Pablo Gutierrez: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Πάμπλο Γκουτιέρεθ γεννήθηκε το 1978 στην Ουέλβα της Ανδαλουσίας. Σπούδασε δημοσιογραφία στη Σεβίλλη και για κάποιο διάστημα άσκησε το επάγγελμα. Έχει δημοσιεύσει ένα θεατρικό έργο. Έχουν εκδοθεί τα μυθιστορήματά του Rosas, restos dealas y otros relatos (2008, εμπλουτισμένη ανατύπωση το 2011), Nada es crucial (2010) που απέσπασε το Βραβείο Ojo Critico de Narrativa και Democracia (2012). Σύμφωνα με το περιοδικό Granta, συγκαταλέγεται μεταξύ των καλύτερων νέων πεζογράφων της σύγχρονης λογοτεχνικής σκηνής στην Ισπανία. Μέχρι σήμερα έχει δεχτεί τα ομόφωνα εγκώμια της κριτικής. Το 2011 βρέθηκε στη βραχεία λίστα του Βραβείου Narrativa Breve Ribera del Duero για το βιβλίο του Ensimismada correspondencia. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το μυθιστόρημα Τα ανατρεπτικά βιβλία (πρωτότυπος τίτλος: Los libros repentinos) που κυκλοφόρησε το 2015 από τον οίκο Seix Barral. Ο ίδιος είναι καθηγητής λογοτεχνίας σ’ ένα ινστιτούτο του Σανλούκαρ της Μπαραμέδα (Κάδιθ). Διατηρεί ιστολόγιο (www.eladjetivomata.blogspot.com) με την ονομασία «Το επίθετο σκοτώνει».
Μπορεί να αλλάξει η ζωή μας από την ανάγνωση ενός βιβλίου;
Δεν νομίζω ότι τα βιβλία προσφέρουν συλλογικές λύσεις, αλλά όντως πιστεύω ότι μπορούν να αλλάξουν τις σκέψεις και τις προσδοκίες των ιδιαίτερων αναγνωστών. Έτσι ώστε, ναι, τα βιβλία αλλάζουν τις ζωές μας.
Ποια η διαφορά των ανθρώπων που διαβάζουν από αυτούς που δεν διαβάζουν;
Υπάρχει η τάση να λέγεται ότι οι αναγνώστες θα είναι πιο ευαίσθητοι στον ξένο πόνο και πιο ανεκτικοί από τους μη αναγνώστες, αλλά υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις κοινοτήτων καλλιεργημένων ανθρώπων, κοινότητες από αληθινούς αναγνώστες, που έχουν κάνει φρικαλεότητες. Στην πραγματικότητα, υπάρχει και το θέμα του ευγενούς αγρίου, του αγνού, αξιοπρεπή και αγράμματου ανθρώπου, που η ανάγνωση δεν του διαβρώνει την ψυχή. Και το βέβαιο είναι ότι μέσω των βιβλίων, του σινεμά ή οποιασδήποτε άλλης μορφής του πολιτισμού διαπιστώνονται οι χειρότερες διαστροφές. Εντέλει, δεν νομίζω ότι τα βιβλία μάς κάνουν καλύτερους ούτε πιο ευτυχισμένους.
Θέλησα να διηγηθώ πώς προέκυψαν οι παραγκουπόλεις των πόλεων στη χώρα μου, πώς δημιουργήθηκαν οι ζώνες της φτώχειας και της περιθωριοποίησης, και το βέβαιο είναι ότι αυτή η δημιουργία δεν ήταν τυχαία, αλλά γεμάτη από ιδεολογικούς, ακόμα και θρησκευτικούς παράγοντες.
Μπορεί η τηλεόραση να συνυπάρξει με το βιβλίο;
Περισσότερο από την τηλεόραση, που ανήκει στον 20ό αιώνα, θα έπρεπε να μιλάμε για τις πολλαπλές οθόνες, και η αλήθεια είναι ότι πιστεύω πως είναι δυο αντιμέτωποι κόσμοι που απαιτούν από τον αναγνώστη την προσοχή, τη συμμετοχή και την ενεργοποίηση των μηχανισμών του εγκεφάλου του, μηχανισμών που δεν εμφανίζονται στις σχέσεις μας με τις οθόνες. Το διάβασμα κουράζει, κοστίζει, αντίθετα με την οθόνη όπου όλα είναι εύκολα και απλά.
