Πεζογραφία-Βαγγέλης Γιαννίσης: «Αμαρόκ»
Μικρές ψηφίδες που, αν δεν βρουν όλες ακριβώς τη θέση τους, δεν μπορούν να δείξουν ολόκληρη την εικόνα, δίνει ο Βαγγέλης Γιαννίσης στον αναγνώστη του τελευταίου βιβλίου του, Αμαρόκ, που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Διόπτρα, έχοντας ήδη κερδίσει εγκωμιαστικά σχόλια από τον γνωστό Σουηδό συγγραφέα και κριτικό Arne Dahl.
Ένα εξιχνιασμένο έγκλημα καλείται να εξιχνιάσει εκ νέου ο γνωστός στους φίλους του συγγραφέα Ελληνοσουηδός επιθεωρητής της αστυνομίας Άντερς Οικονομίδης. Όλα ξεκινούν με την αυτοκτονία της γυναίκας του Σομαλού επιστάτη, ο οποίος καταδικάστηκε πριν από 12 χρόνια, μετά την ομολογία του για τη δολοφονία μιας 15χρονης μαθήτριας. Μόνο που η γυναίκα αφήνει ένα σημείωμα με τη μοναδική λέξη «Αθώος». Ένα σημείωμα που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από κάποιον με λιγότερο έντονη την αίσθηση απονομής δικαιοσύνης, όχι όμως και από τον επιθεωρητή Άντερς.
Ο Βαγγέλης Γιαννίσης κινείται στον ρυθμό της σύγχρονης σουηδικής αστυνομικής λογοτεχνίας, που έχει κερδίσει τα τελευταία χρόνια το αναγνωστικό κοινό, συνθέτοντας ένα κοινωνικό ψυχολογικό θρίλερ. Μόνο που τοποθετεί την ιστορία του όχι σε ένα χειμωνιάτικο σκοτεινό τοπίο, αλλά σε έναν λαμπερό καλοκαιρινό Ιούνιο, με τα κλιματιστικά στα γραφεία να δουλεύουν κατά βούληση και τα πλαστικά κυπελλάκια με αμφίβολης ποιότητας καφέ να προσπαθούν να κρατήσουν σε εγρήγορση τους αστυνομικούς.
Τα περισσότερα από τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα μπλέκουν στον ιστό της ιστορίας, ξεκινώντας από τον ρατσισμό απέναντι στον «μαυροκέφαλο» ξένο και συνεχίζοντας με το μαθητικό μπούλινγκ, την ανωτερότητα λόγω πλούτου, τον φόβο του καρκίνου, την ενδοοικογενειακή βία, τη σωματεμπορία, την εφηβική σεξουαλικότητα και παραβατικότητα, το κάπνισμα, τη χορτοφαγία, την απόφαση να φέρνεις στον κόσμο ένα παιδί με σύνδρομο Down.
Τα στοιχεία για τη διαλεύκανση του εγκλήματος που συνέβη 12 χρόνια πριν δίνονται σιγά σιγά, ενώ ο αναγνώστης έχει πρόσβαση αποσπασματικά και σε σκέψεις και πράξεις των υπόπτων, νομίζοντας ότι προηγείται από τους ντετέκτιβ της αστυνομίας. Κάθε φορά όμως στο πλάνο ως ύποπτος διαγράφεται κάποιος άλλος, καθώς γίνεται φανερό ότι ο επιστάτης πιθανότατα να είναι αθώος. Κι ας ομολόγησε. Κι ας πίστεψε και ο ίδιος την ενοχή του.
Ο συγγραφέας στέκεται στα παιχνίδια της μνήμης, ενώ οι ντετέκτιβ ήρωές του συμβουλεύονται ειδικούς στην εγκληματολογική ψυχολογία. «Η μνήμη, ωστόσο, είναι παράξενο κάρο. Με τα χρόνια αρχίζει να μοιάζει με τζάμι. Κάποτε πεντακάθαρο, αλλά να που τώρα οι λεκέδες του χρόνου το έχουν θαμπώσει και η ορατότητα της άλλης πλευράς είναι σχεδόν στο μηδέν… Οι αναμνήσεις είχαν διαβρωθεί και είχαν την αξιοπιστία προπαγανδιστικού φιλμ». Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές αμφιβάλλουν. «Το μυαλό είναι απρόβλεπτο. Ένα όργανο πολύπλοκο κι ευαίσθητο, το οποίο μπορεί να παραμορφώσει την πραγματικότητα, τόσο την παρελθοντική όσο και την παροντική. Πώς μπορεί να είναι σίγουρη τι είχε δει στην τουαλέτα εκείνη τη μέρα;»
Η 15χρονη Μάλιν βρέθηκε δολοφονημένη σε μια τουαλέτα εκτός λειτουργίας στο σχολείο της, με την κοιλιά ανοιγμένη. Οι συμμαθητές της, παρά το μίσος τους για αυτήν, δεν φαίνεται να ξεπέρασαν ποτέ τη δολοφονία της, καθώς με τα χρόνια ιντερνετικοί αυτόβουλοι ντετέκτιβ προσπαθούν να τους ρίξουν ευθύνες.
Δεξιοτεχνικά αποτυπώνονται τα συναισθήματα των ηρώων, καθώς οι περιγραφές δανείζονται στοιχεία από τη σύγχρονη πραγματικότητα. «Οι τύψεις διάβρωναν την ψυχή αργά, σαν νερό που έχει πιτσιλίσει τα κυκλώματα της μητρικής πλακέτας ενός υπολογιστή, αφήνοντάς τον να λειτουργεί ασυμπτωματικά για καιρό, προτού η βλάβη νεκρώσει το σύστημα μια και καλή».
