Ποίηση-Δημήτρης Λέντζος «Βάραγκα» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Σε μια εποχή εθνικής μελαγχολίας, ύστερα από διαψεύσεις επί διαψεύσεων, ύστερα από αναδρομές στο παρελθόν για να διαπιστώσουμε άλλη μια φορά ότι είμαστε ο λαός ο πάντοτε ευκολόπιστος και πάντα προδομένος, η συλλογή Βάραγκα του Δημήτρη Λέντζου έρχεται να επανεπιβεβαιώσει και τα δύο εθνικά χαρακτηριστικά μας. Το «ευκολόπιστο» και το «προδομένο». Το πρώτο γιατί επιμένουμε στην Illusion και το δεύτερο γιατί δεν μπορούμε να την αποφύγουμε, και τα δύο καταγραμμένα στο DNA μας. Μετά τα συνθήματα «στους μεγάλους τοίχους» παλαιότερων εθνικών συμφορών, έχουμε τις κραυγές των απονενοημένων από τη μια και των πολύχρωμων διεκδικητών της εξουσίας από την άλλη.
Στους μεγάλους τοίχους εξακολουθούν να γράφουν οι απονενοημένοι, ενώ κάποιοι άλλοι γίνονται το μέσο από το οποίο θα ανέλθουν στην επιφάνεια παλιές, αρχαίες φωνές, μύθοι, θρύλοι, ιστορίες, για να τσαλακώσουν το απέραντο, πολύχρωμο, κραυγαλέο και απομυθοποιημένο ΤΙΠΟΤΑ που κατέλαβε τον χώρο. Μια μπαλάντα, ένας στίχος ακούγεται σαν το ακορντεόν που έστελνε σύνθημα στον φίλο και στον σύντροφο της παράνομης οργάνωσης, κι ας διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο ο τολμών να παίζει ή να γράφει: «Οι λέξεις/ είναι τρομακτικές οργανώσεις/ δεν ξέρεις πού και πότε θα χτυπήσουν… πετυχαίνουν πάντα το στόχο/ – συνήθως με απώλειες./ Πάντοτε».
Συμπληρωματικά: «Το ποίημα/ είναι σαν το φαρμάκι του φιδιού/ χωρίς αντίδοτο πεθαίνεις». Πίνοντας ποιήματα πεθαίνουμε, με άλλα λόγια φιλοσοφώντας μαθαίνουμε να πεθαίνουμε.
Κλιμακωτά, από ποίημα σε ποίημα και από επεισόδιο σε επεισόδιο, η συλλογή διασχίζει τον χρόνο, εμπλουτίζοντας τις απλές καθημερινές στιγμές με τον μύθο που προϋπήρξε και την ιστορία που ακολούθησε, συνυφαίνοντας το παλιό με το νέο.
Ο Δημήτρης Λέντζος γράφει. Δηλαδή θυμάται· πιο συγκεκριμένα, αφηγείται ιστορίες από τη γη του. Ένδοξη από τα αρχαία χρόνια. Γεμάτη μύθους, πάθη και παθήματα. Περπατά στο δάσος της Φολόης, αναρριχάται στα βουνά του Ερύμανθου, οδοιπορεί σε δρόμους δύσκολους και δύσβατους όχι τόσο για το σώμα, όσο για την ψυχή που, αν και άπιστος, εξακολουθεί να πιστεύει, ιδού το DNA, ότι «ευδοκιμεί/ η μικρή αειθαλής/ μαργαρίτα/ με τα πράσινα μάτια/ και τα κίτρινα τσίνορα», εκεί «στους μικρούς κατασχεμένους/ άγονους αγρούς του Κεραμέως/ στο οροπέδιο της Φολόης». Πείστηκε από φήμες και χρησμούς, μάγους και γύφτισσες, αυτός ο άπιστος, και διαψεύστηκε. Όμως, είναι ο μόνος που πίστεψε, ας πούμε, στην «αειθαλή μαργαρίτα»; Δεν ήταν και κάποιος άλλος που κυνήγησε το «γιούσουρι» κι ένας άλλος το «τετράφυλλο τριφύλλι» και κάποιοι άλλοι την ουτοπία; Το βρήκε κανείς αυτό που κυνηγούσε; Όχι βέβαια, γιατί είναι ανύπαρκτο και απαιτούνται τα μεταφυσικά για να διορθωθούν τα φυσικά, δηλαδή τα παράδοξα της πραγματικότητας. Όλα είναι σαν τη Γεωμετρία: έστω σημείο x… Πού; Στον χώρο. Δηλαδή; Στο κενό. Στην ουτοπία. Στα όνειρα, εκεί είναι η επικράτειά του, απαραίτητο συμπλήρωμα μιας πραγματικότητας –και να που είναι απαραίτητη η ουτοπία– γιατί «Αν δεν στηρίξεις το ένα πόδι έξω από τη γη, ποτέ σου δε θα μπορέσεις να σταθείς πάνω της», λέει ο Ελύτης, «με λογισμό και μ’ όνειρο» είπε ο Σολωμός και πιστεύω σε χρησμούς και μάγους λέει, με τον τρόπο του, ο Λέντζος. Οπότε, ο πιο προδομένος είναι αυτός που έχρισε την ουτοπία τόπο του, ερήμην της λογικής, για να μπορεί να ζει μέσα στα όνειρά του. Και, βέβαια, κόντρα στη λογική δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος –ο ποιητής– που έχει ζήσει στην αγκαλιά της Ολυμπίας και πλάι στην Αρκαδία, ανάμεσα σε αληθινά ποτάμια με μυθική συμπεριφορά, σε τόπους με αρχαία ονόματα, πάθη θεών και ανθρώπων, να μην πιστεύει στα θαύματα που είδε ή άκουσε ή ένιωσε. Κλιμακωτά, από ποίημα σε ποίημα και από επεισόδιο σε επεισόδιο, η συλλογή διασχίζει τον χρόνο, εμπλουτίζοντας τις απλές καθημερινές στιγμές με τον μύθο που προϋπήρξε και την ιστορία που ακολούθησε, συνυφαίνοντας το παλιό με το νέο.
