Ποίηση-Αγγελική Σιδηρά: «Silver Alert» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής της Αγγελικής Σιδηρά Silver Alert δίνει αμέσως εκείνο το σήμα συναγερμού, της έκτακτης ανάγκης, και υποστηριζόμενος από τους επιμέρους συναφείς τίτλους των ενοτήτων –«Silver Alert», «Omnibus Alert», «Amber Alert» –, το επεκτείνει σε ένα παρατεταμένο SOS, το οποίο επικυρώνεται από το «Επίμετρο» ή αλλιώς την «Εβδομάδα των παθών». Όποιος δεν έχει πάθει, δεν έχει ακούσει το Alert ακόμα, δεν ξέρει, δεν είναι δοκιμασμένος. Ο χρόνος όμως, δυστυχώς, τον περιμένει εκδικητικά στην άκρη, να ωριμάσει για να του τσακίσει την αδιαφορία ή την «άνεση» με την οποία τα ανθρώπινα συμβάντα είναι απλώς ιστορίες άλλων.
Η Αγγελική Σιδηρά με τη συλλογή αυτή φέρνει χοές στους τάφους των αγαπημένων της συγγενών, φίλων, γνωστών και αγνώστων δυστυχισμένων.
Βεβαίως είναι γνωστό ότι η ζωή που αρχίζει τελειώνει κάποτε –λογικά απολύτως αποδεκτό, αλλά συναισθηματικά απαράδεκτο– και μάλιστα με πολύ άδικο τρόπο για τους ίδιους τους πάσχοντες συχνά, αλλά και για τους δικούς τους που στέκονται πλάι τους. Κάποιο από τα παιδιά τους, ένα εξ αυτών, θα γίνει η «Αντιγόνη» που θα παρασταθεί στον τραγικό πατέρα και θα τον συνοδεύσει στον Κολωνό του, όπου θα γραφτεί το οριστικό τέλος μιας κάποτε λαμπρής παρουσίας. Αργότερα θα γίνει Παναγία, όταν ως μητέρα θα θρηνήσει τον γιο. Κι ακόμα, αδελφή και φίλη και άνθρωπος.
Πρώτος στη συλλογή ο πατέρας, στον οποίο η Αγγελική σαν άγγελος θα παρασταθεί, όπως υπαινίσσεται και το όνομά της. Το ποίημα, που φέρει και τον τίτλο της ενότητας και της συλλογής –τριπλό «Silver Alert»–, αρχίζει ως γεγονός, με τόπο και χρόνο, περιγράφει το περιστατικό της εξαφάνισης του πατέρα, τον οποίο τελικά βρήκε στο «παλιό πατρικό σπίτι». Αυτός που ήταν λεβέντης και τώρα «η ζωή του κλούβιες μνήμες». Πιο κάτω η επανάληψη της λέξης «Ξεχνούσες» επιμερίζει το ένα και μείζον στις λεπτομέρειες, σαν να θέλει να φανερώσει το μέγεθος της απώλειας, να το εξετάσει πόντο πόντο, να δείξει πόσες εσοχές αθέατες έχει αυτός ο πόνος και πόσες προεκτάσεις, πόσο το μέγεθος της θλίψης, πόσο κακό η «άνοια». Κι έτσι όπως ο στίχος ταλαντεύεται, άλλοτε απευθυνόμενος στον ίδιο τον ανοϊκό και πάσχοντα που τώρα πια «έχει βρει τελικά το δρόμο του» και άλλοτε στον αναγνώστη-συνομιλητή, μας δείχνει καθαρά τον αποδέκτη όλου αυτού του πόνου. Είναι η κόρη που ζει πλάι του, παρακολουθεί τις χαμένες διαδρομές στου μυαλού τ’ αυλάκια εκείνου που ήταν και πια δεν είναι. Ο «τέως γόης, νυν εξαθλιωμένος», που «Κουμπώνει και ξεκουμπώνει το τελευταίο κουμπί του σακακιού της πυτζάμας», που «κοιτάζει ξανά και ξανά και πάλι το ρολόι του... σταματημένο, χρόνια τώρα, στις 7.05΄, το απόγευμα. Είναι η ώρα που έχασε τον γιο του, παλικάρι στα τριάντα τέσσερα και κάτι χρόνια του». Παρόμοια τραγική σύμπτωση θα βιώσει και η Αγγελική, όταν ο χρόνος θα διαγράψει τον κύκλο του.
