Πάνος Καρνέζης: συνέντευξη στη Ράνια Μπουμπουρή
Ο Πάνος Καρνέζης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1967. Σπούδασε μηχανικός στην Ελλάδα και έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, όπου εργάστηκε για ένα διάστημα στη βιομηχανία. Ταυτόχρονα, άρχισε να γράφει λογοτεχνία στα αγγλικά και παρακολούθησε το περίφημο μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου East Anglia. Το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Little Infamies (Μικρές ατιμίες, 2002), συγκέντρωσε εξαιρετικές κριτικές, μεταφράστηκε σε οκτώ γλώσσες και στα ελληνικά από τον ίδιο τον συγγραφέα. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα The Maze (Ο λαβύρινθος, 2004), το οποίο συμμετείχε στη βραχεία λίστα του βραβείου Whitbread First Novel Award και τιμήθηκε με το βραβείο Pendleton May First Novel Award, The Birthday Party (Το πάρτι γενεθλίων, 2007) και The Convent (Το μοναστήρι, 2010). Η πρόσφατη έκδοση του τελευταίου μυθιστορήματός του, The Fugitives (Οι φυγάδες) στα ελληνικά, μας έδωσε την αφορμή να συνομιλήσουμε μαζί του.
Ποια ήταν η πηγή της έμπνευσής σας για το μυθιστόρημα Οι φυγάδες;
Ένα καναδικό ντοκιμαντέρ, A Place Called Chiapas, που είδα πριν από κάποια χρόνια και αναφέρεται τους επαναστάτες Ζαπατίστας του Μεξικού. Η σύγκρουση ανάμεσα στους αυτόχθονες Ινδιάνους που ζουν στο βροχοδάσος του νότιου Μεξικού και τους φτωχούς αυτοκαλλιεργητές που καταπατούν, με την υποστήριξη των ανταρτών, τις ίδιες εκτάσεις για να ζήσουν, μου κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον. Είναι μια ιστορία που προσφέρεται για μυθιστόρημα, μια διφορούμενη σύγκρουση στην οποία δεν είναι ξεκάθαρο ποια πλευρά έχει δίκιο, ένας κόσμος όπου τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο αρχικά νομίζουμε.
Έχω την αίσθηση ότι οι «φυγάδες» στο βιβλίο σας είναι πολλοί και σε διάφορα επίπεδα. Σε ποιες περιπτώσεις αποτελεί λύση η φυγή;
Πράγματι, ο τίτλος αναφέρεται σε όλους σχεδόν τους ήρωες του βιβλίου, που με τον έναν ή άλλο τρόπο, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, είναι φυγάδες. Ακόμα και ο ιαγουάρος που παίζει ρόλο στην πλοκή έχει αναγκαστεί να φύγει απ’ το φυσικό του περιβάλλον λόγω της καταστροφής του δάσους απ’ τους καταπατητές. Όπως στο βιβλίο, έτσι και στην πραγματικότητα, η φυγή δεν είναι η λύση μιας κρίσης αλλά συχνά είναι η μόνη ευκαιρία για επιβίωση, κάτι που είναι καλό να θυμόμαστε όταν μας προβληματίζουν οι εικόνες του ατελείωτου κύματος μεταναστών απ’ τις εμπόλεμες ζώνες αυτές τις μέρες. Οι πραγματικές λύσεις, αν υπάρχουν, ίσως να βρεθούν αργότερα, όταν τα πνεύματα έχουν ηρεμήσει, με ψυχραιμία, λογική και ανθρωπιά.
Η ζωή των Ινδιάνων παρουσιάζεται αδρομερώς, με ένα κλείσιμο του ματιού στον αναγνώστη που θέλει να αναζητήσει περισσότερες πληροφορίες. Έχετε επισκεφθεί τη Λατινική Αμερική;
Ναι, όταν κατέληξα στο θέμα του βιβλίου ταξίδεψα στο νότιο Μεξικό για να γνωρίσω το τοπίο που θα γινόταν ο καμβάς του βιβλίου. Ήταν μια πολύ χρήσιμη εμπειρία. Τα πράγματα που είδα εκεί, η φυσική ομορφιά, οι άνθρωποι, ακόμα και οι πλέον κοινότοπες λεπτομέρειες της καθημερινότητας με βοήθησαν να σχηματίσω μια καλύτερη ιδέα για την ιστορία που ήθελα να πω.
Πόσο συχνά απαντά η καταστροφή του τροπικού δάσους ως θέμα μυθιστορηματικό;
Έχω την εντύπωση πως το οικολογικό μυθιστόρημα δεν είναι πολύ διαδεδομένο είδος διεθνώς, ιδίως αν λάβει κανένας υπόψη πως η φυσική καταστροφή του πλανήτη είναι ένα τόσο κρίσιμο θέμα. Υπάρχουν πάντως παραδείγματα, δύο πρόσφατα βιβλία που μπορώ να σκεφτώ είναι Η χρονιά της πλημμύρας της Μάργκαρετ Άτγουντ και το Solar του Ίαν ΜακΓιούαν.
