Πεζογραφία-Στάμος Τσιτσώνης: «Πετεινός νοτίων προαστίων» κριτική του Σωκράτη Κουγέα

2016-04-28 08:38
Πετεινός νοτίων προαστίων Στάμος Τσιτσώνης Κριτική


Ο Πετεινός πέταξε, δεν ανήκει πλέον στον δημιουργό του. Ανήκει στον αναγνώστη του που έχει κάθε δικαίωμα να τον ερμηνεύσει σύμφωνα με τα δικά του βιώματα και τους δικούς του συνειρμούς. Έτσι κι εγώ θα κάνω τη δική μου προσέγγιση, με την ελπίδα ότι δεν θα προδώσω πολύ τον δημιουργό του, μιας κι είναι πολλά όσα μας ενώνουν.

Πετεινός νοτίων προαστίων, λοιπόν, μια συλλογή 16 διηγημάτων με ώριμη γραφή που προκύπτει τόσο από την πλοκή τους όσο κι από τους διαλόγους. Μια συλλογή από στιγμές της καθημερινότητας με πολλαπλές αναγνώσεις: στην πρώτη ανάγνωση ο αναγνώστης αντλεί την ευχαρίστηση από τη σκαμπρόζικη πλοκή. Στη δεύτερη η σάτιρα, ο σαρκασμός της συμπεριφοράς του σύγχρονου Έλληνα προβληματίζει καθώς στις πτυχές κάθε διηγήματος μπορεί να διακρίνει ο αναγνώστης τον εαυτό του, τον διπλανό του, το παρόν του και το παρελθόν του. Ένα άλλο επίπεδο ξεδιπλώνεται με το προχώρημα της ανάγνωσης, καθώς άλλοτε αδιόρατοι, άλλοτε φανεροί σύνδεσμοι συνέχουν τη συλλογή σε ενιαία αφήγηση της κοινωνίας που ζούμε. Κι ο αναγνώστης συχνά υποχρεώνεται σε παύσεις για να αντιληφθεί τους συμβολισμούς που κρύβονται πίσω από τα ονόματα και τη δράση των προσώπων-ηρώων, πίσω από τις αναφορές και από την ίδια την πλοκή. Τελειώνοντας κάθε διήγημα, μένει ένα μειδίαμα άλλοτε πικρίας κι άλλοτε ανταπόκρισης στη σάτιρα και απόρροιας προβληματισμού.

Οι ήρωες δεν έχουν πρόσημο: κινούνται στα τεταρτημόρια των αξόνων χωρίς να μας αφήνουν περιθώρια να ορίσουμε ποιο το καλό και ποιο το κακό. Κινούνται σε φάσμα πραγματικότητας και άρσης της πραγματικότητας, εισχωρούν, θνητοί με σάρκα και οστά, με λόγο και βούληση, στον μύθο που οι ίδιοι δημιούργησαν, καθιστώντας τον μύθο αντανάκλαση μιας πραγματικότητας.

Η πρώτη αντίδραση μου όταν έπιασα την καλαίσθητη έκδοση, φροντίδι του εκδότη και των ταλαντούχων φίλων Γιώργου Σκαραφίγκα και Γιάννη Τσιτσώνη, ήταν ότι ο Πετεινός νοτίων προαστίων είναι ο ίδιος ο συγγραφέας ως κάτοικος Νοτίων Προαστίων. Ή ακόμα εκείνος που στο οπισθόφυλλο της έκδοσης ο Γιάννης Ξανθούλης ορίζει ως «τον Πετεινό που λαλεί ευρηματικά, καλλίφωνα κι έξυπνα». Για μένα, όμως, ο Πετεινός είναι εκείνος που η Κασσάνδρα κρεμούσε σφαγμένο στο λαιμό της για να μην σημάνει το ξημέρωμα, εντέλει για να σηματοδοτήσει το τέλος ενός κόσμου, μιας κοινωνίας. Εκείνης της κοινωνίας και εκείνων των ανθρώπων που βλέπουμε με λαογραφικό πλέον ενδιαφέρον στις ελληνικές ταινίες, των καλοπροαίρετων ανθρώπων που συγκρούονται με τις σκοτεινές ζώνες της κανονικότητα τους, όπως σημειώνει ο Γιάννης Σκαραγκάς.

