Πεζογραφία-«Φόβοι» του Απόστολου Σπυράκη
«There’s a killer on the road»
The Doors
Μικρός φοβόμουν τον δυνατό αέρα, είχα δει ένα τρομακτικό ντοκιμαντέρ για έναν τυφώνα που είχε σκοτώσει όλους τους ενοίκους ενός ξενοδοχείου εκτός από ένα παιδάκι, ακόμα θυμάμαι τις εικόνες με τους φοίνικες να λυγίζουν απ’ τον μανιασμένο αέρα, όποτε φυσούσε δυνατά κι η κερασιά στην αυλή μας υποχωρούσε και τραντάζονταν μ’ έπιανε ένας φόβος. Όταν πάλι άστραφτε και βροντούσε έπιανα ένα βιβλίο με προσευχές και διάβαζα κλαίγοντας ώσπου να κοπάσει η καταιγίδα, ο μικρός μου αδελφός με κορόιδευε. Η μάνα μου με πήγε στον παπά του χωριού, γονάτισα μπροστά στα σκαλιά του ιερού κι εκείνος έριξε απάνω μου το πετραχήλι του και διάβασε μια ευχή, όμως οι φόβοι δεν έπαψαν. Τις νύχτες όταν επισκεπτόμασταν έναν γέρο στην άκρη του χωριού, αυτόν που είχα δει κάποτε να πελεκά μια τεράστια πέτρα στην αυλή του και που ‘χε κορνιζαρισμένο τον βασιλιά καβάλα στ’ άλογο, φοβόμουν πάλι. Ακουγόταν ότι κάποιος που φορούσε ένα μακρύ παλτό γύριζε τις νύχτες στο χωριό και χτυπούσε τις πόρτες. Η μάνα μου με έσφιγγε απάνω της και με τύλιγε με τη ζακέτα της. Τα βράδια της Ανάστασης φοβόμουν τους κρότους και τα πυροτεχνήματα και ξανά η μητέρα μου με έσφιγγε κοντά της. Όταν πάλι είχα ακούσει για ένα παιδί που σκοτώθηκε με το μηχανάκι κάποια νύχτα και το βρήκε το ξημέρωμα ένας φορτηγατζής μες τα τριφύλλια, απόφευγα να περνώ απ’ το σημείο εκείνο. Με τον αδελφό μου πηγαίναμε στο λάκκο, ένα μυστήριο ρέμα έξω απ’ το χωριό όπου μαζεύαμε αλουμίνια και μπακίρια που κατέβαζε το νερό. Κάτι μας τρόμαζε εκεί, ίσως ο αντίλαλος σε κάποια στενά σημεία ενός φαραγγιού που στα μάτια μας φάνταζε πελώριο κι απειλητικό· εκεί κοντά σ’ ένα πλάτωμα υπήρχαν και κάτι τρύπες σκαμμένες στο κόκκινο χώμα από ζώα που δεν βλέπαμε ποτέ. Μια φορά πάλι είχαμε δοκιμάσει να χαϊδέψουμε ένα νεογέννητο μοσχαράκι έξω από ένα κτήμα εκεί κοντά κι η παλαβή αγελάδα που το πρόσεχε είχε ορμήξει στον αδελφό μου, τον έβαλε κάτω και τον κρατούσε ανάμεσα στα κέρατά της με τα μάτια γουρλωμένα κι αφρούς να βγαίνουν απ’ το στόμα της· πετάχτηκε ευτυχώς ο Πόντιος ιδιοκτήτης της μ’ ένα φτυάρι και την έδιωξε με βρισιές, απειλές και χτυπήματα, ο αδελφός μου ήταν χλωμός σαν πεθαμένος, σ’ ένα σπίτι τον πήγανε όπου οι γυναίκες τον έπλυναν με αγιασμό και τον συνέφεραν...
Με τα χρόνια βέβαια άλλα πράγματα άρχισαν να με τρομάζουν, οι άνθρωποι πιο πολύ, ειδικά αυτοί που είχαν πόστα κι εξουσία κι απ’ τους οποίους εξαρτιόνταν η ζωή σου· διαισθανόμουν ότι κάπου μπροστά υπήρχε ένας σκληρός πυρήνας που θα έπρεπε να αντιμετωπίσω κάποτε, κάποιοι με περίμεναν στη γωνία και δεν θα μ’ άφηναν έτσι εύκολα να περάσω, το ήξερα ότι θα έπρεπε κάποια στιγμή ν’ αντιμετωπίσω αυτό τον άκαμπτο, σκοτεινό πυρήνα που με τρόμαζε, γι’ αυτό κι όλο το ανέβαλα για αργότερα, όσο πιο αργότερα γίνονταν.