Έχω την εντύπωση πως το οικολογικό μυθιστόρημα δεν είναι πολύ διαδεδομένο είδος διεθνώς, ιδίως αν λάβει κανένας υπόψη πως η φυσική καταστροφή του πλανήτη είναι ένα τόσο κρίσιμο θέμα.
Απολαμβάνοντας την εις βάθος ανάλυση της προσωπικότητας του ιερέα στο μυθιστόρημα, αναρωτήθηκα αν έχετε γνωρίσει κάποιον ιερέα που θέλησε να φέρει τους Ινδιάνους κοντά στον «Γεζουκλίστο», τον Ιησού Χριστό, ή αν ο χαρακτήρας αυτός είναι πέρα για πέρα δημιούργημα της φαντασίας σας.
Ο χαρακτήρας του είναι εμπνευσμένος από κάποιον ιδιόρρυθμο επίσκοπο που συνάντησα στο ταξίδι. Έχω προσθέσει πολλά στοιχεία στον χαρακτήρα του, αρχίζοντας απ’ την εθνικότητά του. Κάνοντάς τον Άγγλο αντί για Μεξικανό, ήθελα να τονίσω τη διαφορετικότητά του τόσο απ’ τους Ινδιάνους όσο και απ’ τους ακτήμονες καταπατητές.
Ο ιαγουάρος δρα καταλυτικά στην εξέλιξη της ιστορίας, παράλληλα όμως έχει καταλυτική δράση και σε επίπεδο συμβολικό. Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτό;
Ο ιαγουάρος είναι κι αυτός ένας απ’ τους φυγάδες του τίτλου. Η καταστροφή του βροχοδάσους τον αναγκάζει να πλησιάσει τη γη των Ινδιάνων, όπου για να επιβιώσει επιτίθεται στα ζώα τους. Έτσι ο Βενουστιάνο, ο αρχηγός του χωριού, αναλαμβάνει να τον σκοτώσει. Είναι –κι αυτός είναι ο τραγικός συμβολισμός– και οι δύο θύματα της επέμβασης του μοντέρνου κόσμου στη φύση, κάτι που μέχρι ενός σημείου είναι αναπότρεπτη συνέπεια της λεγόμενης προόδου.
«Πόσο ουτοπική ήταν η ιδέα να αγαπάει κανένας τον εχθρό του – μια παγίδα της συνείδησης», γράφετε σ’ ένα σημείο. Σε μια κοινωνία γεμάτη εχθρότητα, όπως είναι η ελληνική των τελευταίων χρόνων, ποια θεωρείτε ότι είναι η διέξοδος και ποιες οι παγίδες;
Ο κόσμος μοιάζει περισσότερο εχθρικός τον τελευταίο καιρό. Οι συνεχείς αναφορές στην τρομοκρατία, η παραστατική βία στα στιγμιότυπα από τρομοκρατικές ενέργειες στην τηλεόραση και το Ίντερνετ, η δυστυχία των μεταναστών, η αντίδραση των πολιτών και των πολιτικών στην Ευρώπη, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η συνωμοσιολογία… Καταλαβαίνω γιατί μπορεί να αισθάνεται κανένας αυτά τα αρνητικά συναισθήματα. Ο κόσμος μοιάζει να έχει αλλάξει δραματικά απ’ τον καιρό της καταστροφής των Δίδυμων Πύργων. Νομίζω πως μια διέξοδος απ’ την απελπισία είναι η μελέτη της Ιστορίας. Διαβάζοντας για ανάλογα γεγονότα του παρελθόντος, όπως για παράδειγμα τη γενοκτονία των Αρμενίων, τον διωγμό των Εβραίων στη Γερμανία ή τον ρόλο της Δύσης στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, μπορούμε να κατανοήσουμε μέχρι ενός σημείου τι συμβαίνει τώρα, να ερμηνεύσουμε τις αντιδράσεις του κόσμου και ίσως να κρίνουμε τη δική μας αντίδραση και συμπεριφορά σε όλα αυτά.
Εσείς ζείτε μόνιμα στο Λονδίνο και γράφετε τα έργα σας στα αγγλικά, σωστά; Σκέφτεστε προφανώς και στις δύο γλώσσες, αλλά πώς επιλέγετε τη γλώσσα της εκφοράς;
Γράφω αρχικά στα αγγλικά και μεταφράζω τα βιβλία μου για την ελληνική έκδοση. Αυτή η διαδικασία μού ήρθε φυσικά, καθώς απ’ την εφηβεία διάβαζα βιβλία στα αγγλικά και, άλλωστε, όταν άρχισα να γράφω ζούσα ήδη στην Αγγλία για αρκετά χρόνια. Ξεκίνησα να γράφω για να εκφράσω αυτά που σκεφτόμουν, τις εμμονές μου, τη νοσταλγία για την πατρίδα, το μεσογειακό τοπίο, ακόμα και το χιούμορ μου, που δυσκολευόμουν να εκφράσω προφορικά στα αγγλικά. Ήταν μια προσωπική καθαρά ενασχόληση, δεν φανταζόμουν τότε πως κάποτε, πολύ αργότερα, θα έγραφα κάτι που θα έβρισκε εκδότη. Όταν γράφω σκέφτομαι στα αγγλικά, οι προτάσεις σχηματίζονται στον νου μου σ’ αυτή τη γλώσσα. Θα μου ήταν αδύνατο να έχω τα ελληνικά στο μυαλό, με τη διαφορετική μορφή σύνταξής τους, τους δικούς τους ιδιωματισμούς κ.λπ. και να τα μεταφράζω αυτόματα στα αγγλικά στο χαρτί.
