Πέντε ποιήματα της Ελένης Χωρεάνθη
Ήτανε μια φορά...
Ήτανε μια φορά ένας πλατύς καιρός
κι ένας μικρός λαός ανυποψίαστος
συνέβαινε –μεσούσης της νυκτός–
ν’ ακροβατεί στο περιστύλιο των μύθων
Είχανε πια τον επιτάφιο ξεστολίσει
και των δακρύων είχανε μαραθεί τα ρόδα
έλιωναν τα ροδόφυλλα τρεμάμενα στους δίσκους
κι εωθινός ο εγερμένος
ο ενταφιασμένος πριν νεκρός
τα σήματα των τεθνεώτων περιδιάβαινε
σταλάζοντας φως ιλαρόν στον ύπνο τους
Ήταν τα πρόσωπα περιχυμένα άσπρο φως
κι ο εγερθείς, προς Εμμαούς ουρανοδρόμος,
είχε από τη νύχτα δραπετεύσει
αφήνοντας το χώρο αδειανό
–για το διηνεκές της Ιστορίας–
καθαγιασμένο από το μόχθο των πενθούντων
και τους χλωρούς εωθινούς ιριδισμούς
στο κενοτάφιο του πιο ωραίου
μυστικού θανάτου του Θεού
Έφευγε το σκοτάδι μες στο χάος του κενού
και ο λαός ακροβατούσε στον απόκρημνο καιρό
συλλέγοντας ψηφίδες νηπενθών
για το μωσαϊκό των αναμνήσεων
Περίσσευαν τα δάκρυα των πενθούντων
και των παιδιών τα δαχτυλάκια
χαράζανε στην τέφρα των ωρών
την άσωστη αιωνιότητα του θρήνου
και των θεών η πάνσοφη αμεριμνησία
είχε αποσυρθεί από αιώνες
στα μακρινά κατοικητήρια των θρύλων
Ήτανε μια φορά ένας καιρός αδιάβαστος
και ο λαός ανήλικος και αμαθής
ανίδεος και ανονείρευτος
περιδεής κι ανάδελφος
ανίκανος και ανειδίκευτος
ανέστιος μέσα στον ίδιο του τον οίκο
πρόσφυγας νοσταλγός και απανδόχευτος
πάνω στο ίδιο του το χώμα
Π. Φάληρο, 9 Ιουλίου, ώρα 5:21 π .μ. 2016
Αισιοδοξία
Αύριο θα φορέσω πάλι τα μεγάλα
μαύρα μου γυαλιά
την άψογη μεγαλοπρέπειά μου που τονίζουν
να πάω στη λαϊκή της γειτονιάς
για ν’ αγοράσω μήλα, πορτοκάλια και σταφύλια
–δίχως κουκούτσι φυσικά για ευκολία–
να κάνω φρέσκο σπιτικό γλυκό με σουλτανίνα
για να κερνάω τους φίλους μου
τους συγγενείς
τους γείτονες και τους περαστικούς
Θα πάρω κι άγρια ραδίκια του βουνού
σπαρτά από τον Παρνασσό
πατάτες Κύπρου ή Αιγύπτου και κρεμμύδια Βραζιλίας
θα αγοράσω και χαρτί Σόφτεξ υγείας
τρία ευρώ τα δώδεκα ρολά –τα δύο δώρο–
όλα με αποδείξεις –εννοείται για φοροαπαλλαγή
και πάταξη βεβαίως της φοροδιαφυγής–
Θα αγοράσω χαμομήλι εκλεκτής ποιότητας «Αγγλίας»
επιλεγμένο κι αποστειρωμένο
σε συσκευασία πολυτελείας
–εννοείται–
με ακριβή διαπιστευτήρια ποιότητας
και προελεύσεως
σύμφωνα με την αυστηρή δεοντολογία
των διεθνών εμπορικών συμβάσεων
ανταλλαγής εγχώριων προϊόντων
και ιδεών συναλλαγής
Κι όταν γυρίσω σπίτι
θα μετρήσω τα ψιλά και τα ποσά των αποδείξεων
θα λογαριάσω πόσα έδωσα
να δω αν βγαίνει ο λογαριασμός στα μετρητά
Κατά τα άλλα
η Ελλάς οδεύει πρόσω ολοταχώς
με στόχο «πράσινη ανάπτυξη»
και με τον «Πράσινο»
–εννοείται–
τον Πρωθυπουργό
Π. Φάληρο, 22 Δεκεμβρίου 2011, Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας
Η συνήθεια του αριθμού
Πη παρέβην τι δ’ έρεξα
τι δε μοι δέον ουκ ετελέσθη
(Των πυθαγορείων)
