Ποίηση-Ευριπίδης Γαραντούδης: «Τα σύνεργα» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Αρχίζω από το μότο που συνιστούν οι στίχοι του Λέναρντ Κοέν [Leonard Cohen]σε πρόχειρη μετάφραση: «δεν ήταν δύσκολο να σ’ αγαπώ/ δεν χρειαζόταν να προσπαθήσω/ σε κράτησα για μια στιγμούλα/ δική μου, δική μου, δική μου».
Ο Ευριπίδης Γαραντούδης μας παραδίδει σονέτα (προερχόμενα από άλλες συλλογές του ή δημοσιευμένα σε περιοδικά) με τον τίτλο Τα σύνεργα. Δεν ξέρω γιατί πηγαίνω σφαίρα στον Γιώργο Σεφέρη («σύνεργα της σκηνής» από την ενότητα «Επί Σκηνής» Γ΄ της συλλογής Τρία Κρυφά Ποιήματα). Τα ποιήματα είναι τα σύνεργα και με αυτά θα εξερευνήσει τον χώρο μέσα του, έξω του, πριν και μετά από αυτόν. Και δεν είναι μόνο ο Σεφέρης, του οποίου η φωνή ακούγεται ευκρινώς στους στίχους του αλλά και πολλών άλλων: ο Σολωμός, ο Καρυωτάκης, ο Βάρναλης, ο Ανδρέας (Κάλβος, Εμπειρίκος ή… ;), ο Παλαμάς και άλλοι.
Τα ποιήματα είναι όλα σονέτα. Έτσι μετά τον Νάσο Βαγενά (Στη Νήσο των Μακάρων και όχι μόνο) ή τον Γιώργο Βέη (σχεδόν σε όλο το έργο του), που χρησιμοποιούν το σονέτο, και ο Γαραντούδης το επιλέγει για να παίξει στις δεκατέσσερις χορδές του την ποιητική πίκρα του. Γιατί τα σονέτα του Γαραντούδη έχουν συντεθεί όλα σαν να θέλουν να παίξουν. Να παίξουν όμως με πράγματα που πονούν, που είναι φυσικά αλλά όχι παραδεκτά, όπως είναι το πέρασμα του χρόνου, η ποιητική δημιουργία, η πικρογελαστή ματιά πάνω στα ανθρώπινα αλλά από τη σκοπιά ενός ανθρώπου των Γραμμάτων.
Και παίζοντας χαρτιά, ζάρια, βιβλία, ο ποιητής παίζει στα σονέτα του τους σκοπούς όλης της Ποίησης –μεγάλης ή μικρής δεν έχει σημασία– και φρεσκάρει τη μνήμη συγκινητικά, έστω κι αν φαίνεται πως θέλει να καυτηριάσει, να ψέξει, να γελάσει. Γιατί όλη η Ποίηση είναι το ριζιμιό λιθάρι του και νόμισμα ισχυρό που έχει στο παγκάρι του.
Το πρώτο ποίημα έχει τίτλο «(Ανα)στάσιμη Ωδή(νη)» και ιδού η πρώτη σεφερική αναφορά, ολίγον τι πειραγμένη. Ο Σεφέρης στο «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΓ΄ της συλλογής που πιο πάνω αναφέραμε κλείνει το ποίημα με τη φράση «Αναστάσιμη ωδίνη», συμπεριλαμβάνοντας στη λέξη «ωδίνη» τις ωδίνες του τοκετού και την οδύνη της ψυχής. Ένα ψυχοσωματικό πόνο δηλαδή. Ο Γαραντούδης πρώτον μετατρέπει την «ωδίνη» του Σεφέρη σε «ωδήνη», της οποίας το αποκομμένο από την κατάληξή του πρώτο μέρος την μετατρέπει σε «ωδή», καθώς και το μοίρασμα της λέξης «Αναστάσιμη» στα συνθετικά της την μετατρέπει σε «στάσιμη», λέξη που παραπέμπει στο στάσιμο της τραγωδίας αλλά και στα στεκάμενα νερά (του Σεφέρη), τα μη κινούμενα και μη εξελισσόμενα. Έτσι ο τίτλος χωρίς τις παρενθέσεις είναι μια ωδή-στάσιμο τραγωδίας, ή σταματημένο τραγούδι απλώς, πράγμα που το πολυεπίπεδο σημαίνον του ποιήματος και το επίσης πολυσημαινόμενό του έστρωσαν κόκκινο χαλί για την ημέρα που συνέθεσε το ποίημα: «Μεγάλο Σάββατο, 26 Απριλίου 2008». Δεν ξέρω τι μπορεί να έγινε τη μέρα εκείνη του 2008, ξέρω όμως ο Απρίλης είναι σκληρός μήνας, η Μεγάλη Εβδομάδα πικρή αλλά η ελπίδα της Ανάστασης –Μ. Σάββατο– υποφώσκει.
