Πεζογραφία-Γιάννης Μακριδάκης: «Οι βάρδιες των πουλιών»
Ξεκινάμε με δύο σημαντικότατες διαπιστώσεις, που ο γνωστός και καταξιωμένος συγγραφέας Γιάννης Μακριδάκης καταθέτει, και αυτές είναι κατ’ αρχάς η άποψη πως τα περιστέρια και δη τα ταχυδρομικά αποτελούν τον πρόγονο των κινητών τηλεφώνων, καθώς μπορούσαν να μεταφέρουν μέσα από τα πελάγη, μηνύματα θετικά ή αρνητικά, που αφορούσαν τους ναυτικούς (που μπορεί να κινδύνευαν ή και να πνίγονταν ή πάλι να έστελναν ειδήσεις χιουμοριστικές, ξέροντας πως οι δικοί τους θα τις λάβουν) και κατά δεύτερον, τέσσερις ολόκληρες γενιές, από προπάππο μέχρι δισεγγονό, εξέθρεψαν τα συγκεκριμένα πουλιά, άλλοτε ως αληθινά ευχάριστο γεγονός και άλλοτε ως μοιραία κατάληξη, με αγάπη και σχεδόν σχολαστική ενασχόληση μαζί τους. Πράγματι, στην αρκετά εκτεταμένη νουβέλα του, ο Μακριδάκης, επιζητώντας απαιτητική ανάγνωση, περιγράφει την ιστορία μιας οικογένειας (στο τέλος μάλιστα υπάρχει και γράφημα για να ανατρέχει κανείς, όταν δεν μπορεί να θυμηθεί ποιο είναι το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος), η οποία διαρκεί έναν αιώνα και συνεχίζεται, έτσι ώστε μέσω αυτής να μιλήσει για απώλειες, πνιγμούς, θανάτους, απουσίες, ό,τι εν πάση περιπτώσει συνέβαινε στα αρσενικά μέλη των οικογενειών της νήσου Χίου αλλά και απέναντι, στην Τουρκία ή στις Σέρρες, όπου εκτελέστηκε ο παππούς, ή στον Βόρειο Ατλαντικό, την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου έχασε τη ζωή του άλλος ένας συγγενής, που είχε μπαρκάρει πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών. Είναι, λοιπόν, τόσο ενδιαφέροντα τα επεισόδια που η νουβέλα διαχειρίζεται, ώστε ξεχνά κανείς την κάπως δυσπρόσιτη, πολύ σοβαρή δόμηση και πυκνή έκφραση, και ταυτίζεται με ό,τι προκαλεί την ψυχαγωγική διεργασία, σε σημείο που δύο στιγμές της, η μια στη σχεδόν θρησκευτικής προσήλωσης αγάπη απέναντι στα πουλιά, τα οποία χαϊδεύουν και μιλούν με τον πιο συναισθηματικό τρόπο, και όταν η αφήγηση του πρόσφατου ναυαγίου, όπου από τους τέσσερις επιβάτες σώζονται μόνο οι δύο ενώ οι άλλοι πάνε στον πάτο, γίνονται σχεδόν εφιαλτικές, καθώς οι διασωθέντες βρίσκονται δεκαπέντε ώρες στη θάλασσα, που κυριολεκτικώς ο συγγραφέας επιστρέφει στις νωπές παλιότερες επιδόσεις του, όταν δημιουργούσε ασφυκτικά δραματικές εικόνες.
