Πεζογραφία-«Tελική ανάλυση» της Ηρώς Νικοπούλου
Απόλλων, της είχε απαντήσει χωρίς καν να το σκεφτεί. Από μικρός βαφτιζόταν στα όνειρά του μ’ αυτό το όνομα – ξανθός θεός, το αληθινό του τον στένευε. Τον έκανε να αισθάνεται συνηθισμένος, προβλέψιμος. Τι ενδιαφέρον μπορεί να κρύβει ένας Κώστας, ένας Γιώργος, ένας Γιάννης; Έστω ένας Κωνσταντίνος, ένας Ιωάννης και πάει λέγοντας...
Στη ζωή του δοκίμαζε τα πάντα και πάντα κάτι έλειπε. Επιπλέον βαριόταν αφόρητα. Πολλές φορές είχε την εντύπωση πως γνώριζε ήδη τη συνέχεια, ακόμα και την επόμενη ατάκα του συνομιλητή του, και ενώ στην αρχή αυτό τον διασκέδαζε, πλέον η επανάληψη τον γέμιζε απογοήτευση.
Ζούσε καθημερινά την ίδια πολυπαιγμένη ταινία, μόνο οι ηθοποιοί άλλαζαν. Βούλιαζε αργά σ’ έναν παχύρρευστο χυλό πλήξης. Χρειαζόταν επειγόντως λύση. Στο τέλος αποφάσισε πως ο μόνος τρόπος για να μην πεθάνει από ανία ήταν να δημιουργεί ενδιαφέρουσες καταστάσεις αυτός, από μόνος του· και καθώς ανέκαθεν προτιμούσε τις λέξεις από τις πράξεις ξεκίνησε να παραλλάζει λίγο τα λόγια στην αρχή, έπειτα τα γεγονότα. Στις συζητήσεις άλλαζε απότομα άποψη δημιουργώντας εσωτερικές αντιφάσεις, αιφνιδίαζε συνομιλητές και φίλους· μερικές φορές χόντραινε το παιχνίδι του για να μελετήσει τις εκφράσεις των προσώπων τους, το σπάσιμο της φωνής τους. Του φαινόταν αναζωογονητικό. Ανακτούσε για λίγο το κέφι του. Άλλωστε δεν το ’βρισκε επιλήψιμο· αλλοίωνε απλώς τους χρόνους –προτιμούσε τον ενεστώτα–έβαζε παραπάνω συναίσθημα, λίγο σασπένς. Σιγά-σιγά μέσ’ από τα άλλοτε ξαφνιασμένα άλλοτε παραδομένα τους μάτια διαπίστωνε πως έπαιζε καλά τους ρόλους που επέλεγε. Και αυτό ήταν φυσικό, γιατί ζούσε με τόση ένταση και ειλικρίνεια –σχεδόν με αθωότητα– τα ψέματά του, ταυτιζόταν με τέτοια εσωτερικότητα με κάθε νέο του ρόλο, υπήρχε αυθεντικότητα, αυθορμητισμός και τόσο πάθος στα περιστασιακά αισθήματά του, που άρχισε να γοητεύεται κι ο ίδιος από τον εαυτό του. Κι αυτό δεν ήταν λίγο, καθόλου μάλιστα. Με τον καιρό του έγινε απαραίτητο, δεύτερη φύση. Δεν μπορούσε πλέον να συναναστρέφεται τους άλλους δίχως μάσκες και ψέματα. Πολλά ψέματα, διαρκείας, και όλων των ειδών.
Στην αρχή οι μικροαλλαγές περνούσαν απαρατήρητες. Αργότερα πρόσθεσε περισσότερη πλοκή. Γλιστρούσε διαρκώς από τη μία κατάσταση στην άλλη φυσικά, ανεπαίσθητα. Ώσπου έφτασε η στιγμή που το πάθος του τον τύφλωσε τελείως, συγχέονταν πλέον τα όρια, δεν θυμόταν ούτε τι είχε πει, ούτε ποια ήταν τα πραγματικά γεγονότα.
Οι εικόνες που έπλαθε πλημμύριζαν τα μάτια του άλλοτε φλουταρισμένες σαν αύρα πάνω από καυτή άσφαλτο άλλοτε ξεκάθαρες, κι οι λέξεις στο μικρό τσεπάκι ξέχειλες, εύκολες ανάβλυζαν χωρίς προσπάθεια. Αυτός το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να πιάνει μιαν ακρούλα, ένα ξέφτι και να στήνει το σκηνικό εμπλέκοντας και όσους ήταν κάθε φορά μέσα στο πλάνο του. Τα ψέματά του ήταν ο κόσμος του, ήταν η αλυσίδα που τον ένωνε με τους άλλους, με τη ζωή την ίδια. Δεν ήξερε πώς να ζήσει χωρίς. Δεν υπήρχε τρόπος άλλος για να μιλήσει.
