Πεζογραφία-Γιώργος Περαντωνάκης: «Πυθαγόρας»
Ως βιβλίο των ανατροπών μπορεί να χαρακτηριστεί το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου στην πεζογραφία κριτικού και μελετητή Γιώργου Περαντωνάκη, καθώς το ένα κεφάλαιο αναιρείται από το επόμενο, καθώς (όχι μόνο στην πραγματικότητα, αλλά και στη λογοτεχνική αλήθεια) δεν υπάρχει κάτι το ρεαλιστικό, θέτοντας την ανάγνωση και τον αναγνώστη σε διαρκή επιφυλακή. Έτσι, για να πούμε λίγα ζητήματα που αφορούν τον μύθο, ο αφηγητής, ο οποίος έχει έναν αδερφό παράξενο και μονήρη (και αυτό αν θέλουμε το πιστεύουμε, αν δηλαδή υπάρχει το συγκεκριμένο άτομο, το οποίο μένει άφωνο καθ’ όλη τη διάρκεια του κειμένου), προσπαθεί απεγνωσμένα να επανασυνδέσει τη σχέση του μαζί του, χωρίς να τα καταφέρνει, και καταφεύγει σε διάφορες συναντήσεις τόσο του ίδιου (είναι γιατρός) όσο και της συζύγου του και των παιδιών του, του δικηγόρου του, του εξομολογητή του, των θεραπόντων ιατρών (όταν τον σκέφτεται ένα βήμα πριν από τον θάνατο), γενικώς φτιάχνει συναντήσεις οι οποίες είναι επινοημένες και κατασκευασμένες και ουδεμία σχέση έχουν με τη ζωή όπως εξελίσσεται. Ούτως ώστε σε εμάς να φτάνει μια ανθρώπινη απόγνωση, καθώς ένα πρόσωπο νοιάζεται για μια αδελφική επαφή, ενώ το άλλο χωρίς να δίνει τη μηδενική ανταπόκριση στέκεται σταθερά απέναντι. Ενδιαφέρον επίσης έχει και το γεγονός ότι ο αδελφός για τον οποίο γίνεται λόγος είναι έξω φρενών με τον γιατρό, γιατί οι νοικάρισσες του πρώτου ορόφου (υπάρχει ένα ιδιόκτητο τριώροφο, όπου ο ίδιος μένει στο δεύτερο πάτωμα) κάνουν αφόρητο θόρυβο, μην αφήνοντάς τον να ησυχάσει, έτσι παράλληλα αισθάνεται τεράστιο θυμό για τον μεγαλύτερο σε ηλικία και ιδιοκτήτη του κτιρίου (και αυτή την εκδοχή ο αναγνώστης μπορεί να μην την πάρει στα σοβαρά, μπορεί να είναι ένα ακόμη παιχνίδι του αφηγητή, ο οποίος και θα ήθελε να είναι συγγραφέας, ώστε να αποδίδει καλύτερα ό,τι συμβαίνει με τον ίδιο και τον Πυθαγόρα, τον ελεεινό αδελφό του). Όπως και να έχει, όποια και να είναι η αλήθεια (όχι μόνο η βιωματική, αλλά και η μυθιστορηματική), όποιο γεγονός ανακύπτει (όπως η εμφάνιση της χρυσαυγίτικης τρομοκρατίας αλλά και οι αντιλήψεις του Πυθαγόρα περί ομοφυλοφιλίας – άλλο ένα τέχνασμα το οποίο ο συγγραφέας επινοεί βάζοντας στο στόμα του αφηγητή απόψεις ομοφοβικές, ρατσιστικές, αμόρφωτες, ακαλλιέργητες, συντηρητικές, πέμπτης δημοτικού απόφοιτες προσωπικότητες, οι οποίες φυσικά και δεν υποστηρίζονται όταν στο τέλος καταγγέλλεται η ένταξη του Πυθαγόρα στην οργάνωση) βυθίζεται σε μια λίμνη λήθης, σε ένα ποτάμι που παρασέρνει τη μνήμη και τελικά σε ένα άνευ προηγουμένου σκοτσέζικο ντους, το οποίο υφιστάμεθα χωρίς καμιά αντίδραση και αντίσταση.
