Πεζογραφία-Γιώργος Σκαμπαρδώνης: «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου»
Η φράση του τίτλου, «πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου», επαναλαμβάνεται σαν επωδός από διαφορετικούς ήρωες του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, στο βιβλίο του που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πατάκη (πρώτη έκδοση το 2006 από τις Εκδόσεις Κέδρος). Και μπορεί να έχει χαρακτηριστεί ως ένα πολιτικό μυθιστόρημα, αλλά πάνω από όλα είναι ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων. Οι ήρωες μπορεί να είναι αριστεροί ή δεξιοί και να υπακούν σε διαφορετικούς αρχηγούς, αλλά πάνω από όλα είναι φτωχαδάκια. Κι ο αναγνώστης δεν ξέρει αν του επιτρέπεται να τους συμπαθήσει ή είναι υποχρεωμένος να αηδιάσει με τη συμπεριφορά τους.
Το θέμα είναι πολιτικό. Αυτό όμως που τελικά κερδίζει τον αναγνώστη δεν είναι το πώς χρησιμοποιούνται οι παρακρατικές οργανώσεις, πώς και κάτω από ποιες συνθήκες οργανώνονται προβοκάτσιες, σε τι κελιά βασανισμού έχουν βρεθεί οι αριστεροί ή πώς έχουν σκοτωθεί δεξιοί. Εκεί που στέκεται ο αναγνώστης είναι στην ποικιλία των χαρακτήρων, στο ξεδίπλωμα ενός κόσμου, όπου οι περισσότεροι από όσους διαβάζουν, δύσκολα θα έχουν έρθει σε επαφή. Σε έναν κόσμο όπου το να κάνεις μπανιστήρι και να βάζεις χέρι σε κοπέλες σε λεωφορεία είναι κάτι για το οποίο μπορείς να καυχιέσαι.
Το χρονικό πλαίσιο όπου εκτυλίσσεται η ιστορία είναι το ’63 που ο Ντε Γκολ –ο μυταράς, όπως αποκαλείται από όσους έχουν επιφορτιστεί να τον φρουρούνε– επισκέπτεται τη Θεσσαλονίκη. Υπεύθυνος για την ασφάλειά του ο στρατηγός Κωνσταντίνος Δοβρόμηρος, ο οποίος με τη βοήθεια του υπαρχηγού του, του Θανασέκου, θα επιστρατεύσουν μερικές χιλιάδες παρακρατικούς, την ίδια στιγμή που υπάρχει φόβος ότι πολλοί θα ήθελαν να τον δολοφονήσουν. Παράλληλα είναι σε επιφυλακή και με τις προετοιμασίες για την επίσκεψη του Γρηγόρη Λαμπράκη, του οποίου το ταξίδι έχει αναβληθεί λόγω της άφιξης του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας. Αμερικάνοι που δεν τους αρέσει η πολιτική της Γαλλίας, αριστεροί και δεξιοί Έλληνες, μυστικές υπηρεσίες της Ευρώπης μπλέκονται με τα φτωχαδάκια που υπακούν τον Θανασέκο, περιμένοντας κι ελπίζοντας και σε κάποια χρηματική αμοιβή για τα ξενύχτια που έχουν περάσει σε επιφυλακή.
Ο συγγραφέας παρουσιάζει σπαρακτικά και συγχρόνως ανάλαφρα τις ιστορίες των ηρώων του, με όλους να διαθέτουν παρατσούκλια, κάποια που τα χρησιμοποιούν και οι ίδιοι, ενώ κάποια άλλα που δεν λέγονται ποτέ μπροστά τους. Ο Σιδηροφάγος καταπίνει νομίσματα που του πετάνε για να σπάσουν πλάκα και κάθε βράδυ, στο σπίτι του, κάνει την ανάγκη του σε μια εφημερίδα και μετράει το μεροκάματο της ημέρας.
Οι διηγήσεις από τα παιδικά τους χρόνια είναι και αυτές γεμάτες πείνα. Στέκονταν κοντά στον γυρά, που έψηνε γύρο και όταν έπεφτε κανένα κομματάκι ορμούσαν να το αρπάξουν. «Μια μέρα που παραμονεύαμε, είχα αφαιρεθεί εγώ και πέφτει ένα κομμάτι γύρος κι ορμάει με βουτιά ο Κουκουλομάτης. Και για να μην προλάβω να του τον αρπάξω, τον βάζει στο στόμα του κι αρχίζει να τον μασάει. Σε δευτερόλεπτα τον βλέπω να ουρλιάζει σαν τρελός... ένα κομμάτι κάρβουνο ήταν αυτό που ’χε πέσει και πριν δει τι είναι, το ’βαλε στο στόμα του».
Οι ήρωες μπορεί να είναι αριστεροί ή δεξιοί και να υπακούν σε διαφορετικούς αρχηγούς, αλλά πάνω από όλα είναι φτωχαδάκια. Κι ο αναγνώστης δεν ξέρει αν του επιτρέπεται να τους συμπαθήσει ή είναι υποχρεωμένος να αηδιάσει με τη συμπεριφορά τους.
