Πεζογραφία-«Η καλύτερη στιγμή» του Χρίστου Κυθρεώτη
Τίποτα δεν μπορεί να χειροτερέψει από δω και πέρα, σκέφτομαι από χθες το βράδυ, από την ώρα που είδα τον Κώστα πάνω στο μεταλλικό κρεβάτι ή στη θυρίδα ή στον πάγκο ή όπως αλλιώς το λένε, τέλος πάντων, αυτό στο οποίο ακουμπάνε τους νεκρούς στο νεκροτομείο – αν έχει σκεφτεί κανείς να του βγάλει κανένα όνομα. Αλλά σίγουρα θα υπάρχει κάποια επίσημη ονομασία, κάτι που θα επιτρέπει στους υπαλλήλους και στις νοσοκόμες να αστειεύονται τις ώρες της εφημερίας, κάτι φριχτό και απαράδεκτο, όπως όλοι οι επιστημονικοί όροι, όπως η «λύση της συνέχειας του δέρματος» ή η «πολυοργανική ανεπάρκεια» ή εκείνο το απερίγραπτο «πτωματικές υποστάσεις» που είχα διαβάσει στην έκθεση νεκροτομής του θείου Νίκου, όταν ήμουν έντεκα χρονών. Θα υπάρξει και για τον Κώστα κάποια έκθεση, είναι βέβαιο, κανείς δεν γλιτώνει, είναι τόσο αναπόφευκτο όσο και ο θάνατος, κάποιος γιατρός θα καθίσει μια μέρα πάνω από μια κόλλα χαρτί και θα συμπληρώσει βαριεστημένα την αιτία του θανάτου μας, την επίσημη εκδοχή της Πολιτείας. Θα γράψει «πολυοργανική ανεπάρκεια» ή «Ca μαστού» ή «πολλαπλές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις», όπως πιθανόν να γραφτεί για τον Κώστα. Ή ίσως για τον Κώστα να ήταν καλύτερο να γραφτεί «επειδή δεν το περίμενε με τίποτα». Επειδή πίστευε ότι ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στον οποίον θα συνέβαινε, επειδή ήξερε πως κάποιοι άλλοι είχαν σειρά, ή πίστευε ότι όλοι οι άλλοι είχαν σειρά. Κι όμως χθες βράδυ, πάνω σ’ αυτό το μεταλλικό κάτι του νεκροτομείου, τα μάτια του έμοιαζαν στ’ αλήθεια έκπληκτα, αν και ο γιατρός με διαβεβαίωσε πως δεν πρόλαβε να τρομάξει (έχουμε όμως έτσι κι αλλιώς όλο τον καιρό για να τρομάξουμε), πως ήταν μόνο η σφοδρότητα της σύγκρουσης, ο νόμος της αντίδρασης, τα μάτια του Κώστα που ήθελαν να συνεχίσουν να κινούνται με ταχύτητα εκατόν ογδόντα χιλιομέτρων την ώρα, όμως δεν μπορούσαν, δεν μπορούσαν να κινηθούν – κι έτσι πετάχτηκαν προς τα έξω και είμαι σίγουρη πως και γι’ αυτό θα υπάρχει κάποια επίσημη ονομασία, παρόλο που δεν θα ’πρεπε να υπάρχει. Κι αυτή πάνω-κάτω ήταν η στιγμή μετά την οποία το χειρότερο είχε ήδη συμβεί.
Κάτι που με τη σειρά του με κάνει να αναρωτηθώ για την καλύτερη στιγμή, ποια ήταν άραγε η καλύτερη στιγμή σε τριάντα χρόνια ζωής, σίγουρα έχει σχέση πάλι με τον Κώστα και σίγουρα χάνεται πολύ μακριά στο παρελθόν. Όταν αναρωτιέσαι ποια ήταν η καλύτερη στιγμή, είναι πάντα χαμένη κάπου μακριά στο παρελθόν, κάπου πίσω, σε κάποιο δευτερόλεπτο κατά το οποίο πίστευες πως τα καλύτερα έρχονται, όμως είχαν ήδη έρθει, κι ίσως η καλύτερη στιγμή να είναι δέκα χρόνια πριν, τη μέρα που γνώρισα τον Κώστα στο αμφιθέατρο Σβώλου, τη μέρα που στάθηκε μπροστά σε ένα κοινό δεκαπέντε φοιτητών και μιμήθηκε εκείνο τον καθηγητή που μας έκανε Συνταγματικό Δίκαιο αλλά έχω ξεχάσει το όνομά του. Πήρε το χειροκρότημα κι ύστερα κάθισε δίπλα μου και πιάσαμε την κουβέντα, δεν θυμάμαι τώρα πια τι λέγαμε, έχουν μεσολαβήσει δέκα χρόνια, δέκα χρόνια που στη διάρκειά τους περάσαμε από τις περισσότερες βαθμίδες της φιλίας, του έρωτα και όλων των συνδυασμών τους, καβγάδες, μακροχρόνιοι χωρισμοί, υπεραστικά τηλεφωνήματα, σιωπές που διαρκούσαν για χρόνια, επανασυνδέσεις, απόπειρες για φιλία χωρίς σεξ και απόπειρες για το αντίστροφο, όλα κυοφορημένα εκείνη την πρώτη μέρα, σε εκείνη την πρώτη μας συζήτηση από την οποία δεν θυμάμαι ούτε