Η Ρέμε δέχεται στο σπίτι της ένα κιβώτιο με βιβλία. Από εκείνη τη στιγμή τι αλλάζει στην ίδια;
Η Ρέμε ξεκινά να βλέπει τον κόσμο διαφορετικά, ανακαλύπτει ότι δεν έπρεπε τα πράγματα να είναι κατ’ ανάγκη όπως τα είχαν προσφέρει και σ’ εκείνη, και κυρίως της προκύπτει μια αίσθηση επαναστατικότητας και ανυπακοής, που ποτέ δεν της είχε συμβεί κάτι τέτοιο, γιατί ήταν αδρανής περιμένοντας την κατάλληλη ώθηση – και η σκανδάλη είναι τα βιβλία.
Βιβλία με πάθος διάβαζε και ο Δον Κιχώτης. Ποια είναι η διαφορά με τη Ρέμε;
Ο ένας χαρακτήρας κοιτάζει τον άλλο, είναι φανερό, στο πλαίσιο της ισπανικής λογοτεχνικής παράδοσης το βάρος του Δον Κιχώτη είναι τόσο ισχυρό όπως αυτό του Οδυσσέα στην ελληνική λογοτεχνία, αλλά αναζητούν εκείνη τη διαφορά – εγώ θα έλεγα ότι ο Δον Κιχώτης χάνει την πραγματικότητα από την ανάγνωση και η Ρέμε, αντιθέτως, την ανακαλύπτει. Ο μεγάλος Θερβάντες, ωστόσο, ήξερε να κρύβει στο μυθιστόρημά του ένα αξέχαστο παράδοξο: ότι η τρέλα μπορεί να είναι η μόνη δυνατότητα για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, για να δούμε μια άλλη πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από τις συμβατικές αλήθειες των απλών ανθρώπων.
Η Ρέμε μοιάζει σαν να έχει αποκοπεί από τον κόσμο και μόνο διαβάζει. Μήπως η ανάγνωση έχει μια θεραπευτική δύναμη που μας κάνει να ξεχνούμε τα βάσανα της ζωής μας;
Η Ρέμε απομακρύνεται γιατί κανείς πια δεν της έχει απομείνει, ανακαλύπτει ότι αφιέρωσε όλη τη ζωή της στη φροντίδα κάποιου που δεν την αγάπησε, και στο τέλος της ζωής της καταλαβαίνει, χάρη στα βιβλία, ότι υπάρχει μόνο ένα σημαντικό πρόσωπο για το οποίο θα άξιζε τον κόπο να θυσιάσει τα πάντα – και είναι η ίδια. Και δεν ξέρω εάν το να το ανακαλύψει κανείς είναι μια μορφή θεραπείας ή καταδίκης. Στο μυθιστόρημα συζητιέται το αν η Ρέμε θα ήταν πιο ευτυχισμένη ή όχι παραιτούμενη από το πεπρωμένο της, και φυσικά αν δεν διάβαζε εκείνα τα βιβλία.
Η κόρη της Ρέμε, η Ανίτα, και ο Ρόμπε είναι μια οικογένεια. Τι τους ενώνει και τι τους χωρίζει;
Είναι μια παράξενη οικογένεια, φυσικά, μια οικογένεια από περιθωριακούς, που είναι ενωμένοι μόνο από την παραγκούπολη όπου τους πέταξαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αυτό είναι που τους ενώνει: η γειτονιά, οι δρόμοι, η αιτιοκρατία.
Αυτή η αντίδραση των ηλικιωμένων συνέβη στην Ισπανία κατά τη διάρκεια της τρομερής οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008 και ακόμα συνεχίζεται, βγήκαν στους δρόμους με διαδηλώσεις και, πάνω απ’ όλα, υποστήριξαν με τις μικρές τους συντάξεις τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους όταν όλα χρεοκόπησαν και το σύστημα κατέρρευσε.
Η Ρέμε αφυπνίζεται με την ανάγνωση και ανακαλύπτει τις κοινωνικές αδικίες που παρατηρεί γύρω της. Αλήθεια, τι μπορεί να κάνει σε έναν κόσμο ο οποίος δεν ακούει τις γνώμες των άλλων;
Το μυθιστόρημα είναι σε μεγάλο βαθμό, όπως ήταν και ο Δον Κιχώτης, μια σάτιρα και μια κωμωδία, η Ρέμε καταλαβαίνει (και ως εκ τούτου καταλαβαίνει και την πορεία της προς την αυτοκαταστροφή) ότι το να ανακαλύψεις μια αλήθεια και να παρακολουθείς στενά μια αδικία δεν σημαίνει πολλά για την επίλυσή της.
