Πεζογραφία-Βάσια Τζανακάρη: «Αδελφικό»
Αν οι δύο ήρωες του μυθιστορήματος συναντιόντουσαν ερωτικά από την περίοδο των φοιτητικών τους χρόνων, αν βρίσκονταν μαζί όταν έπρεπε –αν και ποτέ δεν είναι αργά, σύμφωνα με την εξέλιξη του μύθου– και όχι σε μια εποχή τρομακτικών εμπειριών –όπως λέει η συγγραφέας–, δεν θα υπήρχε το παραμικρό υλικό για να γραφτεί, δεν θα υπήρχαν τα εχέγγυα προς την πραγμάτωσή του. Οι δύο ήρωες, λοιπόν, ο Μελισσινός και η Μάρω –που συγκροτούν τον βασικό πυλώνα στον οποίο στηρίζεται ένα αρκετά εκτεταμένο πλάνο δευτερευόντων ηρώων– είναι δύο άνθρωποι οι οποίοι κουβαλούν στους ώμους τους όχι μόνο τις προσωπικές τους τριβές –γιατρός ο ένας, με πατέρα δημοσιογράφο και μητέρα φιλάσθενη, έχοντας μια άσχημη επαγγελματική αστοχία η οποία και τον κυνηγά, γι’ αυτό και καταλήγει στο Αδελφικό, ένα μικρό χωριό στον κάμπο των Σερρών, και διορθώτρια σε εφημερίδα των Αθηνών η άλλη, με ένα παιδί δίχως πατέρα (άραγε είναι ο φίλος της ο Γρηγόρης ή εκείνος ο σκοτεινός τύπος με τον οποίο συνομιλεί για λίγο σε ένα μπαρ χωρίς να μας δίνονται περισσότερες λεπτομέρειες), με πεθαμένο πατέρα και αδελφό, έχοντας μόνο τη μητέρα της, γενικά μια γυναίκα με αφύσικες και παράλογες επιλογές αλλά επιπλέον και ταυτόσημες αγωνίες–, καθώς γνωρίζουν ή έχουν σχέση με ανθρώπους που υπηρέτησαν την ποίηση και τα γράμματα στο σύνολό τους, και οι οποίοι μετοίκησαν πρόωρα αφήνοντας πίσω τους όχι μόνο τη μνήμη και την ανάμνηση, αλλά και το έργο τους. Ο προσωπικός τόνος, το πρώτο ενικό με το οποίο τα δύο αυτά άτομα αποκαλύπτουν στιγμές, στιγμιότυπα, γεγονότα, καταστάσεις της ζωής τους, από την πρώτη ματιά μέχρι την οικογενειακή τους σύσφιξη, η πέρα από κάθε αμφισβήτηση και αμφιβολία εξομολογητικού χαρακτήρα παράθεση –θέτοντας και τους υπόλοιπους στον ιστό της ιστορίας, παίρνοντας μάλιστα πολλά πράγματα από αυτούς, εννοώ μυθιστορηματικά– όχι απλώς ενδιαφέρουσα, όχι μόνο δραματική, όχι μόνο προβληματική, παρά τη γλυκύτητα του τέλους, μας θέτουν ενώπιον ενός μύθου πρωτόγνωρου αν μη τι άλλο, και πρωτοφανούς, τον οποίο και πρέπει να αφομοιώσουμε σε όλη του την τραγικότητα, σε όση αληθοφάνεια εμπεριέχει, σε όλο το πάθος και το εύρος. Γιατί, και πέρα από ρομαντισμούς που μια ιστορία τέτοια μπορεί να κατέχει, πέρα από αλήθειες ή ψέματα που μπορεί να διατρανώνει, πέρα από μελοδραματικά στάτους που μπορεί να υπεισέρχονται στο ψαχνό της, πέρα από δεδομένα αγάπης που αναπνέουν στον χρόνο και που μπορεί να υπαινίσσεται, η ουσία είναι πως αποτελεί ένα εντελώς σύγχρονο (και επίκαιρο) επίτευγμα, ένα συγγραφικό κατόρθωμα, μια εντελώς μοντέρνα εκδοχή για το πώς πρέπει σήμερα να γράφονται τα μυθιστορήματα, που όχι μόνο θέλουν κάτι να πουν αλλά, πολύ περισσότερο, να παίξουν ρόλο και στα δρώμενα αλλά και στη συνέχεια της πεζογραφίας στη χώρα μας, που ξεκίνησε από τον 19ο αιώνα και συνεχώς αναπτύσσεται, εξελίσσεται και παραμένει ισχυρή, μία από τις καλύτερες της Ευρώπης.