Αρχικά το Απόλλων πρέπει να την εντυπωσίασε. Και το επάγγελμα που διάλεξε επίσης, «αρχιτέκτων» της είχε πει χαμηλώνοντας συνεσταλμένα τα μάτια και το απογευματινό φως του είχε χαρίσει μια χαριτωμένη ανταύγεια στο τσουλούφι· όσο να ’ναι, έστω και νηστικός στις μέρες μας, ένας αρχιτέκτονας μια αίγλη την περισώζει. Είχε περίπου εξαντλήσει όλα τα άλλα περισπούδαστα αστικά επαγγέλματα, γιατρός, δικηγόρος, οικονομολόγος, δικαστικός, μέχρι και καθηγητής δοκίμασε, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία είναι η αλήθεια. Γι’ αυτό αποφάσισε να πειραματιστεί με κάτι πιο καλλιτεχνικό. Η μια συνάντηση διαδέχτηκε την άλλη και το φλερτάκι τους δεν άργησε να εξελιχθεί σε σχέση. Το απρόβλεπτο στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ότι εκείνη την έλεγαν Άρτεμη. Και σε πλήρη αρμονία με το όνομά της η Άρτεμις ήταν δραστήρια, γυρνούσε, κυνηγούσε, έψαχνε, και όποιος ψάχνει βρίσκει· κι όταν μοιραία κάποτε ανακάλυψε τα πραγματικά στοιχεία του Απόλλωνά της μετά από έναν εξευτελιστικό καβγά, απλώς έφυγε.
Αν ο Απόλλωνας πριν την Άρτεμη βούλιαζε σε χυλό πλήξης κι απογοήτευσης, μ.Α. πνιγόταν σε θάλασσα απελπισίας. Ο κόσμος του άλλαξε, φτώχυνε, στέρεψε. Δεν είχε όρεξη για τίποτε, ούτε καν για ένα νέο πλασματικό καταφύγιο που μέσα του θα μπορούσε να κρυφτεί και να γλείψει τις πληγές του. Απόμεινε απροστάτευτος, χωρίς προσωπείο κι αυτό του ήταν ανυπόφορο. Αισθανόταν εκτεθειμένος, γυμνός. Έγινε αδέξιος με τις λέξεις, δεν μπορούσε να εκφράσει ούτε τα στοιχειώδη.
Του το είχε πει και παλιότερα ο μόνος του φίλος που γνώριζε ότι η κατάστασή του έχει ξεφύγει και χρειάζεται βοήθεια από ειδικό, αλλά αυτός πάντα χαμογελούσε υπεροπτικά και προσπερνούσε χωρίς να προβληματίζεται. Όμως μετά από μια γερή κρίση πανικού αναθεώρησε και τελικά το αποφάσισε. Στις δύο πρώτες συνεδρίες κοιταζόντουσαν, πλήρωνε κι έφευγε. Την τρίτη σαν κάτι να μετακινήθηκε για λίγο μέσα του και άρχισε να μουρμουρίζει πάλι λέξεις, δειλά, κομπιαστά, και για πρώτη φορά στη ζωή του περιέγραψε την αλήθεια. Όταν σταμάτησε ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Ο γιατρός τον παρατηρούσε σιωπηλός μασουλώντας ένα ξύλινο μολύβι, πού και πού κρατούσε σημειώσεις. Στο τέλος, είπε πως δεν χρειαζόταν πανικός, με υπομονή θα εντόπιζαν πρώτα τις αιτίες του προβλήματος που τον βασάνιζε και κατόπιν θα τις συζητούσαν. Κατ’ αρχάς του συνέστησε κάθε φορά που θα αισθάνεται αυτήν την ανία και την ανάγκη για ψέματα, να σημειώνει σ’ ένα χαρτάκι τις σκέψεις του· «ό,τι σας έρχεται κάθε φορά, όποιο ρόλο σας κατεβαίνει στο κεφάλι, αφήστε τη φαντασία σας ελεύθερη, μόνο που αντί να εμπλέκεται άλλους, θα τα συζητάμε μαζί στην επόμενη συνεδρία μας. Τι λέτε;»
Ο Απόλλων δεν ξαναπάτησε ποτέ στον αναλυτή. Το δέκατο βιβλίο του βρίσκεται ήδη στην τέταρτη έκδοση και ο εκδότης του έχει ήδη επενδύσει πολλά σ’ αυτόν.
Η Ηρώ Νικοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Έχει κάνει πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει δημοσιεύσει τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα, και τρεις συλλογές διηγημάτων. Τελευταίο βιβλίο της: Ασφαλής πόλη (διηγήματα, Γαβριηλίδης, 2015). Ποιήματα και διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ρωσικά, ισπανικά, τουρκικά και κροατικά.
πηγή : diastixo.gr