Τα 16 διηγήματα της συλλογής δεν θεωρώ πως τυχαία επιγράφηκαν με τον τίτλο του συγκεκριμένου διηγήματος. Το καθένα είναι κάτι σαν γελοιογραφία των τύπων και των ανθρώπων που κινήθηκαν γύρω μας, στην εφηβεία μας, στην ωριμότητά μας. Κι όλα μπλέκονται με αόρατους δεσμούς, «αόρατο νήμα» όπως σημειώνει ο Γιάννης Ξανθούλης, κι εκεί που απομακρύνονται συγκλίνουν, τέμνονται διαγράφοντας πορείες σαν από παράσταση συναρτήσεων κι οι ήρωες ακροβατούν: ακροβατούν μεταξύ του μύθου και της πραγματικότητας, μεταξύ της υπερβολής και του πραγματικού.

Πρόσωπα που τα ξεχνάς μόλις τελειώσεις την ανάγνωση του διηγήματος επανεμφανίζονται, υποχρεώνοντάς σε σε συλλογισμούς και συσχετίσεις, σε ανατροφοδότηση της κρίσης σου και επαναξιολόγηση. Οι ήρωες δεν έχουν πρόσημο: κινούνται στα τεταρτημόρια των αξόνων χωρίς να μας αφήνουν περιθώρια να ορίσουμε ποιο το καλό και ποιο το κακό. Κινούνται σε φάσμα πραγματικότητας και άρσης της πραγματικότητας, εισχωρούν, θνητοί με σάρκα και οστά, με λόγο και βούληση, στον μύθο που οι ίδιοι δημιούργησαν, καθιστώντας τον μύθο αντανάκλαση μιας πραγματικότητας.

Η Γλαύκη, πρόσωπο εγκιβωτισμένου διηγήματος στο ομώνυμο διήγημα του Στάμου, είναι το δημιούργημα του Ευριπίδη, ο οποίος σαν τον ήρωα της Μεγάλης Πομπής του Αλέξη Πανσέληνου, χάνεται στο μύθο του για να ζήσει σ’ αυτόν, καθώς η Γλαύκη είναι το σημείο αναφοράς, είναι η σταθερά του που με τόση βεβαιότητα πιστεύει, όπως η σελίδα 29 ενός βιβλίου. Κι όμως ο μύθος χάνεται στην πραγματικότητα κι ορίζει μόνος του την τύχη του, κι η Γλαύκη χάνεται από τη σελίδα 29 κι η σταθερά, η βεβαιότητα εξαφανίζεται σαν ένα θεώρημα που για αιώνες εθεωρείτο ακλόνητο και καταρρίπτεται διά μιας. Κι ο ίδιος ο δημιουργός φέρεται να εγκληματεί σε βάρος των ηρώων του. Το τελευταίο βαραίνει και τον δημιουργό της συγκεκριμένης συλλογής. Εγκληματεί σε βάρος της ηρωίδας του που πίστεψε πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, που απαρνήθηκε τον έρωτά της για την υπόθεση αυτή και τέλος καταδικάζεται στη διάψευση και στον αναχωρητισμό. Μια παρθένα φύση, πλανάται, βιάζεται κι αποχωρεί.