Ο Βαγγέλης Γιαννίσης κινείται στον ρυθμό της σύγχρονης σουηδικής αστυνομικής λογοτεχνίας, που έχει κερδίσει τα τελευταία χρόνια το αναγνωστικό κοινό, συνθέτοντας ένα κοινωνικό ψυχολογικό θρίλερ.
Ενδιαφέρουσες οι πληροφορίες εγκληματολογίας που δίνονται από τον συγγραφέα. Ως «Ιάπωνες» αστυνομικούς θα χαρακτηρίσει ο καθηγητής ψυχολογίας τους αστυνομικούς που απέσπασαν την ομολογία από τον έγχρωμο επιστάτη, αναφέροντας το γεγονός ότι στον Δυτικό κόσμο καταδικάζεται περίπου το 70-75% όσων παραπέμπονται σε δίκη και οι καταδίκες βασίζονται σε στοιχεία. Αντίθετα, στην Ιαπωνία οι καταδίκες φτάνουν στο 99% και βασίζονται σε ομολογίες. «Είναι στην κουλτούρα των Ιαπώνων να πιστεύουν πως, αν κάποιος έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα και οδηγηθεί ενώπιον των αρχών, θα ομολογήσει. Είναι θέμα τιμής».
Οι αστυνομικοί, καθώς εξετάζουν το υλικό από τις ανακρίσεις, την ομολογία, την αναπαράσταση που οδήγησε κάποιον φαινομενικά αθώο στη φυλακή, θα βρεθούν απέναντι σε αστυνομικούς οι οποίοι θεωρούσαν ότι έκαναν τη δουλειά τους, εκβιάζοντας την ομολογία ενός ενόχου. Και οι ένοχοι φαίνεται να είναι πολλοί στην ιστορία, άσχετα αν δεν είναι ένοχοι για το συγκεκριμένο έγκλημα. «Τα πρόσωπα του δράματος εμφανίζονταν, παράλληλα ωστόσο τα όρια ανάμεσα στην αθωότητα, την ενοχή και τη συνενοχή γίνονταν πιο δυσδιάκριτα. Ένας αστυνομικός ερευνητής κινείται σε γκρίζες ζώνες, μαθαίνοντας από την αρχή της καριέρας του ότι δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες ούτε απόλυτα ψέματα».
Ενώ φυτεύεται ο σπόρος της αμφιβολίας για το πόσο σωστά κάνουν τη δουλειά τους οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης σε ένα από τα πιο προηγμένα κράτη, μια καταγγελία για παρενόχληση συναδέλφου ταράζει τα νερά του αστυνομικού τμήματος, την ίδια στιγμή που το σωματείο εξετάζει την πιθανότητα απεργίας και τίθεται το ερώτημα: «Μπορεί να κάνει ένας αστυνομικός απεργία;»
Το μυθιστόρημα ξεκινάει άχρονα σε μια εμπόλεμη ζώνη της Ευρώπης, ενώ αντάρτες και στρατός απομακρύνονται έχοντας κάψει το χωριό και τους γονείς ενός παιδιού. Ενός παιδιού που θα προσπαθήσει να επιβιώσει ακολουθώντας τις οδηγίες του παππού του, που εστιάζουν στο: «Σκότωσε πριν σε σκοτώσουν». Ενός παιδιού που ξεχνάει το όνομά του, την ταυτότητά του και υιοθετεί την ταυτότητα ενός λύκου με το όνομα «Αμαρόκ». Ο λύκος ως τατουάζ, ως βιβλίο, ως ιδεολογία, ως παρατσούκλι εμφανίζεται και στην κύρια ιστορία στοιχειοθετώντας στοιχεία για έναν ύποπτο, που όμως με κάθε νέο στοιχείο που δίνεται φαίνεται να μην ταιριάζει στο προφίλ του «Αμαρόκ», του οποίου την ιστορία παρακολουθούμε παράλληλα με την κύρια ιστορία.
Κι ενώ όλο και περισσότερα στοιχεία συσσωρεύονται, η αλήθεια είναι δύσκολο να αποκαλυφθεί. «Πολλές φορές, βέβαια, η αλήθεια καμουφλάρεται στο πλήθος των ψεμάτων, λεκιάζεται κι αυτή από τη βρομιά τους και δεν αναγνωρίζεται εύκολα».
Το τέλος θα φέρει δικαίωση και μια παράξενα κερδισμένη αισιοδοξία. Διότι η Σουηδία είναι μια χώρα που «με όλες τις αδυναμίες της, πρόσφερε κάτι που τόσο έλειπε από τον σύγχρονο Δυτικό κόσμο: τη δεύτερη, ακόμα και την τρίτη ευκαιρία… Την ελευθερία να κάνεις λάθος και να το διορθώσεις».
Ο συγγραφέας αφήνει τον αναγνώστη να κλείσει ήρεμος το βιβλίο, σίγουρος ότι οι ήρωες έχουν ακόμα μια ευκαιρία, ότι τα εφηβικά τους λάθη δεν θα τους κυνηγάνε για πάντα. Έστω κι αν υποχρεωθούν να πληρώσουν γι’ αυτά.
Αμαρόκ
Βαγγέλης Γιαννίσης
Διόπτρα
424 σελ.
ISBN 978-960-653-020-3
Τιμή €15,50
πηγή : diastixo.gr