Ποίηση- Δύο ποιήματα της Ελένης Χωρεάνθη
Κοιμήσου, μικρή Αριάδνη
Της νεογέννητης Αριάδνης
«Βρέχει απόψε.
Ο ουρανός βρέχει αστέρια.
Μη φοβάσαι, μικρή Αριάδνη.
Έρχεσαι από τα βάθη του χρόνου,
βρίσκεσαι στην καρδιά του αινίγματος.
Είναι βαρύ το τίμημα,
μη σε δειλιάζει το δίλημμα,
κρατάς τον μίτο που θα βγάλει τον κόσμο
από τον Λαβύρινθο της γνώσης.
Τώρα κοιμήσου.
Κοιμήσου.
Όλος ο χρόνος είναι εδώ, στην πηγή σου.
Τα νερά θα κυλήσουν,
οι δρυμοί θα πλημμυρίσουν,
ο χώρος θα κατακλυστεί από φωνήεντα ύδατα
και όντα αμφίβια θα βλαστήσουν των αιώνων οι κόρφοι
όταν φτάσεις στα όρια του πεπρωμένου χρόνου.
Όλα είναι γραμμένα στο κρανίο του ήλιου
και δεδομένα.
Βρέχει απόψε αστέρια.
Ο ουρανός βρέχει αστέρια,
χαράζει ραβδώσεις χρυσές στον ορίζοντα χρόνο,
να συλλαβίσεις με νότες τον όρθρο.
Βρέχει αστέρια να μουσκέψει,
να μουλιάσει ο κόσμος,
να βλαστήσουν τα όνειρα.
Κοιμήσου, μικρή μου Αριάδνη,
τώρα κοιμήσου».
Μη υπάρχων παραλήπτης
«…Ήταν παιδί στα δεκαεφτά!»
Ήταν παιδί, δεκαεφτά χρονών
που πήγε στην Αμερική
με έναν έρωτα σφοδρό για τη Φανή.
«Περίμενέ με και θα έρθω να σε βρω
με δακτυλίδι, με παρά
και με ολόχρυσο σταυρό…»,
της έγραφε στο πρώτο γράμμα και στερνό.
Μέρες και μήνες, χρόνια δίσεκτα
κόμπο στο μαντιλάκι της δεμένο
είχε η Φανή τον όρκο φυλαγμένο
προσμένοντας από την ξενιτιά
ένα γράμμα του, μια λέξη, μια γραφή.
Ερχόταν, έφευγε ο ταχυδρόμος,
μοίραζε γράμματα, επιταγές,
εμβάσματα, καλούδια, απαντοχές,
δίχως του αγαπητικού το γράμμα, τη γραφή.
Έμενε η Φανή με την απαντοχή
και την καρδιά σφιχτά
με συρματόσκοινο δεμένη,
να μη φανεί του πόνου της η ανοιχτή πληγή.
Πέρασαν χρόνια εβδομήντα από τότε και οκτώ.
Έφυγε η Φανή στην ξενιτιά με την απαντοχή.
Ο ταχυδρόμος έφερε απ’ την Αμερική το γράμμα.
Όμως δεν βρήκε τη Φανή
να καρτερεί στο κεφαλόσκαλο.
Ο ταχυδρόμος κοίταξε περίλυπος το γράμμα.
«Τι κρίμα» ψέλλισε,
«η άτυχη χρόνια περίμενε ένα γράμμα…»
«Επιστρέφεται ως ανεπίδοτον, μη υπάρχων παραλήπτης»,
έγραψε με κόκκινο του αίματος στο φάκελο.
Και το ‘ριξε στον άδειο ταχυδρομικό του σάκο.
«Μια ολόκληρη ζωή περίμενε
ό, τι κι αν ήταν η γραφή,
ό,τι μαντάτο κι αν της έφερνε», μουρμούρισε.
Κανένας δεν τον άκουσε.
Κανείς δεν ήξερε
πόσο πονούσε η ψυχή του ταχυδρόμου
κάθε φορά που η Φανή δεν είχε γράμμα,
κανένας δεν υποψιάστηκε ποτέ
πόσο λιγόστευε του ταχυδρόμου η αντοχή
κάθε φορά που έγραφε στο φάκελο
εκείνο το επάρατο:
«επιστρέφεται ως ανεπίδοτον»,
και το αναθεματισμένο:
«μη υπάρχων παραλήπτης»,
μια ολόκληρη ζωή σαράντα τόσα χρόνια
κάθε Τετάρτη και Παρασκευή
κι έφευγε με το «ανεπίδοτον»
στον ταχυδρομικό του σάκο.
Ήταν κι ελόγου του «παιδί στα δεκαεφτά»
όταν ξεκίνησε να φέρνει γράμματα, επιταγές,
εμβάσματα, ελπίδες,
να μοιράζει απαντοχές
χρονιάρες μέρες και καθημερινές.
Ήταν παιδί στα δεκαεφτά
που είχε τη Φανή
σφόδρα κρυφά ερωτευτεί
και έχει πια γεράσει
με κείνο το «ανεπίδοτον»,
κι ένα «γιατί»,
φαρμακερό καρφί
μπηγμένο στην αμίλητη καρδιά του.
Πηγή : diastixo.gr