Πετεινός νοτίων προαστίων Στάμος Τσιτσώνης Κριτική

Κι αποχωρών ο ήρωας σαρκάζει τη δυναμική του κινήματος και τον πολιτικό χώρο, στο οποίο ως νέος μετείχε, με τον Μπόγκα στο ρόλο του αγητάτορα και τον αφηγητή να συναντά σε κάποιο μπαρ τη Γλαύκη, την ηρωίδα του πρώτου διηγήματος, αποκαλύπτοντας τη σχέση της πραγματικότητας και του μύθου, του βιωμένου και του φανταστικού. Κι όταν τακτοποιήσει τη ζωή του, όταν νοικοκυρευτεί και ησυχάσει, όταν συμβιβαστεί, τότε και πάλι αποχωρεί, γίνεται αόρατος, όπως ο ήρωας του τρίτου διηγήματος, και υπάρχει μόνον όταν είναι χρήσιμος στο σύστημα, όταν πρόκειται να τον απομυζήσει το σύστημα.

Το πέμπτο διήγημα, «Περίθαλψη», αλλάζει το κλίμα. Η αντίθεση εμφανής. Απέναντι στον βολεμένο του σήμερα, σ’ εκείνον που η βολή του τον καθιστά αόρατο, στέκει εκείνος που τη ζωή του έπαιξε κορώνα γράμματα, σε εκείνον που κατέδωσε και καταδόθηκε, σε εκείνον που η τύχη το ’φερε να είναι ζωντανός και σε κείνον που η ίδια τύχη θέλησε να είναι εκτελεσμένος. Και το παιχνίδι της τύχης μεταφέρεται στο σήμερα με το τζακ ποτ, βγάζοντας τη γλώσσα στο σήμερα. Μόνον που η αφήγηση ανέδειξε ένα πρόσωπο που μέσα από τα μυστικά μονοπάτια αριθμών βρίσκεται πάντα στα λεφτά του: κι όταν κερδίζει κι όταν χάνει. Είναι σαν την πορεία του ανθρώπου που μέσα από μια αφαίρεση των ταλαντώσεων που υφίσταται στη ζωή του τη γέννα την εξισορροπεί το τέλος, ο θάνατος. Ο απολογισμός είναι το αποτέλεσμα μιας διαφοράς πάντα με μηδενικό υπόλοιπο.

Χαμένη στον κόσμο η κυρία Δογάνη αναζητά τον ίδιο της τον εαυτό στο διήγημα με τον τίτλο «Γκρι», έναν εαυτό ετεροκαθοριζόμενο που αναζητούν οι θεσμοί που όρισαν τα χαρακτηριστικά του και τον κατάντησαν αγνώριστο στην ίδια την ηρωίδα. Στο αμέσως επόμενο διήγημα, στην αμέσως επόμενη ψηφίδα που σκιτσογραφεί τον κόσμο μας, με διάθεση χιούμορ και σαρκασμού ο ήρωας κοροϊδεύει το σύστημα και κερδίζει, βρίσκοντας τον εαυτό του στο ρόλο που το ίδιο το σύστημα του επέβαλε, παίζοντας το παιχνίδι με όρους ασύμβατους προς τα ειωθότα: ο Κλέωνας ως κλόουν –ή διαφορετικά ο Κλαίων, με αι, κλόουν, παρηχήσεις που συνειρμικά συνδέουν τον γελωτοποιό με την τραγικότητα που κρύβεται πίσω από το γραμμένο χαμόγελο– κερδίζει το παιχνίδι των επιχειρηματιών, των τεχνοκρατών αυτών των υποκριτών και απαίδευτων εξουσιαστών της κοινωνίας. Μόνο που ο Κλέωνας κλόουν αφομοιώνεται από το σύστημα και καταλαμβάνει μια θέση ανάμεσα στους κυρίαρχους του συστήματος.