Ο Καζαντζίδης μεσουρανεί την εποχή εκείνη, μόνο που δεν έχουν λεφτά να τον ακούσουν. Με κλεμμένη βάρκα πλησιάζουν από τη θάλασσα το κέντρο όπου τραγουδάει. «Μια λιτανεία από μικρά σκάφη, γεμάτα φτωχαδάκια που δεν έχουν να πληρώσουνε την ταβέρνα και ήρθαν κι ακούνε λαθραία τον Στέλιο μέσα απ’ τη θάλασσα... Σηκώνεται όρθιος μέσα στη βάρκα. Κοιτάει κι ακούει με δέος και, μην ξέροντας τι να κάνει, αντί να χειροκροτήσει αρχίζει και σταυροκοπιέται...»
Βασικός χαρακτήρας ο Εικοσιδυός ή «Κινητό Κρεοπωλείο», μια και όλο σουφρώνει κάτι από το κρεοπωλείο όπου δουλεύει. Δεξιός που μισεί τους αριστερούς, επειδή μισούσε τον αριστερό πατέρα του, που πίστευε ότι τα αγοράκια κινδύνευαν από τους προσκόπους και τους παπάδες. «Οπότε ούτε κατασκήνωση πήγαινα – μόνο μερικές φορές στο Κατηχητικό, κρυφά, ζούλα, όταν τον είχανε τραβηγμένο στην Ασφάλεια και τον δέρνανε». Και όταν γύρναγε στο σπίτι του με τη σειρά του έδερνε τη γυναίκα, την πεθερά, τον γιο του.
Ο Θανασέκος, ο οποίος γυαλίζει με οδοντόκρεμα τα νύχια του και παρατηρεί διαρκώς αν είναι καλά λιμαρισμένα, δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω του. «Ο Εικοσιδυός είναι ο αρρενωπότερος, ο πιο επιβλητικός και γεροδεμένος εκεί μέσα. Ζώο φορτιάρικο, που το λέει η πλάτη του. Από καιρό τον έχει εντοπίσει και κάθε που τον βλέπει καρφώνεται πάνω του – με δυσκολία τραβάει τη ματιά του δίπλα, αλλά πρέπει... Ξανακοιτάει λίγο επίμονα τον Εικοσιδυό: ντουλαπίσιες πλάτες, σκαστά μπράτσα, θηριώδες στέρνο, ποδάρες χοντρές, λαϊκές. Πιο πολύ του αρέσουνε τα χέρια του, οι χοντροκόκαλοι καρποί – κι αυτά τα ανελέητα δάχτυλα του σφάχτη. Και που είναι κοντομέτωπος, με κατσαρά τσουλούφια μαλλιών και δύσπιστο βλέμμα-σκοτώστρα».
Τραγικός ήρωας και ο στρατηγός, ο οποίος διακρίνεται από την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και καλείται να φροντίσει την ασφάλεια του Γάλλου Προέδρου, με βοηθούς διάφορα κατακάθια. Συγχρόνως έχει να αντιμετωπίσει το δικό του οικογενειακό δράμα, με μια άπιστη πολύ μικρότερή του γυναίκα, την οποία αγαπάει, και έναν γιο που μόνο περήφανο δεν τον κάνει. Η επαφή του με τις μυστικές υπηρεσίες τον ωθεί να βάλει να την παρακολουθήσουν. Θέλει όμως άραγε να μάθει τι ακριβώς συμβαίνει;
Τις σελίδες του βιβλίου διατρέχουν διάφορα παιχνίδια με χαρτιά ή ζάρια. Και εκεί ο συγγραφέας βρίσκει ακόμα μια ευκαιρία να παρουσιάσει τους ήρωές του. Γιατί «Ο χαρακτήρας του άντρα φαίνεται πάνω στα χαρτιά... Κι από τότε, το παρατήρησε – όντως: η μιζέρια, η ατολμία, η απληστία, η μεγαλοπρέπεια, η τόλμη, η συντηρητική δειλία, η ψυχρότητα, η ευφυΐα που είναι μάταιη αν δεν συνδυάζεται με το ρίσκο, η μοχθηρία, η αναίδεια, ο συντηρητισμός, η επιπολαιότητα, το μεγαλείο, ακόμα κι ο φόνος, ως δυνατότητα, φαίνονται πάνω στα χαρτιά».
Παραμένουν όμως μικρά αγόρια, έτοιμα να κάνουν χοντρές πλάκες στους φίλους τους, να πάρουν εκδίκηση με μια πλαστική σακούλα σαπισμένα σαφρίδια δεμένα στην εξάτμιση του αυτοκινήτου, να παριστάνουν το ζευγάρι για να την πέσουν δίπλα σε άλλα ζευγάρια, προσπαθώντας και αυτοί να χαϊδέψουν. Και από την άλλη έτοιμοι να δείρουν σχεδόν μέχρι θανάτου τον αράπη που τόλμησε να το παίξει έξυπνος στο μπαρ όπου συχνάζουν, να διαλύσουν με σιδερολοστό τα γραφεία αριστερών, να κλάψουν με ένα τραγούδι του Καζαντζίδη και να ξενυχτήσουν μέχρι να ξυπνήσει το παγόνι για να θαυμάσουν τα φτερά του.
Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Εκδόσεις Πατάκη
412 σελ.
ISBN 978-960-16-8335-5
Τιμή €18,80
πηγή : diastixo.gr