Αυτά εν συντομία για τον μύθο του βιβλίου, ο οποίος είναι κυριολεκτικώς πρωτόγνωρος και πρωτότυπος, καθώς συνεπικουρείται από μια γλώσσα άκρως ελκυστική. Πράγματι, ο Περαντωνάκης χρησιμοποιεί ένα γλωσσικό ιδίωμα εκλεπτυσμένο, ελιτιστικό, ιδίωμα που αφορά μελετητή και όχι κατ’ ανάγκη πεζογράφο, ιδίωμα που έχει να πει πολλά κυρίως μέσα απ’ το απίστευτα μεγάλο βάθος κουλτούρας και μελέτης της ίδιας μορφής της τέχνης, που τώρα ο ίδιος διαχειρίζεται. Βάζοντας λοιπόν ο συγγραφέας δύο αναγνώσεις σε κάθε κεφάλαιο (και είναι πολλαπλά), ένα το οποίο περιγράφει το επεισόδιο και ένα το οποίο το αναιρεί, πετυχαίνει να κερδίσει την έκπληξη του δέκτη αλλά και της λογοτεχνίας στο σύνολό της, δεδομένου ότι δεν διαβάζουμε καθημερινά τέτοια πονήματα (στην ουσία θα μπορούσα να πω πως διαβάζουμε λογοτεχνικά έργα τα οποία δεν έχουν ούτε μια ανατροπή – πόσο βαρετά μπορεί να είναι κάποια από αυτά; Τι θα είχε να μας πει ένας δημιουργός σαν τον Γιάννη Μακριδάκη;). Έτσι δημιουργείται ένα ύφος μάλλον ενιαίο –ακόμη και όταν μπαίνουμε στο δεύτερο μέρος, το ύφος και η ατμόσφαιρα παραμένουν τα ίδια–, ελαφρά δραματικό, ελαφρά διαχυτικό (τουλάχιστον η μία πλευρά), ελαφρά συγκινησιακό, με πολύ θυμό όταν ταυτίζεται με τον λήπτη. Η ατμόσφαιρα είναι μάλλον χωρίς τεράστιο ψυχικό απόθεμα, είναι μάλλον ψύχραιμη, είναι μάλλον αισθαντική –παρότι ο γιατρός βγαίνει έξω από τα ρούχα του, κυριολεκτικά στοιχειωμένος για την απόφαση του αδερφού του–, είναι κατ’ ουσίαν έτοιμη να αποδώσει μια κατάσταση, η οποία όλο και χειροτερεύει παρά καλυτερεύει, όλο και ανθίσταται παρά υποχωρεί. Τέλος, η δομή, όπως είπαμε, χωρίζεται σε κεφάλαια, δίνει ανάσες, δεν ματώνει, είναι έτοιμη να βοηθήσει σε μια ανάγνωση ψυχολογική, να διευρύνει το έργο της, το οποίο και θα αφομοιωθεί σωστά, και εκκινεί τον πρωτοποριακό μύθο που επεξεργάζεται όχι μόνον ως τέτοιο αλλά επιπλέον και ως αντικατοπτρισμό, να δει δηλαδή ο καθένας μέσα του τον ίδιο του τον εαυτό.
Κάτι που όχι μόνο καταφέρνει επιμελώς αλλά πολύ περισσότερο, δρώντας διπολικά, βαδίζει προς νέες εξάρσεις και νέες τέτοιου ύψους εξιστορήσεις.
Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι που ασκούν την κριτική της λογοτεχνίας στρέφονται, ως πρώτη ή δεύτερη ενασχόλησή τους, προς την ποίηση παρά προς την πεζογραφία (ο Δημοσθένης Κούρτοβικ είναι μια τέτοια περίπτωση πεζογράφου και κριτικού). Αποδεικνύεται λοιπόν ότι ο Περαντωνάκης μπαίνει στον χορό, αλλά και στον χώρο, χωρίς ίσως πεπατημένες δημιουργίες, χωρίς πολύτιμες παρακαταθήκες. Άρα και παρότι η γραφή ακόμη και της κριτικής, όπως οι Γάλλοι σημειολόγοι σχολιάζουν, αποτελεί λογοτεχνικό είδος, ο πεζογράφος πλέον Γιώργος Περαντωνάκης είναι έτοιμος να προσελκύσει το ενδιαφέρον για τις απόψεις του, για τα ερεθίσματά του, για τα μηνύματα που στέλνει. Δουλεύοντας δε το παρόν βιβλίο για περισσότερο από εφτά χρόνια (προκειμένου να αποσπάσει το τέλειο, προκειμένου να βγει από αυτή τη δοκιμασία αρτιμελής), το σίγουρο είναι πως δεν βιάζεται να κάνει κάτι για το οποίο στα επόμενα έτη θα κοκκίνιζε από ντροπή, δεν θέλει να παραστήσει με το πρώτο βιβλίο ότι έχει κερδίσει τα πάντα, δεν είναι υπερφίαλος παρότι ξέρει πως ξεπέρασε ένα απροσπέλαστο εμπόδιο (που είναι η πρώτη εμφάνιση), εν κατακλείδι γνωρίζει πολύ καλά πως με ένα βιβλίο και μάλιστα το πρώτο δεν συγκρίνεται δα και με τον Ντοστογιέφσκι. Το αντίθετο, και με την ηθική αξία του κειμένου, την έξοχη κατάθεση και τη μέσα σε πλαίσιο μετριοφροσύνης εμμονή του, προσβλέπει σε μια πορεία και αναγνωστική αλλά και εμπορική, η οποία θα καθιερώνει την ιδιαίτερη προσπάθειά του και την εν γένει πολλαπλή του ανατροπή των όγκων που πρέπει να προσπεράσει, προκειμένου να θεωρηθεί δόκιμος συγγραφέας. Κάτι που όχι μόνο καταφέρνει επιμελώς αλλά πολύ περισσότερο, δρώντας διπολικά, βαδίζει προς νέες εξάρσεις και νέες τέτοιου ύψους εξιστορήσεις.
Πυθαγόρας
Γιώργος Περαντωνάκης
Εκδόσεις Καστανιώτη
216 σελ.
ISBN 978-960-03-6712-6
Τιμή €15,00
πηγή : diastixo.gr