Τυπικά έχουμε ακόμη ένα εξαιρετικό έργο από τον Γιάννη Μακριδάκη. Ουσιαστικά όμως, για πολλοστή φορά, ο συναισθηματικός κόσμος του δημιουργού συμπλέει με τη χιώτικη παράδοση, όπου όλοι είναι καπετάνιοι και ναυτικοί (και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά), όπου οι περισσότεροι αφήνουν την τελευταία τους πνοή στη θάλασσα, όπου οι γυναίκες που μένουν πίσω μοιρολογούν βάφοντας τα σπίτια τους μαύρα, ώστε μέσα στα πλαίσια της λογοτεχνίας, μέσα στο κατά συνθήκη ψεύδος, οι αναφορές του, πέρα από τη μυθοπλασία, περιέχουν ιστορικές συνιστώσες και αυτό γίνεται από την καταπληκτική δουλειά που κάνουν τα ταχυδρομικά περιστέρια, αυτό το εντελώς ιδιόμορφο είδος πτηνών, που όταν εκπαιδευτεί φεύγει μεν αλλά επιστρέφει από εκεί που ξεκίνησε, μεταφέροντας όπως όλοι ξέρουμε μηνύματα, όχι μόνο της θάλασσας (το ίδιο καλά χρησιμοποιούνταν και από τους στεριανούς, άλλωστε δεν είναι αμελητέα η αποστολή τους από τη Χίο στη Δράμα, όπως μας υπενθυμίζει στο φινάλε του βιβλίου ο αφηγητής). Ο συναισθηματικός κόσμος λοιπόν του Μακριδάκη αφήνεται ελεύθερος για να μιλήσει για τους συμπατριώτες του, να τους αναλύσει μέσω της οικογένειας, η οποία μπορεί να είναι πραγματική ή φανταστική, λίγη σημασία έχει, να τους νιώσει, να προβάλει τις επιθυμίες και τα προτερήματά τους, να δρομολογήσει τα προσόντα τους ως ντόπιος πληθυσμός, να αισθανθεί την αναπνοή τους και τη βαριά τους σωματοδομή, τέλος, να διαχειριστεί τη μοίρα τους, η οποία είναι προδιαγεγραμμένη (και όχι μόνο τη δική τους αλλά και όσων έμεναν πίσω) έως του σημείου (καθώς ο ίδιος μπορεί μόνο να παρατηρεί και να συλλέγει πληροφορίες) της αναζήτησης ενός ιδανικού τόπου, όπου οι ψυχές τους πρέπει να αναπαυθούν, μια που κανείς τους δεν υπάρχει περίπτωση να θεωρηθεί (τουλάχιστον από τον δημιουργό) ως ψυχολογικά –και ψυχικά– ιδιόρρυθμος. Ο Μακριδάκης, ζώντας πλέον εκεί που γεννήθηκε, γράφει για τους κατοίκους, προσθέτει όση φαντασία χρειάζεται προκειμένου το έργο του να έχει άρωμα πεζογραφίας και (για μια ακόμη φορά) επιχειρεί να εξιδανικεύσει αυτούς τους ανθρώπους, κάνοντάς μας συμμέτοχους σε μια αλυσίδα έντονων συναισθημάτων και προς τον ίδιο, και προς όλους τους υπόλοιπους, που κανείς τους δεν είναι κακός, που κανείς τους δεν είναι άσχημος, που κανείς τους δεν έχει κάνει κάτι για το οποίο να ντρέπεται (πλην ίσως εκείνης της πεθεράς, που περιμένει να γεννήσει η κόρη της αγόρι, για να το χαρίσει στην έτερη κόρη της που είναι στέρφα, εξαπατώντας τον γαμπρό της).
Τυπικά έχουμε ακόμη ένα εξαιρετικό έργο από τον Γιάννη Μακριδάκη.
Ο πεζογράφος Γιάννης Μακριδάκης, αποτελώντας μια ιδιαίτερα ζεστή φωνή στον χώρο των γραμμάτων, θα πρέπει να κριθεί πλέον με βάση ορισμένα στάνταρ ποιότητας και πάνω: είναι το τελευταίο του βιβλίο καλύτερο (ή τουλάχιστον αποτελεί συνέχεια) του προηγούμενου αξιόλογου έργου του; Η απάντηση είναι καταφατική. Γιατί ως αναγνώστες της δουλειάς του, χωρίς άγχος, χωρίς αγωνία για το τι θα συναντήσουμε, χωρίς ερωτηματικά για τη θεματολογία, χωρίς, τέλος, να βλέπουμε πώς δομεί ένα τόσο σπάνιο (όπως είναι τα πουλιά) εγχείρημα, αμέσως μπαίνουμε στο κλίμα του, στην τραγικότητα των λεπτομερειών, στην ατμόσφαιρα της θλίψης και του πόνου, στο ύφος το διατεταγμένο να ταράξει τα νερά και προπαντός στη γλώσσα, που εδώ όντως τσακίζει κόκαλα σε ένα κείμενο με πολλά ναυάγια, νεκρούς, πνιγμένους και πενθούντες, μέσα από την ιστορία κάποιων ανθρώπων που καλλιέργησαν τα ταχυδρομικά περιστέρια ωσάν να ήταν το πεπρωμένο τους.
Με το δέκατο τρίτο βιβλίο του (έντεκα αμιγώς λογοτεχνικά), ο Μακριδάκης αποτελεί πλέον μια υπολογίσιμη μονάδα της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας μας, που πρέπει να διαβαστεί και από εφήβους και όχι μόνο από ενήλικες.
Οι βάρδιες των πουλιών
Γιάννης Μακριδάκης
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
172 σελ.
ISBN 978-960-05-1756-9
Τιμή €12,00
πηγή : diastixo.gr