ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ «Ο ιππόκαμπος» του Βαγγέλη Μανουβέλου
Την ημέρα που πέθανε ο πατέρας μου, ένας ιππόκαμπος, με το διπλό μου μπόι, με χτύπησε με την ουρά και με έχωσε στην κοιλιά του. Ζορίστηκε μέχρι να τα καταφέρει. Προσπαθούσε με το ρύγχος να με μανουβράρει, ώστε να με χωρέσει στον ασκό της κοιλιάς, που ήταν γεμάτος αυγά έτοιμα να εκκολαφθούν. Εγώ ήμουν αναίσθητος από το χτύπημα και το μόνο που αισθανόμουν ήταν οι μικρές πιέσεις από τα αυγά του ιππόκαμπου. Στο πρόσωπο, στα χέρια, σε όλο μου το σώμα αισθανόμουν τους μικρούς ιππόκαμπους, έτοιμους να εκκολαφθούν, να χτυπούν με μανία τα κελύφη τους.
Με την ίδια μανία ξέσπασε χαλάζι την επόμενη ημέρα στην κηδεία του. Οι λιγοστοί παρευρισκόμενοι έτρεξαν να προστατευθούν. Εγώ έμεινα πάνω από τον τάφο και άκουγα το χαλάζι να σκάει στο ξύλινο φέρετρο. Κάθε χαλαζόκοκκος ήταν ένα μικρό αυγό του ιππόκαμπου, που έκρυβε μέσα του μια καινούργια ζωή. Κοίταξα στον ουρανό και είδα τον ιππόκαμπο να γεννοβολάει εκατομμύρια αυγά. Μόλις με αντιλήφθηκε, ξεδίπλωσε τη μακριά ουρά του και με χτύπησε στο πρόσωπο. Ζαλίστηκα και έπεσα μέσα στον τάφο. Δύο άντρες, που ήταν υπεύθυνοι του νεκροταφείου και μύριζαν μουχλιασμένο τυρί, κατέβηκαν και με έβγαλαν έξω. Ήρθε η αδερφή μου κλαίγοντας, με χάιδεψε στο πρόσωπο, με αγκάλιασε και με οδήγησε σε ένα υπόστεγο. Όλοι με κοίταζαν έντρομοι, σαν να ήμουν εγώ ο νεκρός, που βγήκε ζωντανός από το φέρετρο.
Σταθήκαμε με την αδερφή μου μέσα στο εκκλησάκι του νεκροταφείου, για να μας συλλυπηθούν. Με το ζόρι θα ήταν δέκα άτομα. Ο πατέρας μου ήταν αλκοολικός και είχε απομακρύνει όλους τους συγγενείς από τη ζωή του. Για την ακρίβεια, είχε απομακρύνει όλους τους ανθρώπους από κοντά του. Κοιμόταν αγκαλιά με ένα μπουκάλι ουίσκι και είχε το διαμέρισμά του σε άθλια κατάσταση. Φαγητά πεταμένα στο πάτωμα, κατσαρίδες σε όλα τα δωμάτια, βρόμικα ρούχα και παντού άδεια μπουκάλια. Πριν από χρόνια, είχα πάει, ύστερα από επιμονή της αδερφής μου, να τον δω και να τον βοηθήσω να συνέλθει. Μόλις με είδε, έπιασε ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι και το πέταξε καταπάνω μου. «Φέρε μου, ρε, να πιω!» μου φώναξε σέρνοντας κάθε λέξη, ενώ προσπαθούσε να εστιάσει το βλέμμα του για να καταλάβει ποιος ήμουν. Προσπάθησα να τον συνεφέρω, όμως μου επιτέθηκε και αναγκάστηκα να τον χτυπήσω. Έβαλε τα κλάματα και μου είπε πως ο γιος του δεν θα τον χτυπούσε ποτέ. Τον άφησα ανήμπορο, να ψάχνει τα άδεια μπουκάλια για να βρει μια σταγόνα ποτού. Από τότε δεν τον ξαναείδα, μέχρι την κηδεία του.