Ποια είναι η παρουσία της ελληνικής λογοτεχνίας στο αγγλόφωνο εκδοτικό τοπίο;
Είναι περιορισμένη. Έχω δει τα βιβλία του Απόστολου Δοξιάδη, του Πέτρου Μάρκαρη και από τους κλασικούς του Καζαντζάκη και του Καβάφη στα ράφια των μεγαλύτερων βιβλιοπωλείων. Δυστυχώς οι Άγγλοι δεν διαβάζουν πολύ μεταφρασμένη λογοτεχνία, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως και στην Ελλάδα.
Πώς εισπράττει ένας νέος Έλληνας που ζει στο εξωτερικό από επιλογή την κρίση στην Ελλάδα;
Είναι μια δύσκολη κατάσταση που δεν έχει εύκολη λύση, αλλά προσφέρεται για δημαγωγία. Είναι δύσκολο να μην παρασυρθείς απ’ τις διακηρύξεις του ενός ή άλλου κόμματος που υπόσχεται να καταφέρει τη σχεδόν διά μαγείας έξοδο απ’ την κρίση. Απαιτούνται μεγάλες αλλαγές στις δομές της οικονομίας –φοροδιαφυγή, γραφειοκρατία, συνταξιοδοτικό κ.λπ.–, αλλά νομίζω πως δυσκολότερο θα είναι να πετύχουμε τη μεταβολή της κοινωνίας, τις πελατειακές σχέσεις, την έλλειψη δημιουργικότητας και αισιοδοξίας, την ιδέα ότι το κράτος δεν είμαστε όλοι εμείς αλλά κάποιοι άλλοι, την περιφρόνηση των ανθρώπων με νέες ιδέες στην επιστήμη, την τέχνη, το εμπόριο, την εκπαίδευση, το περιβάλλον και ό,τι άλλο. Αυτή η κοινωνική μεταβολή δεν μπορεί να επιβληθεί από καμία «τρόικα», πρέπει να τη δρομολογήσουμε μόνοι μας.
Και πώς εισπράττετε την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα, με τις αδιάκοπες προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές από την Ανατολή;
Η Ελλάδα έτυχε να είναι ένας ενδιάμεσος σταθμός για τους μετανάστες και η χώρα μας πληρώνει τα λάθη της ευρωπαϊκής πολιτικής. Δίχως αμφιβολία, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρέθηκε απροετοίμαστη μπροστά στο κύμα των μεταναστών απ’ τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Στην αρχή προσπάθησε να αγνοήσει ό,τι συνέβαινε, πίστεψαν πως ήταν κάτι προσωρινό. Ίσως περίμεναν πως ο πόλεμος στη Συρία θα τελείωνε γρήγορα και η κατάσταση στη Λιβύη θα εξομαλυνόταν αμέσως μετά τον θάνατο του Καντάφι. Και οι δύο προβλέψεις αποδείχτηκαν λανθασμένες, βέβαια. Τώρα γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια να λυθούν τα πρακτικά ζητήματα που δημιουργήθηκαν. Χωρίς να είναι απλό, πρέπει να ξεχωρίσουμε ποιοι είναι οικονομικοί μετανάστες και ποιοι πρόσφυγες από εμπόλεμες ζώνες ή δυναστικά καθεστώτα και να επιτρέψουμε στους τελευταίους, που νομίζω άλλωστε πως είναι και οι περισσότεροι, να εγκατασταθούν σε ευρωπαϊκές χώρες σε αριθμούς ανάλογους με τις δυνατότητες της κάθε χώρας. Δεν μπορούμε να τους γυρίσουμε την πλάτη. Το πρόβλημα είναι ότι μόνο η Γερμανία και η Σουηδία δέχτηκαν ουσιαστικά να τους πάρουν και αυτό βάζει τεράστια βάρη στις οικονομίες και τις κοινωνίες των δύο αυτών κρατών.
Επισκέπτεστε συχνά την Ελλάδα; Τι σας λείπει πολύ και τι δεν σας λείπει καθόλου από τη χώρα μας;
Έρχομαι κάθε καλοκαίρι. Μου λείπουν συγγενείς και φίλοι, περισσότερο –παραδόξως– όσο περνούν τα χρόνια. Δεν μου λείπει η κίνηση της Αθήνας, όπου μεγάλωσα και μένω κάθε φορά που έρχομαι – τώρα μου φαίνεται μια δύσκολη πόλη για να ζει κανείς.
Οι φυγάδες
Πάνος Καρνέζης
Πατάκης
272 σελ.
Τιμή € 13,20
Πηγή : diastixo.gr