λέξη. Θυμάμαι όμως πως όσο μιλούσαμε παρατηρούσα τα δάχτυλά του, που ήταν μακριά και κοκαλιάρικα παρόλο που ο ίδιος ήταν κοντός, με νύχια διάσπαρτα από τις λευκές κηλίδες που υποδεικνύουν έλλειψη ασβεστίου. Εγώ σίγουρα δεν μιλούσα πολύ, αφού εκείνος ήταν ο άνετος πρωτοετής από την Αθήνα, οπότε εγώ έπρεπε να είμαι το ντροπαλό smalltowngirlαπό τη Χαλκίδα, κι έτσι μιλούσε πιο πολύ εκείνος, κι εγώ τον χάζευα, κοιτούσα που έξυνε με τα δάχτυλά του το έδρανο, και κάποια στιγμή μια ακίδα απ’ το φθαρμένο ξύλο χώθηκε στον δείκτη του και μια μικρή πιτσιλιά αίματος εμφανίστηκε κάτω απ’ το νύχι. Κι εγώ τον ρώτησα αν πόνεσε και δέκα χρόνια από την προσωπική μας σαπουνόπερα δεν κατάφεραν να σκεπάσουν αυτή την εικόνα. Κι έχω δεκάδες τέτοιες εικόνες στο μυαλό μου από πρώτες συναντήσεις με άλλους ανθρώπους, με ανθρώπους με τους οποίους δεν υπήρξε τελικά δεύτερη συνάντηση, με ανθρώπους που δεν θυμάμαι πια ούτε τα ονόματά τους και ούτε κι εκείνοι θα θυμούνται το δικό μου, ο Κώστας όμως το θυμόταν, κι ίσως τελικά αυτή να ήταν η καλύτερη στιγμή, τότε που ο Κώστας ήταν μόνο ένας τύπος που μου είχε πιάσει την κουβέντα και φορούσε μπουφάν εκτός μόδας και ίδρωνε διαρκώς, τότε που όλες οι πιθανότητες ήταν ακόμα θεωρητικά ισχυρές και καμία επιλογή μας δεν είχε αποκλείσει ακόμα κανένα ενδεχόμενο.
Η στιγμή που τον ρώτησα αν πόνεσε, γιατί είχα τη δυνατότητα να τον ρωτήσω. Η στιγμή που ζούληξε το δάχτυλό του για να βγει έξω η ακίδα. Η στιγμή που το δάχτυλό του κοκκίνισε και το αίμα συγκεντρώθηκε σε μια μικρή σταγόνα κάτω απ’ το νύχι του. Η στιγμή που η σταγόνα φούσκωνε και φούσκωνε, μέχρι που στο τέλος έσπασε και το αίμα απλώθηκε κάτω απ’ το περίγραμμα του νυχιού του, ένα μικρό χαμόγελο από αίμα, όμως η ακίδα ήταν ακόμα εκεί. Και η στιγμή που πήρα το δάχτυλό του στο χέρι μου και ο Κώστας μού είπε δεν είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό,κι εγώ χαμογέλασα, όντως δεν ήταν ανάγκη, τουλάχιστον δεν ήξερα ότι ήταν. Προσπάθησα να τραβήξω την ακίδα, όμως δεν ήταν εύκολο, και επιπλέον η αίσθηση ήταν πολύ παράξενη, το δέρμα σε εκείνο το σημείο είναι απίστευτα μαλακό, στο σημείο κάτω απ’ το νύχι, εκεί που τελειώνουν τα αυλάκια του δαχτυλικού αποτυπώματος, εκεί είχα στριμώξει το δικό μου νύχι και προσπαθούσα να βγάλω την ακίδα, αλλά μάλλον ευχόμουν να μη βγει. Και μάλλον δεν το ευχόμουν μόνο, δούλευα κιόλας προς αυτή την κατεύθυνση, αφού δεν φαινόταν να τον βοηθάω και πολύ, αφού τελικά η ακίδα χώθηκε κι άλλο μέσα, και λίγο ακόμα αίμα ανέβλυσε, και έβαψε το δικό μου νύχι, και ο Κώστας μού είπε ομολογώ, εγώ τον σκότωσα και γέλασε μόνος του. Εγώ δεν γέλασα, κατάλαβα μόνο πως το παιχνίδι τελείωνε, όμως δεν ήθελα να τελειώσει, οπότε του είπα ας δοκιμάσουμε άλλη μία φορά, εκείνος είπε άλλη μία εξυπνάδακαι γέλασε πάλι, πιο δυνατά αυτή τη φορά, μερικά κεφάλια γύρισαν προς το μέρος μας, δυο-τρεις μας κοιτούσαν απορημένα, και το χαμόγελό μου έγινε αμήχανο, η στιγμή μας έπρεπε τώρα να τελειώσει και η πραγματικότητα να κερδίσει και πάλι το χαμένο της έδαφος. Και εδώ που τα λέμε, τι γύρευε το νύχι μου κάτω απ’ το νύχι ενός αγνώστου;
Ο Χρίστος Κυθρεώτης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1979 και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά, ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, συλλογικούς τόμους και εφημερίδες, ενώ από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Μια χαρά.
Πηγή : diastixo.gr