Τελευταίος που με συλλυπήθηκε ήταν ο ιππόκαμπος. Χρυσαφί και καμαρωτός στάθηκε μπροστά μου και με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Θυμήθηκα εκείνο το καλοκαίρι, που ήμουν μικρός και τον κυνηγούσαμε στη θάλασσα μαζί με τον πατέρα μου. «Έλα να πιάσουμε το αλογάκι, να μας πάει βόλτα στα βαθιά», μου έλεγε και ενθουσιαζόμουν τόσο, που τον ένιωθα σαν τον θεό μου, σαν να μου έλεγε τη μοναδική αλήθεια που χρειαζόμουν ποτέ να γνωρίσω. Μπορώ ακόμη και σήμερα να αισθανθώ, στην ίδια ένταση, την ευτυχία και την πληρότητα που ένιωθα εκείνο το καλοκαίρι. Την αγάπη που πλημμύριζε τον αέρα που ανασαίναμε. Με την ίδια ένταση, όμως, θυμάμαι και την τραγική του κατάληξη. Σε μια βόλτα που είχαμε βγει με το ταχύπλοο, ο πατέρας μου πείραζε συνέχεια τη μητέρα μου. Εκείνη του ζητούσε να σταματήσει, όμως εκείνος συνέχιζε. Κάποια στιγμή, έχασε την ισορροπία της και έπεσε στη θάλασσα. Μέχρι να γυρίσουμε να τη μαζέψουμε, ο οδηγός ενός άλλου σκάφους αναψυχής δεν την πήρε είδηση και πέρασε από επάνω της, θρυμματίζοντας το κεφάλι και διαμελίζοντάς την. Μετά το δυστύχημα, ο πατέρας μου δεν συνήλθε ποτέ, δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον χαμό της. Η αδερφή μου κι εγώ του θυμίζαμε την απουσία της και βρήκε μοναδικό στήριγμα στο ποτό.
Αγκάλιασα τον ιππόκαμπο· τα διογκωμένα λέπια του ήταν σκληρά σαν τα γένια του πατέρα μου. Ο ασκός της κοιλιάς του είχε αδειάσει από τα αυγά, και στην κατάληξη του σωληνοειδούς ρύγχους διέκρινα ένα αδιόρατο χαμόγελο. Ανέβηκα στη ράχη του και πιάστηκα από τα δύο μικρά πτερύγιά του. Ο ιππόκαμπος έδειχνε στην αρχή να δυσανασχετεί, όμως έπειτα από λίγο τίναξε την ουρά του κι εξαφανιστήκαμε στον ουρανό. Από τότε γυρνάμε μαζί σε θάλασσες και ωκεανούς και δεν μας ενδιαφέρει τίποτα άλλο από το να ανακαλύπτουμε συνεχώς καινούργια πράγματα και να δοκιμάζουμε τον εαυτό μας στο πρωτόγνωρο. Κάποιες φορές όμως, σκέφτομαι τον πατέρα μου και σφίγγεται η καρδιά μου, γιατί τώρα που έπιασα το αλογάκι, δεν μπορούμε να πάμε μαζί εκείνη τη βόλτα στα βαθιά.
Ο Βαγγέλης Μανουβέλος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1979 και τα πρώτα χρόνια της ζωής του έζησε στο Βανκούβερ του Καναδά. Έχει πραγματοποιήσει σπουδές στην Ευρωπαϊκή Διοίκηση και Πολιτική, στην Οικονομική και Επιχειρησιακή Στρατηγική και στην Τραπεζική. Η διδακτορική διατριβή του στις «Νέες Μορφές Διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη. Εργάζεται σε τράπεζα ως regulatory capital analyst. Έχει δημοσιεύσει τα διηγήματά του «Φωτεινή», «Θαλασσιά αρχιτεκτονική» και «Μαχίντ» στα περιοδικά Πανδώρα και Intellectum. Το 2012 βραβεύτηκε για το διήγημά του «Ο Σάνγκο Τινάσε στο Λαβύρινθο» στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς του diavasame.gr. Το 2013 βραβεύτηκε για το διήγημά του «Η Πριγκίπισσα και εγώ στο χορό των τρελών» στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος που διοργάνωσε η εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, με θέμα «Ένα διήγημα για την κρίση».
Πηγή : diastixo.gr