Πεζογραφία-«Το ρολόι» της Λεονόρ Μερίνο Γκαρθία
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Είχε χαράξει. Έκλεισε πίσω της την πόρτα, όχι όπως πρέπει να κλείνεις ένα βιβλίο, αλλά απότομα. Είχε πάρει την απόφαση την προηγούμενη νύχτα, μετά την επιδίωξη της συνάντησης στη θέρμη των σεντονιών. Κατεβαίνοντας τις σκάλες του μετρό, αποφάσισε: «Τέρμα για σήμερα και οι γυάλινοι θάλαμοι των ανελκυστήρων λες και βρίσκεσαι σε περιστερώνα».
Μισή ώρα αργότερα, καθόταν σ’ ένα παγκάκι του ολάνθιστου πάρκου, με την πλάτη γυρισμένη στο τεράστιο οικοδόμημα. Τα βιαστικά βήματα από τα σμήνη υπαλλήλων έσβηναν στις νοτισμένες πλάκες. Στην ησυχία της απομόνωσης, μουρμούρισε μελαγχολική: «Είχε δίκιο η μαμά που έλεγε πως όταν διαφαίνεται στον ορίζοντα ο χρόνος που σου απομένει πρέπει να μοιράζεσαι τη ζωή με εκείνον που σε αγαπά και σου επιτρέπει να εξελίσσεσαι». «Ναι», έλεγε τώρα αποφασιστικά για να πάρει κουράγιο, και σκεφτόταν: «Φτάνει πια με την προσποίηση, την πνιγηρή σιωπή από τους μαιάνδρους της απόκρυψης και τη μακρινή πια ηχώ ενός έρωτα πλέον νεκρού...».
Αναπάντεχα, ένας τρομερός κρότος αντήχησε στο γαλάζιο του φθινοπωριάτικου ουρανού. Μια γιγάντια γλώσσα φωτιάς απλώθηκε στο κορμί της. Ένιωσε ασφυξία, τυλιγμένη σε ένα θολό σύννεφο. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια σήκωσε το βλέμμα της που πάγωσε αντικρίζοντας σώματα να πέφτουν σαν διαμελισμένες κούκλες και να σκάνε στο δρόμο, στην αμετάκλητη πορεία τους προς το θάνατο.
Μες στην καταχνιά του πάρκου, σκόνταφτε σαν ζόμπι πάνω σε λευκούς σάκους που ξάφνου βρίσκονταν στο διάβα της ή σε κομμάτια απροσδιόριστα, εξίσου λευκά. Τα πόδια της έμοιαζαν να κολλούν στο έδαφος, πονεμένα, με βάρος πια ασήκωτο. Το κεφάλι της έκαιγε. Ή μήπως ήταν η πλάτη της; Τα σωθικά της, ένας στρόβιλος. Τα αφτιά της, συνονθύλευμα κραυγών και στριγκών σειρήνων. Λίγο παρακάτω, έπεσε στη θάλασσα της ζεστής στάχτης. Κάποιος σήκωσε το βαρύ σώμα του· της φάνηκε πως έβλεπε ένα άγαλμα να ζωντανεύει.
Πιο πέρα, στην καθαρότητα της μέρας, αναγνώρισε την πολυαγαπημένη σιλουέτα. Την πλησίαζε. Στην αγκαλιά της, σβήνοντας, άκουσε: «Σε ακολούθησα· βρήκα το ρολόι σου πάνω στο τραπεζάκι και μου φάνηκε παράξενο. Πήγε εννιά και μισή».
Η Leonor Merino García γεννήθηκε στο Λεόν της Ισπανίας. Γράφει ποίηση, δοκίμιο, μελέτη, μετάφραση. Είναι διδάκτωρ του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Μαδρίτης. Έχει συμμετάσχει σε ισπανικά και διεθνή φεστιβάλ, συλλόγους και ανθολογίες. Βιβλίο ποίησης: Η πνοή της ζωής, η σκόνη της γης (El soplo de la Vida el Polvo de la Tierra).
Το διήγημα προέρχεται από το αφιέρωμα «Ιστορίες Μπονζάι για το Σημείο Μηδέν» που επιμελήθηκε το ιστολόγιο Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι και πρόκειται να συμπεριληφθεί σε σχετικό τόμο που θα εκδοθεί προσεχώς.
Πηγή : diastixo.gr