Η ιστορία της Ρέμε είναι άρρηκτα συνδεμένη με την ιστορία της Ισπανίας. Μπορεί οι ζωές των ανθρώπων να αποτελέσουν ένα ακόμη μεγάλο μυθιστόρημα;
Ο Ουναμούνο, φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος του κλασικού εικοστού αιώνα, ισχυριζόταν ότι η ιστορία μπορεί να ολοκληρωθεί με την «intrahistoria», δηλαδή τις συγκεκριμένες ιστορίες του καθενός από εμάς, οι οποίες συμβάλλουν στη μεγάλη ροή της ιστορίας. Η Ρέμε, παράδειγμα αυτής της βεβαιότητας, είναι μάρτυρας και θύμα της χώρας της, μιας χώρας που τρώει τα παιδιά της, όπως ζωγράφισε ο Γκόγια.
Ποια ήταν η αφορμή της έμπνευσής σας;
Θέλησα να διηγηθώ πώς προέκυψαν οι παραγκουπόλεις των πόλεων στη χώρα μου, πώς δημιουργήθηκαν οι ζώνες της φτώχειας και της περιθωριοποίησης, και το βέβαιο είναι ότι αυτή η δημιουργία δεν ήταν τυχαία, αλλά γεμάτη από ιδεολογικούς, ακόμα και θρησκευτικούς παράγοντες. Η προέλευση συνοικιών σαν αυτών που περιγράφονται στο μυθιστόρημα εντοπίζονται στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, ήταν περιοχές που δημιουργήθηκαν για να φιλοξενήσουν τις οικογένειες των ηττημένων του πολέμου, και σημαδεύτηκαν από την αρχή από το στίγμα, ένα στίγμα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αν και κανείς δεν θυμάται πώς έφτασαν εκεί. Τα εγγόνια των ηττημένων του πολέμου συνεχίζουν να πληρώνουν την καταδίκη. Το μυθιστόρημα ψάχνει αυτή τη ρίζα της ανισότητας και της αιτιοκρατίας.
Αναφέρετε μια σπουδαία σκηνή της σύγκρουσης της Ρέμε με την αστυνομία στη μέση της πλατείας. Στην πραγματικότητα, μπορούν οι ηλικιωμένοι να αντιδράσουν δυναμικά στα προβλήματα της κοινωνίας;
Αυτή η αντίδραση των ηλικιωμένων συνέβη στην Ισπανία κατά τη διάρκεια της τρομερής οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008 και ακόμα συνεχίζεται, βγήκαν στους δρόμους με διαδηλώσεις και, πάνω απ’ όλα, υποστήριξαν με τις μικρές τους συντάξεις τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους όταν όλα χρεοκόπησαν και το σύστημα κατέρρευσε. Επίσης είναι ένα μυθιστόρημα που σχετίζεται με το γήρας, που γενικά έχει σχέση με το συντηρητισμό. Αλλά εδώ οι ηλικιωμένοι θα διεκδικήσουν μια άλλη μορφή της επανάστασης: την επανάσταση του να κάνεις και να λες ό,τι σ’ ευχαριστεί γιατί δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις ούτε κάποιον να σε διατάζει στη ζωή σου.
Ποιους Ισπανούς συγγραφείς θα μας προτείνατε;
Δεν ξέρω εάν θα ’ναι εύκολο να βρείτε κάποιο από τα μεταφρασμένα βιβλία τους, αλλά για να καταλάβετε την προέλευση της κρίσης και τις επιπτώσεις της εγώ θα πρότεινα τον Isaac Rosa και τον Rafael Chirbes, είναι δύο μυθιστοριογράφοι της νέας κοινωνικής λογοτεχνίας.
Τι θα προτείνατε στους Έλληνες αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;
Να σκέφτονται ποια ήταν τα «ξαφνικά βιβλία» τους, δηλαδή εκείνα τα βιβλία που ήρθαν ξαφνικά στη ζωή τους και τους έκαναν να αλλάξουν, ακόμη και αν η μετατόπισή τους ήταν μόλις λίγα εκατοστά. Όλοι έχουμε κάποια «ξαφνικά βιβλία» από το παρελθόν μας σαν αναγνώστες, και δυστυχώς πολλές φορές ζούμε γυρνώντας τους την πλάτη.
Μετάφραση από τα ισπανικά: Βασίλης Κοκκινέλλης
Τα ανατρεπτικά βιβλία
Πάμπλο Γκουτιέρεθ
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου
Καστανιώτης
288 σελ.
ISBN 978-960-03-6199-5
Τιμή: €15,90
πηγή : diastixo.gr