Στο ποίημα «Το Τάμα», ο ποιητής μάς «μεταφέρει». Και δεν πρόκειται για την κυριολεκτική μεταφορά που δηλώνει το ρήμα, αλλά για την «άλλη» μεταφορά που υπαινίσσεται η όλη αφήγηση: «Περπατούσαμε ώρα πολλή/ από δύσκολο αρχαίο δρόμο!/ Η γιαγιά μου με κρατούσε σφιχτά/ με τ’ αριστερό της χέρι». Τελικά θα φτάσουν εκεί ψηλά που γίνεται το πανηγύρι και θα δει τους χωριανούς από τα γύρω χωριά, τα πρόσωπα, τους εμπόρους και τους πραματευτάδες του άλλου καιρού, τα εμπορεύματα και τις πραμάτειες. Όμως δεν μπόρεσε η γιαγιά να τον πάει «στην Παναγία στη Νοτενά στον Αστρά», για να σταματήσει να βλέπει όνειρα. Κι έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε πως όλη αυτή η σύναξη είναι ένα όνειρο και μοιάζει μ’ εκείνο που είδε ο Σικελιανός με τους νεκρούς «στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες». Στο ποίημα «Χερώνεια» μεταπλάθει τραγικά ιστορικά γεγονότα σε ποιητικό μύθο, όπως συμβαίνει με τα κεφάλια των ηρώων που εύκολα ο αναγνώστης τα συνδέει με τον Εμφύλιο και, χωρίς να απομακρυνθεί πολύ, ξαναβρίσκεται μπροστά «Στο φορτηγό», που γίνεται φορέας της Ιστορίας και φορείο της. Εκεί οι σκηνές του αγροτικού βίου, εκεί τα «χερόβολα το στάρι» στο παλιό φορτηγό, εκεί και οι «ποταμίσιες γυαλιστερές πέτρες» που έμοιαζαν με «κομμένα κεφάλια εκτελεσμένων». Εκεί και οι εκτελεσμένοι γέροντες που έμοιαζαν με σπασμένα αγάλματα, εκεί και οι νεόνυμφοι που έμοιαζαν σαν μελλοθάνατοι. Ένα φορτηγό μεταφέρει την Ιστορία και τα πάθη του λαού, αναποδογυρίζοντας συνεχώς τις εικόνες. Ο Ερωτευμένος Αλφειός, ο μύθος του, η πορεία, και του έρωτά του η γοητεία, μια αλυσίδα από πάθη και αίμα, σαν μελλούμενης συμφοράς προοικονομία. Στη «θέση Βάραγκα», ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος χορεύει αποκεφαλισμένος στο πανηγύρι του, στις 23 Σεπτεμβρίου. Ο ποιητής αφήνει μουστάκι και βλέπει στον καθρέφτη τον πατέρα του, βλέπει μπροστά του το παρελθόν που τον κρατά και τον καθοδηγεί. Κάθε σκηνή, έστω και απλή, με αρχαίο ή θρησκευτικό δράμα ζυμωμένη.
Εντέλει, ο Λέντζος κάνει ποίηση με ό,τι διαθέτει στη φαρέτρα του ο Απόλλωνας. Αγγίζει τα πράγματα με τα δάχτυλα και παίρνει φωτιά το μυαλό του. Τα βιώνει σαν ήρωας και τα γράφει σαν παρατηρητής, όντας ταυτοχρόνως μέσα και έξω από τον μύθο του.
Αυτά στη Γραφή Α’, γιατί στη Γραφή Β’ τα πράγματα δείχνουν περισσότερο καθημερινά· η δράση μεταφέρεται στους δρόμους, η διαμαρτυρία στο κέντρο, η «Νυχτερινή διαδήλωση» εξελίσσεται σαν σύγχρονο ζεϊμπέκικο, αλέθοντας μύθους αρχαίους και Ιστορία πάλι. Όλα τα ποιήματα αυτής της ενότητας, γραμμένα με μέτρο και ομοιοκαταληξία, δίνουν την εντύπωση μιας χορευτικής προέκτασης του αρχαίου διθυράμβου σ’ ένα τελετουργικό ζεϊμπέκικο. Τα ποιήματα ξεσηκώνουν τον αναγνώστη να στριφογυρίσει τον καημό του στην ορχήστρα. Η ποίηση είναι γλώσσα που χορεύει, είπε ο Σεφέρης, και στην προκειμένη περίπτωση η ρήση βρίσκει την εφαρμογή της.
Εντέλει, ο Λέντζος κάνει ποίηση με ό,τι διαθέτει στη φαρέτρα του ο Απόλλωνας. Αγγίζει τα πράγματα με τα δάχτυλα και παίρνει φωτιά το μυαλό του. Τα βιώνει σαν ήρωας και τα γράφει σαν παρατηρητής, όντας ταυτοχρόνως μέσα και έξω από τον μύθο του. Ορφέας και Διόνυσος λαβωμένος από τις «άγριες λέξεις» που τον «κατέσχισαν» και τον «κατασπάραξαν» συνεχίζει να τραγουδάει το αρχαίο δράμα του σύγχρονου κόσμου.
Βάραγκα
Δημήτρης Λέντζος
Μετρονόμος
128 σελ.
ISBN 978-618-5010-36-2
Τιμή € 9,59
Πηγή : diastixo.gr