Είναι και αυτός ένας ειρμός της σκέψης και η μία ανάμνηση σέρνει την άλλη πίσω της και όλες θα ξεπηδήσουν για να θυμηθεί εκείνη τα έργα και τις ημέρες του πατέρα που εκείνος δεν θυμάται, για κείνην όμως «όποιος και να χάνεται / πατέρα/ πάντοτε πάλι χάνεσαι κι εσύ». Κι έτσι τελειώνει η δόξα σ’ αυτόν τον κόσμο, ενός σώματος και πνεύματος λαμπρού, αστραφτερού ή απλώς ανθρώπου συνηθισμένου. Η μόνη αληθής δημοκρατία επί της γης: τα γεράματα και ο θάνατος.
Έπειτα στον ορίζοντα θα φανούν πρόσωπα, όλα αγαπημένα: το «κοριτσάκι» που διένυσε «τόσα χιλιόμετρα ζωής,/ τόσες μίσους και αγάπης αποστάσεις» για να εδραιωθεί «στον οίκο ευγηρίας». Η μητέρα που την παίρνει στο τηλέφωνο, ενώ «έχει πεθάνει από καιρό» μα η κόρη επιμένει «να ακούσει τη φωνή της» που εκείνη «αρνείται τόσο επίμονα» να της μιλήσει: «Στα όνειρα μπερδεύομαι», λέει. «Εσύ γίνεσαι εγώ/ κι εγώ πάλι εσύ./ Έτσι εξαγνίζομαι,/ η αγάπη σου σαν αύρα με τυλίγει/ και συμφιλιώνομαι με τη ζωή / που μου άφησες απλόχερα/ να συνεχίσω». Ο ποιητής Νίκος Φωκάς που του απευθύνει το παράπονό της: «Τα κατάφερες και πόνεσα ξανά/ όταν μαζί με σένα / χάθηκαν κι οι λέξεις». Κι άλλα πολλά πρόσωπα που έχουν πια περάσει στην επικράτεια του ζόφου και την πληγώνει η ανάμνησή τους και επανέρχονται και, σαν να κάνει «Πρόβα θανάτου», κολυμπάει στη θάλασσα και θυμάται τα λόγια του Καρυωτάκη: «Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν διά θαλάσσης». Φίλοι χαμένοι στην ξενιτιά, πρόσωπα αγαπημένα και περιστατικά παράξενα, απαράδεκτα από τη λογική.
Κοιτάζει στον καθρέφτη για να δει αυτό που ήταν και βλέπει σαν σε πίνακα που «αλλάζει θέμα διαρκώς/ και σ’ επαναλαμβάνει / κάθε λεπτό, προχωρημένη ένα λεπτό», που «δεν έχει μνήμες /... / μόνο μια εξοργιστική, άμεση, ανταπόδοση,/ ούτε ένα είδωλο δεν κράτησε /απ’ όλα εκείνα που άπληστα / τόσα χρόνια του υπαγόρευα». Ο Σεφέρης, στο «Θερινό Ηλιοστάσι», σε ένα άλλο επίπεδο, έχει μια παρόμοια αίσθηση: «Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης / επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν. / Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου, / τη δική σου φωνή / όχι εκείνη που σ' αρέσει». Η Σιδηρά βλέπει την εικόνα της, εκείνη που είναι, αλλά δεν της αρέσει, ο Σεφέρης βλέπει τη δημιουργία του, όχι εκείνη που του αρέσει, αλλά εκείνη που είναι.
Και έπειτα μπαίνει στη σκηνή ένα αστραφτερό μαύρο αυτοκίνητο, μοιραίο. Αλλά «εσύ μέσα στο μαύρο αστραφτερό αυτοκίνητο/ με τα κεριά στο πλάι σου». Και η ακολουθία των απωλειών δεν έχει τέλος. Η Κοιλάδα στη Ρόδο έχασε τις πεταλούδες της –τις «ψυχές» της– μαζί με τα συνδηλούμενα. Ο Παρθενώνας ξεπροβάλλει μέσα από μαύρα σύννεφα «όνειρο ξεκομμένο μέσ’ από πούπουλα λευκά». Οι άνθρωποι κυκλοφορούν με τα όργανα του νεκρού παιδιού της, που, ενώ τώρα σε ξένα σώματα έχουν μια ακόμη ευκαιρία να ζήσουν, εκείνη δεν βλέπει παρά τους πολλαπλούς θανάτους του ενός: «Πόσες φορές ακόμα/ μαζί τους θα πεθαίνεις λίγο λίγο/ και ύστερα/ σε πόσους τάφους θα κοιμάται το κορμί σου;».