Στη συνέχεια τα «σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα» από τον «Ορέστη» του Βάρναλη μετατίθενται στη θηλυκή φιγούρα του περί ποιητικής ποιήματος. Αυτή όμως η μούσα, σαν κι εκείνη του Σκαρίμπα, φαίνεται πως τον αφήνει πίσω. Παράλληλα με τη στιχουργική πάει και ο έρωτας. Και οι δύο αυτές δυναμικές λειτουργίες συν-πορεύονται χωρίς επιτυχία (σύμφωνα με τον στίχο), αλλά με επιτυχία σύμφωνα με τον αποδέκτη-αναγνώστη. Θα έλεγα μάλιστα πως ο αυτοσαρκασμός του ποιητή κάνει το ποίημα γοητευτικό, όπως εκείνο το αφιερωμένο «Στη Μ», νοσοκόμα ή άγγελο, που τον παραστέκει και προς την οποία η ερωτική πρόσκληση-πρόκληση φαίνεται σαν παράκληση προς τον άγγελο να ενεργήσει τα δέονται όσο ο ποιητής έχει ακόμα «σώμα», αν και δεν αποκλείεται να είναι «πτώμα» ή να βρίσκεται σε «κώμα». Αλλά και οι άγγελοι πρέπει να «αποκτήσουν φύλο» που λέει και ο Ελύτης, αλλιώς ορισμένες ανθρώπινες ιεροπραξίες δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ.
Η παρομοίωση «του ανοιχτού τάφου» με «αχόρταγο αιδοίο» παραπέμπει στον Ανδρέα Κάλβο που έλεγε «και ολόρθος στέκομαι σιμά εις του μνήματός μου τ’ ανοικτόν στόμα», επί της ουσίας είναι το ίδιο, αλλά κάθε εποχή έχει το δικό της λεξιλόγιο για να μεταφέρει το ισχυρό μήνυμα, όσον αφορά τον χώρο της αιώνιας υποδοχής. Ο αυτοσαρκασμός είναι μεγάλος στο ποίημα «Πρότερος έντιμος βίος», όπου βέβαια οι τιμές έρχονται για τον τιμώμενο «στον Κήπο του Μεγάρου», όταν δεν θα απέχει «απ’ την απόχη του Χάρου».
