Πεζογραφία-«Όταν έχασα τις λέξεις» της Ελένης Λιντζαροπούλου

2017-05-17 09:57
«Όταν έχασα τις λέξεις» της Ελένης Λιντζαροπούλου


Στην θεία μου Αλεξάνδρα Μιχαλέα

Α… τι όμορφα;
Άνοιγα τα μάτια μου σιγά σιγά κι ένα γλυκό φως με χάιδευε.
Άνοιγα, μάτια, σιγά, γλυκό, φως, χάιδευε…
Πού τα ήξερα εγώ όλα αυτά;
Πού τις είχα αυτές τις λέξεις;

Μια χρυσοκάστανη άχνη, αρώματα μενεξεδιά, μικρά απαλά γαλάζια καμπανάκια, το χουρχούρισμα μιας γάτας, λίγη θέρμη από αγκαλιά, ένα ψιθυριστό τραγούδι, το σβούρισμα μιας μέλισσας, νερά ταξιδιάρικα, ένας παφλασμός από φτέρες, ο άνεμος…
Τέντωσα χέρια και πόδια και έπαψα να αναρωτιέμαι.
Ένιωθα όμορφα. Αυτό είχε σημασία. Όλα τα άλλα δεν ήταν τίποτα.
Πουφ… αστείες απορίες.
Πάντα έτσι ήμουν…
Πάντα;
Τι ήταν αυτό το: πάντα;

Ξαφνικά ένιωθα τρόμο.
Μια λέξη μόνο στάθηκε αρκετή για να μου χαλάσει τη διάθεση.
Α, όχι! ΔΕΝ-ΘΑ-ΤΗΝ-Α-ΦΗ-ΝΑ… Τέλος!
Ήμουν αποφασισμένη να παραμείνω καλά.
Άνοιξα τελείως τα μάτια μου και ανασηκώθηκα.
Τι όμορφα…

Ένιωθα απαλή κι ανάλαφρη. Ξεκούραστη.
Άγγιξα με το χέρι το δέρμα μου. Μωρουδίστικο.
Πόσο μου άρεσε…

Άρχισα να τεντώνομαι με μικρές κραυγές. Χάιδεψα το πρόσωπό μου, τις ρίζες των μαλλιών μου, το πλάι του κορμιού μου, τα πόδια μου… Υπέροχα. Πιο υπέροχα από ποτέ.
Από ποτέ;
Τι ήταν αυτό το: ποτέ;
Τρόμαξα.
Κάτι μου έλεγαν οι λέξεις, που δεν ήθελα να ακούσω.

Κοίταξα γύρω μου.
Έψαχνα ένα χέρι, ένα βλέμμα, έναν άνθρωπο…
Κανείς.

Κοίταξα ψηλά.
Ένα απαλό φως διαπερνούσε την πυκνή συστάδα των δέντρων και διασπόταν σε μυριάδες ευτυχισμένες λάμψεις.
Αντανακλάσεις γαλήνης περιστρέφονταν γύρω από τον εαυτό τους με αρμονία μυστική. Νερένια κατρακυλίσματα νανούριζαν τη σιωπή. Η ευτυχία είχε σάρκα και οστά εδώ… κι εγώ;

Σηκώθηκα όρθια…

Άνοιξα τα χέρια σε έκταση για να την εισπνεύσω… για να τη νιώσω, να της υποταχτώ… Μάταια.

Έκλεισα τα μάτια.

Κάθισα κάτω, στα πόδια μου αυτή τη φορά.
Αγκάλιασα με τα χέρια το σώμα μου και άρχισα να κουνιέμαι πέρα δώθε. Ένιωθα μετέωρη, αβέβαιη, άγνωστη…
Ήθελα να φωνάξω, αλλά δεν ήξερα τι…
Δεν μπορούσα να βρω μια λέξη… Την λέξη!

Εγώ, που πάντα είχα τις λέξεις, εγώ που αντιμετώπιζα τη ζωή με λέξεις, εγώ που γνώριζα τους ανθρώπους μέσα από λέξεις, εγώ…
Τώρα δεν ήξερα τι να πω.

Ξαφνικά θυμήθηκα τη γιαγιά μου…
Πώς μου ’ρθε;
Θυμήθηκα που περνούσα μπροστά από τη νεκρική φωτογραφία της και της ψιθύριζα:
-Α, ρε γιαγιά… Α!
Κι εκείνη ξαφνικά… χαμογελούσε.

Η σκέψη μου κραύγαζε:
-Πού είσαι, γιαγιά;
Πού;

Πού είσαι τώρα που σε θέλω;
- Εδώ... Πίσω σου… Δεν μπορείς να με δεις ακόμη… Σε λίγο… Μη φοβάσαι...

Αφουγκράστηκα. Ησυχία και σιωπή.
Ξάπλωσα στο αφράτο χαλί από νοτισμένα φύλλα…
Παράξενο, η υγρασία τους δεν μ’ ενοχλούσε.
Συνέχισα να κρατώ μόνη το σώμα μου αγκαλιά και να το νανουρίζω.

Ήθελα να κοιμηθώ. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ήθελα να κοιμηθώ.
Μουρμούρισα μέσα μου:
-Θέλω να κοιμηθώ.

Και η φωνή της γιαγιάς που μου απάντησε:
«Μα τώρα πια μόνο θα κοιμάσαι», με ξύπνησε για πάντα.

 

Από την υπό έκδοση συλλογή Κείμενα μικρά, σχεδόν ανήλικα, η οποία θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Αρμός.

 

 

πηγή : diastixo.gr