Η επικαιρότητα με τα τραγικά της καθημερινά συμβάντα και αυτή παρούσα. Τα είκοσι τέσσερα παιδιά που πνίγηκαν στη θάλασσα «που ’χε εισβάλει ξαφνικά/ μες στο δωμάτιο» και ανάμεσά τους: «Ο Τζεμάλ, θα πρέπει να ’ναι συνομίληκος/ του Θοδωρή μας, απλώνει ικετευτικά / τα μελαμψά χεράκια του σ’ εμένα, / μα πνίγεται κι αυτός μπροστά στα μάτια μου». Κι ακόμα οι περιπέτειες μιας άστεγης «κούκλας» στη Νέα Σμύρνη, στη Συγγρού, στην Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια, που, τέλος, σε μια έκθεση ζωγραφικής «κρεμάστηκε». Μια μικρή Εβραία με το «κίτρινο άστρο στο άσπρο παλτουδάκι της», «αμέριμνη βάδιζε στο κρεματόριο». Η αλυσίδα έχει πολλούς κρίκους. Στο τέλος θα καταλήξει στο μενταγιόν της «Εβδομάδας των Παθών», η οποία αρχίζει με την «Κυριακή των Βαῒων». Όλα φαίνονται εορταστικά, πάνω από τον τάφο του γιου: η μουσική, τα γέλια, το κασκόλ του Ολυμπιακού και ο ιερέας που προσπαθεί «να ωραιοποιήσει / τη φρίκη του συμβάντος». «Μεγάλη Δευτέρα», «ο παράνομος Ιούδας συντόμεψε το δρόμο» ( του παιδιού της) « για να φτάσει μια ώρα αρχύτερα στον προορισμό του». «Μεγάλη Τρίτη», το δυστύχημα στη Βουλιαγμένης, «Μεγάλη Τετάρτη» η «συγκατάβαση σε όλο της το μεγαλείο», «Μεγάλη Πέμπτη»: «Σήμερον κρεμάται... Θυμάσαι που παίζαμε κρεμάλες με τις λέξεις;», «Μεγάλη Παρασκευή»: «Ω γλυκύ μου έαρ», «Μεγάλο Σάββατο»: «Χριστός Ανέστη!... Ο δικός μου ο νεκρός / έτσι κι αλλιώς/ δεν πρόκειται ποτέ/ν’ αναστηθεί».
Κοιτάζει στον καθρέφτη για να δει αυτό που ήταν και βλέπει σαν σε πίνακα που «αλλάζει θέμα διαρκώς/ και σ’ επαναλαμβάνει / κάθε λεπτό, προχωρημένη ένα λεπτό», που «δεν έχει μνήμες /… / μόνο μια εξοργιστική, άμεση, ανταπόδοση, / ούτε ένα είδωλο δεν κράτησε /απ’ όλα εκείνα που άπληστα / τόσα χρόνια του υπαγόρευα».
Έτσι, χωρίς Κυριακή, Λαμπρή και Ανάσταση τελειώνει η Εβδομάδα των Παθών αλλά όχι τα Πάθη. Ένα Ρέκβιεμ είναι η συλλογή, για όλους εκείνους τους ταλαιπωρημένους, τους δυστυχείς, τους κουρασμένους, τους ηλικιωμένους, τους νέους που δεν πρόλαβαν να γεράσουν και τα παιδιά που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν, γιατί άλλοτε τα απρόοπτα της ζωής και άλλοτε της ιστορίας συντόμευσαν το δρόμο τους προς τον άλλο κόσμο.
Η Αγγελική Σιδηρά με τη συλλογή αυτή φέρνει χοές στους τάφους των αγαπημένων της συγγενών, φίλων, γνωστών και αγνώστων δυστυχισμένων. Είπα στην αρχή πως τη βλέπω σαν Αντιγόνη. Τώρα θα πω πως τη βλέπω σαν Ηλέκτρα Χοηφόρο και σαν Παναγία μάνα, που η ρομφαία διάβηκε την καρδιά της, ίνα εκπληρωθεί το ρηθέν.
Silver Alert
Αγγελική Σιδηρά
Κέδρος
96 σελ.
ISBN 978-960-04-4699-9
Τιμή: €9,50
Πηγή : diastixo.gr