Ο κλόουν του προηγούμενου διηγήματος αντιπαρατίθεται προς τον μικρό υποψήφιο του Αττικού Κολεγίου –ευθεία αναφορά σε βιωμένες καταστάσεις, σε συμπεριφορές γνωστές κι αναγνωρίσιμες– που πετυχαίνει έναν στόχο που άλλοι όρισαν και άλλοι επέβαλαν ως επιτυχία. Ακολουθεί η ιστορία της Αλίκης που πέτυχε αυτό που ποθούσε, την απελευθέρωσή της από τα δεσμά στα οποία την είχαν υποχρεώσει, αφήνοντας στην Κάτια, την Ουκρανέζα που τη φρόντιζε, το χώρο που της ταίριαζε. Κι εδώ ολοκληρώνεται η ενότητα αναζήτησης της χαμένης ταυτότητας του σύγχρονου πολίτη.

Ο χώρος είναι πλέον ελεύθερος για τις διαπροσωπικές σχέσεις: Η Ρόζα, ο Σπύρος, τα πρόσωπα στα διηγήματα «Η αμφιβολία» και «Η κηδεία», σαρκάζουν τις καθημερινές σχέσεις ανθρώπων αντιπαραθέτοντας τον καθωσπρεπισμό με την υποκρισία. Η Ρόζα αντιλαμβάνεται πως η υγεία της και η ζωή της είναι προσωπικό της πρόβλημα, ενώ το ενδιαφέρον του φίλου της είναι εκδήλωση αγωνίας μην τυχόν υποχρεωθεί να εμπλακεί σε περιπέτειες, μην τυχόν και κλονιστεί η κανονικότητά του. Ο Σπύρος από την πλευρά του είναι το πρόσωπο που παρατηρεί και υπογραμμίζει το ψεύδος που περιβάλλει την καθημερινότητά μας.

Η υπαινικτική γραφή του Στάμου μετατρέπεται σχεδόν ρεαλιστική στην «Απόδραση», το διήγημα που θα ’λεγε κανείς πως πρόκειται για μια απολογία προς τον αναγνώστη: το γιατί και το πώς της γραφής του, το γιατί και το πώς των ερωτηματικών και υποσημειώσεων που βάζει στην περιδιάβασή του στην πόλη, στην κοινωνία. Θα μπορούσε να διαβαστεί και ως προσπάθεια να επανακινήσει αισθήματα από το παρελθόν και να επαναφέρει σε τροχιά μια εποχή αθωότητας. Κι αυτό το τελευταίο είναι –κατά τη γνώμη μου– αυτό που συνέχει τα κείμενά του, ή, έστω, αυτό που αποπνέει ο Πετεινός νοτίων προαστίων στο διάβασμά του. Μια κραυγή, αναζήτησης των παιδικών μας ηρώων που ενσαρκώνονται στο πρόσωπο του μικρού ήρωα, που ενδεχομένως να σημαίνει την απουσία σωτήρων, την απουσία προσώπων στα οποία προσβλέπουμε... και τα οποία, όπως ο κύριος Νομάρχης του «Άνω κάτω», δεν είναι τίποτα παραπάνω από πρόσωπα που κινούνται σε έναν κόσμο του φαίνεσθαι, μόνο και μόνο για να εφησυχάσουμε πιστεύοντας ότι επιτελέσαμε το χρέος μας απέναντι στον εαυτό μας, αναθέτοντας την επίλυση των μικρών και μεγάλων προβλημάτων μας σε κάποιον τρίτο, σε κάποιο σωτήρα.

Τέλος, τα 16 διηγήματα γραμμένα με χιούμορ και υπαινικτικότητα συνιστούν αναφορά σε καταστάσεις που αναγνωρίζονται ως βιωμένες, με ονόματα και συμβολισμούς προσεκτικά επιλεγμένα. Η συλλογή Πετεινός νοτίων προαστίων συνιστά ανάγνωσμα που απευθύνεται στο ευρύ αναγνωστικό κοινό και παράλληλα αποκτά ιδιαίτερη σημασία για όσους περπάτησαν στους ίδιους δρόμους με τον Στάμο.

Πετεινός νοτίων προαστίων
Στάμος Τσιτσώνης
Κριτική
256 σελ.
ISBN 978-960-586-092-9
Τιμή € 12,00
001 patakis eshop

Πηγή : diastixo.gr