Όταν χρειαζόταν να δώσω συνεντεύξεις έτρεμαν τα πόδια μου ώσπου τις συνήθισα, μπορώ να πω ότι μ’ άρεσαν κιόλας· κάποια στιγμή είχα πάει να με δοκιμάσουν για λογιστή σ’ ένα εργοστάσιο στη Σταυρούπολη, το αστικό που είχα πάρει περνούσε ανάμεσα από καπνομάγαζα, οι γυναίκες που ανέβαιναν στο λεωφορείο ανάδιναν μια βαριά μυρουδιά από καπνό και ιδρώτα. Εκείνη η συνέντευξη ήταν ένα φιάσκο, ούτε που θέλω να τη θυμάμαι, έφυγα κακήν κακώς παίρνοντας το αστικό που διέσχιζε τους δρόμους ανάμεσα στα κτίρια με τα κόκκινα τούβλα που στέγαζαν τα καπνομάγαζα, έπειτα δοκίμασα σε μια φαρμακαποθήκη όπου ένας τύπος με χοντρούς τεράστιους φακούς μυωπίας με ρωτούσε ένα σωρό περίεργα πράγματα κι εγώ έσπαζα το κεφάλι μου ν’ απαντήσω, τρεις μέρες όλες κι όλες που μου φάνηκαν ατέλειωτες έμεινα σ’ εκείνη τη δουλειά, χαμένος μες τους υπολογιστές χωρίς να ξέρω τι μου γίνεται. Μετά έπρεπε να πάρω το πτυχίο των αγγλικών· στις γραπτές εξετάσεις ένιωθα ότι με είχαν στραγγίξει, είχα αδειάσει εντελώς, στα προφορικά μια συμπαθητική Αγγλίδα με ρώτησε τι με φοβίζει, κι εγώ απάντησα βέβαια ότι αυτό που με τρόμαζε πιο πολύ ήταν η καταστροφή του πλανήτη, έχοντας στο νου την εικόνα της απέραντης στεγνής Κορώνειας όπου ο πυθμένας της λίμνης έμοιαζε έτοιμος να εκραγεί και οι ρωγμές βαθιές άνοιγαν πάνω στο χώμα, ήταν σκέτος εφιάλτης να βλέπω αυτό το θέαμα τα ξερά καλοκαίρια όταν περνούσα από κει για να πάω στην Καβάλα.
Περίμενα τα αποτελέσματα των εξετάσεων μια παγωμένη μέρα περπατώντας στην παραλία, με τις ριπές του ανέμου να γαζώνουν τη θάλασσα που άστραφτε κάτω απ’ τον ήλιο του χειμώνα, είχα κοπεί ήδη δυο φορές· στο κτίριο του Βρετανικού Συμβουλίου, εκεί στη γωνία της Εθνικής Αμύνης, ένα κορίτσι με γαλάζια μάτια και φακίδες, που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω, μου είπε ότι πέρασα, έβαλα μια αγγελία για μαθήματα στην εφημερίδα και το είχα ξεχάσει εντελώς όταν μια κοπέλα μου τηλεφώνησε και με ρώτησε «Διδάσκετε το TOEFL;», τι διάβολο ήταν αυτό το TOEFL αναρωτιόμουνα, κάπως έτσι άρχισα τα ιδιαίτερα....
Εκείνες τις μέρες η πόλη ήταν άνω-κάτω ύστερα από το σκοτωμό του παιδιού στην Αθήνα, στο κέντρο γινόταν χαμός, πιτσιρικάδες άδειαζαν κάδους κι ό,τι άλλο έβρισκαν μπροστά τους στη μέση του δρόμου, μια παρέα επιτέθηκε με πέτρες κι έσπασε τις τζαμαρίες μιας τράπεζας ενώ κάποιοι περαστικοί επικροτούσαν, ύστερα έβαλαν φωτιά σ’ ένα άλλο κατάστημα απ’ όπου πριν λίγο έβγαιναν κοπέλες κρατώντας πολύχρωμα ρολογάκια, περίεργοι κουρεμένοι τύποι κυκλοφορούσαν με σακίδια στους ώμους, στην πλατεία της Αγίας Σοφίας τους είδα να ξηλώνουν τα κεραμίδια από ένα παρεκκλήσι με κάτι σφυράκια, έπειτα τα πετούσαν στους αστυνομικούς, μια γυναίκα δοκίμασε να διασχίσει το δρόμο με το αμάξι αλλά κάποιος της έσπασε το πλαϊνό τζάμι με μια πέτρα και η άτυχη γυναίκα καρφώθηκε σ’ ένα κάδο, πλησίασα και την είδα σοκαρισμένη να στέκεται ανέκφραστη και παγωμένη μέσα στο όχημα, λίγο αίμα έτρεχε από τη μύτη της, το ντουλαπάκι πάνω απ’ το παρμπρίζ είχε ανοίξει, καλλυντικά και κραγιόν είχαν πέσει στο κάθισμα, της είπα να ηρεμήσει κι ότι δεν έχει πάθει τίποτα σοβαρό. Στην απέναντι γωνία μια ομάδα έσπαγε βιτρίνες, ένα μέλος της ομάδας που φορούσε ένα άσπρο κράνος πήρε φόρα και κατέβασε μια βιτρίνα με το κεφάλι, ο τόπος γύρω γέμισε χιλιάδες κρυσταλλάκια που αστραφτοκοπούσαν και γυάλιζαν, ένας ταξιτζής που περνούσε από κει πήγε κάτι να πει και τότε ο κρανοφόρος έβγαλε το κράνος, αποκάλυψε το πρόσωπό του και χαμογέλασε διαβολικά δείχνοντας τα άσπρα δόντια του.
