μ’ ένα ακόμα ποίημα.
Έτσι
θα νικήσουμε την παγωνιά.
Έτσι
θα κοροϊδέψουμε,
έστω προσωρινά,
το θάνατο που κουβαλάμε μέσα μας.
Πάντως, στη συλλογή δεν λείπει και η αναφορά στους δυο πολυτιμότερους ανθρώπους στις ζωές όλων μας, τη μάνα και τον πατέρα, στους οποίους ο ποιητής αποδίδει τον σεβασμό που κληρονόμησε προς την ύπαρξη («Ετοιμασίες…»):
Στη ζωή μου μ’ έμαθαν
να σέβομαι
και ν’ αγαπώ
την ίδια μου την ύπαρξη.
Το άσπρο και το μαύρο, η ζωή και ο θάνατος, ο κάτω και ο πάνω κόσμος, οι ζώντες και οι τεθνεώτες, η Δήμητρα και η Περσεφόνη, αποτελούν φανερά και αφανή μοτίβα που υφαίνουν καθοριστικά όλη την ποιητική συλλογή. Ο Τζιας μετέωρος μεταξύ των δύο όψεων της ζωής, πότε πορεύεται προς το μαύρο, προς τον κόσμο των νεκρών, και πότε προσπαθεί να ανέβει προς τα πάνω, χωρίς ωστόσο να το πετυχαίνει πάντοτε. Σταθερά στη σκέψη του η άλλη όψη: ο θάνατος. Όσο και να κυνηγήσει την ελπίδα, όσο κι αν κλείσει τα αυτιά του στις σειρήνες του πολυκαιρισμένου σώματός του («Αργήσαμε») ή να βγάλει τις ωτασπίδες για να ακούσει ευχάριστες «μελωδίες/ από την αρμονία του σύμπαντος» («Ωτασπίδες»), παρούσα συνεχώς και αδιαλείπτως η μελαγχολία του κενού, του Πλούτωνα, του σκότους, του Άδη. Δυναστεία εδραιωμένη «εις τους αιώνας των αιώνων» («Νεκρολογία»). Και το ερώτημα που γεννάται κρίσιμο («Ωτασπίδες»):
Μπερδεύτηκα και πάλι.
Άραγε σε ποιον
από τους δυο κόσμους ζω;
Μια μεγάλη κατηγορία ποιημάτων της συλλογής αναφέρονται στη σύγχρονη πολιτική κατάσταση, στη φιλοδοξία των πολιτικών «ταγών», σε όσους δήθεν κρατούν «τα ηνία της άμαξας/ τα ηνία της πόλεως» αλλά σκοτώνουν τις ανθρώπινες προσδοκίες («Νεκρών πολιτείες»). Ο ποιητής καταδικάζει τη δημαγωγία, την καπήλευση των ιδεών, τα μεγάλα λόγια στα πανό και στις πλατείες («Συνάξεις τεθνεώτων»). «Ιχνηλάτης ψυχών/ καθ’ έξιν» παρατηρεί ότι το κακό βρίσκεται θρονιασμένο στις ψυχές των ανθρώπων («Ιχνηλατώντας»). Και τότε σαρκάζει όσους μένουν σταθεροί στα λείψανα του παρελθόντος τους. Σαρκάζει ακόμα και για όλες τις ρωγμές στην ιδεολογία, στην πίστη, στην αξιοπρέπεια, στο είναι των ανθρώπων («Γονυκλισίες»):
Ρωγμή
του δόγματος πιστέ μου σύντροφε,
ρωγμή,
κρυφέ λειψανολάγνε οπαδέ,
ρωγμή,
παλιέ σαρικοφόρε ανατολίτη,
στο μέγα στέγαστρο του ίδιου μας του κόσμου.
Η ποιητική συλλογή κλείνει μ’ ένα άνοιγμα αισιοδοξίας που εδράζεται στη μνήμη, στις συνήθειες που επιβιώνουν συνήθως μέσα στις αναμνήσεις μας, στα συναισθήματα που μπορούν να μείνουν για πάντα ανθισμένα («Πρωινός καφές»):
Κι όταν κάποτε λείψω
σε παρακαλώ μη λησμονήσεις τη συνήθειά μας.
Βάλε απέναντί σου τις αναμνήσεις,
τύλιξε τη μικρή κουβέρτα στους ώμους σου
κι εγώ κάπου εκεί θα γυροφέρνω.
Δε γίνεται, δεν μπορεί να γίνω αλλιώς.
Η ποίηση του Γιώργου Τζια έχει μέσα της τη σφραγίδα του παντοτινού και της διάρκειας. Μοιρασμένος μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, του ποτέ και του πάντα, του χτες και του τώρα, του αυθεντικού και του νοθευμένου, του όντος και του μη όντος, δημιουργεί ποίηση που πάντοτε «εδώ θα γυροφέρνει». Δεν γίνεται, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Η αληθινή ποίηση ευτυχώς αντέχει και διαρκεί.
Ο ήχος της σιωπής
Γιώργος Θ. Τζιας
Οροπέδιο
72 σελ.
ISBN 978-618-8066-13-7
Τιμή € 9,96
Πηγή : diastixo.gr