Τρεις πόλεις και ένα χωριό αποτελούν τον τοπικό προσδιορισμό όπου γιγαντώνεται η ιστορία και αυτές είναι οι Σέρρες –γενέτειρα της πεζογράφου, εκεί πέρασε τα μαθητικά της χρόνια–, η Θεσσαλονίκη –όπου σπουδάζει και αρχίζει να γνωρίζει τον κόσμο– και η Αθήνα – όπου εργάζεται, παρ’ όλα αυτά κατέχει πολύ μικρή μερίδα των εμπειριών της. Το δε χωριό –το Αδελφικό– είναι η μήτρα και συνάμα η Ιθάκη, εκεί καταφεύγουν και οι δύο όταν οι συνθήκες δυσοίωνες, δύσκολες και χωρίς περιθώρια πάλης τούς ξεβράζουν, για να πραγματοποιηθεί το οριστικό σμίξιμό τους. Η συγγραφέας Βάσια Τζανακάρη τοποθετεί πολλά ατομικά στοιχεία στο βάθος ενός μυθιστορήματος που μπορεί να θεωρηθεί και αυτοβιογραφικό, μπορεί να υπομνήσει προσωπικές συνισταμένες και παράλληλα μπορεί να συνυπάρξει με τον ρεαλισμό, όπως τον αντιλαμβανόμαστε όλοι όσοι αγαπάμε αυτό το είδος του πεζού λόγου. Ενώ, και πάλι επανέρχομαι στους υπόλοιπους ήρωες, είναι τόσο πλατιά η εμμονή σε αυτούς, που κυριολεκτικά πολλές φορές έχω την αίσθηση πως το μυθιστόρημα γράφτηκε για τον Δημήτρη, για παράδειγμα, ή τον αδικοχαμένο ποιητή, ή τη μητέρα του Μελισσινού, η οποία πάσχει από άνοια. Το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη καλύπτει σε μεγάλο βαθμό και την καρδιά, αλλά και την ψυχή και το σώμα της πεζογράφου Τζανακάρη, δεν είναι αφύσικο· όλοι όσοι σπούδασαν εκεί πέρασαν τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους, άσχετα αν στη συνέχεια λησμόνησαν και την επανάσταση αλλά και την αντίδραση, και χωνεύτηκαν ολοκληρωτικά από το σύστημα. Κάτι που ίσως για την Τζανακάρη να μην αποτελεί λεπτομέρεια αλλά προφανές περιστατικό, ολόφωτη προσδοκία και επιτακτική προσαρμογή. Μια προσαρμογή που χρειάζεται –πέρα από την όποια ευχαρίστηση και ικανοποίηση μπορεί να προσφέρει– δύναμη, αγώνα, μάχη με αόρατους εχθρούς και επικίνδυνες σχέσεις, όχι μόνο με φίλους ή συγγενείς αλλά, τουναντίον, με όποιον έρχεται σε επαφή μαζί μας, είτε λέγεται ερωτικός σύντροφος, είτε συνάδελφος στη δουλειά, είτε φίλος από τα φοιτητικά χρόνια.
Η συγγραφέας Βάσια Τζανακάρη γράφει απλά, καθαρά, κατανοητά και εντελώς σύγχρονα, αποτελεί δηλαδή μια δημιουργό της εποχής μας.
Η συγγραφέας Βάσια Τζανακάρη γράφει απλά, καθαρά, κατανοητά και εντελώς σύγχρονα, αποτελεί δηλαδή μια δημιουργό της εποχής μας. Βέβαια, η μικρή σχετικά ηλικία της –παρά τα σαράντα της χρόνια, δεν κατέχει την πείρα ενός εβδομηντάρη– τη σπρώχνει όχι τόσο στα μαθητικά της βιώματα –που απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε υπήρξαν πρωτογενώς αθώα– όσο στη φοιτητική της ζωή, εκεί που ανοίγουν τα μάτια, έρωτες πάνε και έρχονται, ανακαλύπτεις την τέχνη και ουσιαστικά είσαι έτοιμος να κάνεις το οτιδήποτε χωρίς να αισθάνεσαι την παραμικρή ευθύνη ή φόβο. Η γλώσσα και η έκφραση εμφανίζουν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα συγγραφική, ενώ το ύφος και η ατμόσφαιρα, εξόχως συγκλονιστικά, παραπέμπουν σε φτασμένο πεζογράφο, σε άνθρωπο ο οποίος τα έχει βρει πρώτα απ’ όλα με τον εαυτό του και στη συνέχεια με τους αναγνώστες που τον παρακολουθούν. Η όλη κατασκευή, η δομή δηλαδή –αυτή η εναλλαγή των δύο κεντρικών προσώπων– άκρως ενδιαφέρουσα, θα τολμούσα να πω δάνεια παλαιότερων της Τζανακάρη πεζογράφων, όπως η Φακίνου, ο Χαριτόπουλος κ.ά., αποτελεί μια καλή άσκηση με κάτι που η πεζογραφία πάντα κυνηγούσε, τουτέστιν τη θεατρικότητα.
Δεν είναι το πρώτο βιβλίο της Τζανακάρη που διαβάζω, είναι όμως το συγκλονιστικότερο (ιδίως για τους νεότερους αποτελεί ένα εξαίσιο ανάγνωσμα, και όταν το διαβάσουν θα με καταλάβουν). Ένα μυθιστόρημα που χωρίς να διακρίνεται για την εσωστρέφειά του (που πράγματι δεν λείπει) εμφανίζεται εξωστρεφώς, με κινηματογραφικά στοιχεία, με εκείνη (όπως είπαμε) τη θεατρικότητα, έτσι ώστε στο τέλος να μιλάει κατευθείαν μέσα μας. Η ιστορία των δύο αυτών ανθρώπων, όσο και αν δεν «πείθει» ολοκληρωτικά, όσο και αν η αληθοφάνειά της δεν είναι όντως υπαρκτή, αποτελεί μια πρώτης γραμμής έμπνευση, μια εκπληκτική έκφανση πόνου και επαγρύπνησης, μια καταλυτική ματιά πάνω σε συγκυρίες, που μόνο στα παραμύθια μπορούν να συμβούν. Έτσι, μια μείξη λογοτεχνικού ψεύδους και συγγραφικής αυτοεκτίμησης δημιουργούν με το χέρι της πεζογράφου Τζανακάρη μια αφήγηση, που χωρίς υπερβολή γνωρίζει τα μέσα, τους στόχους, τα εφόδια, τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει, και με ρυθμό, παλμό και ένταση, χρωματίζει έναν πίνακα –προπαντός– νεορεαλιστικό.
Αδελφικό
Βάσια Τζανακάρη
Μεταίχμιο
σ. 272
ISBN: 978-618-03-2169-2
Τιμή: 15,50€
πηγή : diastixo.gr