Καθώς δεν κυκλοφορούσαν λεωφορεία όλη την ώρα κατέβαινα στο κέντρο με τα πόδια, στο δρόμο είχα συναντήσει τον κυρ-Κώστα, το γέρο φύλακα που τα βράδια έκανε περιπολίες γύρω απ την Αγία Σοφία· τον ήξερα γιατί ένα φεγγάρι είχα δουλέψει εκεί ως κηπουρός και πάντα έβρισκα τον μπελά μου όταν προσπαθούσα να κουρέψω το γρασίδι στη βορεινή πλευρά του ναού, υπήρχαν εκεί θραύσματα από αρχαίες κολώνες, σαρκοφάγους κι άλλα κομμάτια μαρμάρινα που κείτονταν στο χώμα και πάντα σακάτευαν τα ψαλίδια του μηχανήματος. Ο κυρ-Κώστας μου είπε ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ αυτός έκανε βόλτες γύρω απ’ την εκκλησία, γύρω στο ξημέρωμα ανακάλυψε ένα σύνθημα που δεν είχε καταλάβει πότε γράφτηκε και είχε κατατρομάξει, «πότε πρόλαβαν και το έγραψαν;» αναρωτιόταν, «από πού εμφανίστηκαν, που κρύφτηκαν!»· το σύνθημα έγραφε με μεγάλα μαύρα γράμματα «Ούτε Θεοί ούτε αφέντες!».
Το απόγευμα είχα ένα μάθημα ιδιαίτερο σ’ ένα γραφείο στον Βαρδάρη, ο τύπος απέναντί μου ήταν γεμάτος ένταση που σιγά-σιγά τη μετέδωσε και σε μένα, καθώς φεύγαμε ήμασταν μόνοι, είχε νυχτώσει πια, όπως κλείδωνε το γραφείο ακούσαμε ένα θόρυβο στο διάδρομο κι ο άλλος πετάχτηκε αλαφιασμένος. Θα με έφερνε σπίτι με το αυτοκίνητό του, δεν θυμόταν πού το άφησε και ψάχναμε στα στενά· δυο τετράγωνοι τύποι, Γεωργιανοί ασφαλώς, βγήκαν από ένα μαύρο αμάξι, «Σίγουρα μαφιόζοι!» μου είπε. Τελικά, θυμήθηκε ότι το είχε αφήσει σ’ ένα υπόγειο πάρκινγκ όπου κατεβήκαμε από κάτι σκαλιά, μύριζε μούχλα εκεί κάτω, σαν βγήκαμε στην Εγνατία είδαμε ότι η αστυνομία την είχε μπλοκάρει, αυτός πήγε από αλλού, εγώ συνέχισα με τα πόδια, στο ύψος της Βενιζέλου πέντε έξι άτομα είχαν κυκλώσει έναν ψηλό αστυνομικό και τον έβριζαν άσχημα. «Μην τους αφήνεις να σου μιλάνε έτσι!» του είπα.
Προς την Καμάρα γίνονταν χαμός, έστριψα προς την παραλία, στο δρόμο που περνά παράλληλα απ’ την εκκλησία της Αγίας Σοφίας ένα κορίτσι κοιτούσε σαστισμένο τις φασαρίες που συνέβαιναν κατά κει, ξαφνικά ένας κοντός νεαρός με κολλητό παντελόνι ξεχύθηκε κατά πάνω της, άρπαξε το κολιέ απ’ το λαιμό της κι άρχισε να τρέχει ενώ το κορίτσι άρχισε να τσιρίζει.
Όπως στεκόμουν στο πεζοδρόμιο είδα καθαρά σαν να ήταν ταινία σε αργή κίνηση το μικρό κόκκινο αυτοκίνητο να ‘ρχεται από ανατολικά, ο οδηγός, ένας μεσόκοπος με μουστάκι, φαινόταν θολωμένος, έκανε κάποιους ελιγμούς για ν’ αποφύγει τον πιτσιρικά με το κολλητό παντελόνι που έτρεχε απρόσεκτα κι έπειτα τον χτύπησε μετωπικά, το σώμα του νέου παιδιού απογειώθηκε σαν κούκλα, διέγραψε μια τροχιά στον αέρα και προσγειώθηκε στο προαύλιο του ναού ανάμεσα στις κολώνες και στα αρχαία θραύσματα, έδειχνε κάπως αφύσικο με τα πόδια λίγο στραβωμένα, το είδα να σπαρταρά ξανά και ξανά δυο τρεις φορές ώσπου στο τέλος έμεινε εντελώς ακίνητο.
Πηγή : diastixo.gr