Στην ενότητα «Η Αγία Οικογένεια» (Sant[i] [Son]etti) τα πράγματα φαίνονται πιο σοβαρά• με τα θεία δεν παίζουμε. Και πάλι ο τίτλος, έτσι όπως δίνεται, γίνεται αμφίσημος και πολυσημαντικός. Στην λατινική-ιταλική του εκδοχή η Αγία οικογένεια γίνεται «ο Άγιος ήχος» (αν και ακούγεται και ο αγγλόφερτος «γιος») ή «τα άγια σονέτα». Στην «Αγία Οικογένεια» πρώτη έρχεται η Mater Dolorosa, σε όλες τις εικαστικές της εκδοχές, «σπλαχνική, γλυκιά, μητέρα», ακολουθεί ο «πατέρας» και σε μια «τσάρκα στα στενά του Παραδείσου» αναδύονται τα πικρά ενθυμήματα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, το συγκλονιστικό ποίημα με το τίτλο «Τούτον τον ξένον» από τα δρώμενα της Μεγάλης Εβδομάδας, καθώς και η «Ωραία Ελένη της Μικράς Ασίας», όπως διασώζει τη μνήμη της ο στίχος «Την γνώρισα γιαγιά και πέθανε. Και ζει». Από τα άλλα ποιήματα της ενότητας «Αδελφή μου», «Εις Αρτέμιδα» καθώς και εκείνο «Η πληθύς των κόσμων» με το καταληκτικό παλαμικής επίδρασης τρίστιχο «Αέρας, γη, νερό, φωτιά, όλα κομμάτια./ Τι λεν τα λόγια μου που ο άνεμος σηκώνει;/ Ο θάνατος; Μια βύθιση σ’ έναστρη σκόνη» προσδίδουν έναν ελεγειακό χαρακτήρα στην ατμόσφαιρα.
Η ενότητα «Του Τέλειου Άγρα» (ο νους μας πάει στο κριτικό Τέλλο Άγρα) περιέχει ποιήματα λίγο σκληρά. Το ποίημα που ακυρώνει τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (σαν απομίμηση παρόμοιων εγχειρημάτων του Βαγενά) μάλλον είναι υπερβολικό, ίσως, αν σκεφτούμε ότι μας γοητεύει η τάση να αμφισβητούμε τους παλαιότερους (αμφισβητήθηκαν και ο Κάλβος, ο Καβάφης, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός και τόσοι άλλοι), επειδή, κοιτάζοντας από την εποχή μας και όχι από τη δική τους, βρισκόμαστε έξω από την περίσταση. Ο Ρεμπώ προσπαθούσε με περιφρονητικές απομιμήσεις να αποκηρύξει τον Ουγκώ (Mauriche Nadeau, Ιστορία του σουρρεαλισμού, μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Πλέθρον, 1978, σελ. 54). Και βεβαίως δεν είναι μόνο ο Βαλαωρίτης που τον «διαβάζουν οι ποντικοί κι οι σκώροι», αλλά και πολλοί από την Α΄ και τη Β΄ Αθηναϊκή Σχολή, αλλά αυτό δεν είναι πλέον κριτήριο της ποιότητάς τους. Ωραίο το αφιερωμένο στον «Κ.Γ.Κ.» ποίημα, όπως και τα «Τρομπέτα αποχαιρετιστήριας Μπάντας», «Οι σωστές λέξεις», «Γέροντες» με άρωμα Καρυωτάκη και όλους τους φόβους του αυτόχειρα της Πρέβεζας πραγματοποιημένους.
Στη συλλογή «Εξωπλάνητες» οι διαστημικοί τίτλοι μεταφέρουν τον αναγνώστη αλλά και το θέμα εκεί στο χάος του ουρανού, όταν η γη δεν επαρκεί και θέλει μια ουτοπία για να αναπτυχθεί. Ο Μπερνάντο Μπερτολούτσι στον επίλογο της ταινίας Ταυτότητα μιας γυναίκας μπροστά στο αδιέξοδο, εδώ, αποφάσισε κοιτώντας τον ουρανό να κάνει μια ταινία στα άστρα. Και ο μικρός ανιψιός του τού είπε: e dopo? Ιδού λοιπόν η απορία. Ό,τι