Έφυγαν όλοι τους
άλλος γι’ αλλού
καθένας με τον τρόπο το δικό του
τραβήξανε κατά το ρεύμα του νερού
βρήκανε ούριο άνεμο και πρίμο τον καιρό
κι έμεινα μπρος στον υπολογιστή
να επουλώνω τις πληγές με γραμματοσειρές
να λογαριάζω τις απώλειες
και να μετράω τους νεκρούς που κουβαλάω
φυτεμένους στο κορμί μου
Έκτοτε μου έγινε συνήθεια ο αριθμός
κι αποβραδίς ως την αυγή
μετράω θανάτους και νεκρούς
που πέρασαν απ’ τη ζωή μου
Θανάτους αδερφών και συγγενών
γνωστών και φίλων
και προσφιλείς θανάτους βίωσα
και πόσοι φύγανε από δρόμους διαφορετικούς
ή μακρινούς
και βούλιαξαν κρυφά στον κόρφο της αγρύπνιας μου
Μετράω νεκρούς που πέρασαν απ’ τη ζωή μου
άφθαρτοι και αλώβητοι
κι άφησε την υπογραφή
και τη σφραγίδα του καθένας
στην καρδιά και στην ψυχή μου
Ονόματα σοφών
νομοθετών
ονόματα αγίων και φυτών
οσίων και ηρώων και χαϊδευτικά παιδιών
Η αλυσίδα των νεκρών μου δεν τελειώνει
ίσαμε των σταδίων μου το τέρμα
όπου οι προσφιλείς νεκροί κι αγαπημένοι
στο τρυφερό αναπαύονται το χώμα
για τους δακρύβρεχτους αιώνες των αιώνων της φθοράς
Π. Φάληρο, Χειμώνας 2016
Ζοφώδης τε και ασέληνος
Ο ζόφος ουρλιάζει από άγρια χαρά
πέφτει το βράδυ
σμίγουν τα πάθη στο χάος των οικτιρμών
των δακρύων στερεύει ο ρους
βαθαίνοντας της αβύσσου η ένδεια
Στενεύουν
οι δρόμοι του ανώνυμου πλήθους
τελειώνουν
στ’ ανήμερα του πόντου νερά
ίσαμε τ’ απόκρημνα μονοπάτια της θλίψης
Πίσω
γέρνοντας στον καιρό
η απόφαση
σε νύχτας ζοφώδες τε και ασέληνο σκότος
σε άπατο
δίχως έρμα βουλιάζει κενό
βυθομετρώντας το νυν και αεί
και το αύριο
Νυξ ολοή
ζοφώδης τε και ασέληνος
30-10- 2015 πρώτη γραφή - Ανάπλαση 20-12-2015
Ο απολογισμός του ερημίτη
Άνθρωπος, ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού.
(Οι ψαλμοί)
Αναζητώντας τις πηγές της ύπαρξής μου
τις εκδοχές της άγνοιάς μου ψηλαφώντας
στις εκδορές του σώματος
ίσαμε τον προθάλαμο της ματαιοδοξίας
ιχνηλατώντας τις πατημασιές του αόρατου
έλιωσα τις πατούσες μου στην έρημο της Ουτοπίας
κι έφτασα έρποντας στις παρυφές αδιανόητου σκότους
στο εύρος του μυαλού μου
στην απόγνωση
Γύρισα με τις αποσκευές μου αδειανές
με κόκκους άμμου της ερήμου να δειπνήσω
με δέος την ψυχή μου να ψωμίσω
με ερημιές τη γύμνια της να ντύσω
Στο έλεος έκτοτε των οικτιρμών του Υψίστου
το κενοτάφιο της καρτερίας μου κεντώ
στους όγκους των αμμόλοφων
μιας υποψίας ξοδεμένης
πολυδάπανης
κι ένιωσα να στενεύει η αντοχή μου
κι είδα τη μοναξιά
να γιγαντώνει έναν άδειο κόσμο
η άγνοια να φτάνει ως το μυαλό
και να με πνίγει
Ήτανε μάταιο να προσδοκώ
ιχνηλατώντας τις πατησιές του Αόρατου
να συναντήσω τον Θεό της ουτοπίας μου
στο αχανές διάστημα του χωροχρόνου
σ’ ένα τεράστιο σύμπαν άναρχο
–χωρίς αρχή και δίχως τέλος–
Ήτανε μάταιος τόσος κόπος
τόση αναμονή
τόση αναζήτηση
3 Φεβρουαρίου 2012
(Προδημοσίευση)
Πηγή : diastixo.gr