δεν έλυσες εδώ δεν λύνεται εκεί. Ωστόσο, σ’ εκείνο το ποιητικό «εκεί», οι ερωτήσεις αν υπάρχει «νερό, συννεφάκια πάρκα και φυτά» έχουν το σπαρακτικό τους ανάλογο στον Απόκοπο, αλλά εκεί είναι ο κάτω κόσμος και όχι το γνωστό «Ερημονήσι» του Ελύτη, που είναι στον αέρα και στο πουθενά. Οι ποιητές από τον Όμηρο μέχρι σήμερα αναζητούν σε άλλους κόσμους τον κόσμο τους και, όταν δεν τον βρίσκουν, τον φτιάχνουν. «This is the place, gentlemen», έλεγε «Ο Στράτης ο θαλασσινός στη νεκρή θάλασσα», δηλαδή ο Σεφέρης. Εκεί, λοιπόν «κοχλάζει η κόλαση των φιλολόγων», εκεί «Φωτεινότατον ήλιο επρομηνούσε/ η ανέφελη νυχτιά» (ή του Σολωμού το «δροσάτο αστέρι»), εκεί «Είναι γλυκιά η ζωή. Και ο θάνατος μαύρη ύλη» (ή του Σολωμού η «μαυρίλα»), εκεί είναι τα «νέφη μελανόπτερα» σαν του Κάλβου, εδώ σωριάστηκε «πρηνής» ο ποιητής και μέχρι εκεί έφτασε η «υστεροφημία» του και ακύρωσε το φριχτό γέλιο των ανθρώπων ή το «ουρλιαχτό». Συνολικά και συνοπτικά «Μια αργή κι ατέλειωτη νηοπομπή ποιημάτων /από τ’ αρχαία ώς τα υπερπόντια πλοία/ δένουν στο πιο ψηλό κατάρτι των θαυμάτων/ το νήμα που μ’ εμάς σ’ ενώνει. Φαντασία». Για είκοσι πέντε αιώνες συνεχούς παραγωγής μιλάει ο Ελύτης. Και ο Γαραντούδης λόγω της παιδείας του και των πολλών ιδιοτήτων του το ξέρει αυτό.
Τελευταία ενότητα «Με τα σο νε τα», οι συλλαβές αραιωμένες έτσι για έμφαση στα κέρματα, υποθέτω, που λαμβάνει από το χρηματοκιβώτιο του ουρανού: «φτωχή συγκομιδή», δίψα για «λίγη δρόσο», «ένα δαφνόφυλλο». Η Λάουρα ακατάδεκτη, άφηνε αδρόσιστο τον Δάντη, «ωχρά ροδίνη χρυσαυγίζουσα» σαν την παπαδιαμαντική Μοσχούλα («όνειρο στο κύμα» μόνο), ή μια γάτα Αγκύρας (σαν την Τούτη του Σεφέρη), ο σαρκασμός του έρωτα, η μεγεθυμένη από τη σκέψη του και μόνο ερωτική στιγμή, οι διακοπές τον απομυθοποιημένο Αύγουστο, η «ιστορία γράφεται με άπειρες λέξεις/ που λήγουν σε νεκρούς».
Κάνοντας μια ταχυδακτυλουργική επέμβαση, μεταφέρω τον Κοέν στον επίλογο και προσθέτω τους στίχους που λείπουν: «Ring the bells that still can ring/ Forget your perfect offering/ There is a crack in everything/ That's how the light gets in» (το τραγούδι είναι διαθέσιμο στο ίντερνετ). Κι έτσι θλιβερά μελωδικά τελειώνουμε αυτή τη σονετική εκδοχή του τίποτα και του μάταιου και όλων εκείνων που ομορφαίνουν τη ζωή και τη στηρίζουν αλλά περνούν. Και παίζοντας χαρτιά, ζάρια, βιβλία, ο ποιητής παίζει στα σονέτα του τους σκοπούς όλης της Ποίησης –μεγάλης ή μικρής δεν έχει σημασία– και φρεσκάρει τη μνήμη συγκινητικά, έστω κι αν φαίνεται πως θέλει να καυτηριάσει, να ψέξει, να γελάσει. Γιατί όλη η Ποίηση είναι το ριζιμιό λιθάρι του και νόμισμα ισχυρό που έχει στο παγκάρι του.
Τα σύνεργα
Ευριπίδης Γαραντούδης
Τυπηθήτω
119 σελ.
ISBN: 978-960-402-450-6
Τιμή € 9,00
Πηγή : diastixo.gr