Ούρσουλα Φωσκόλου: «Το κήτος» κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου
Είναι παρήγορο, ελπιδοφόρο και σημαντικό το γεγονός ότι οι νέοι άνθρωποι με σπουδές, διπλώματα και επιστημονικές περγαμηνές στρέφονται προς τη λογοτεχνία, καταθέτοντας εξαιρετικά έργα τα οποία στο μέλλον θα γίνουν ακόμα πιο σημαντικά –αποτελώντας το αύριο σε όλα τα είδη του λόγου– ποίηση, διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα. Αυτό το γεγονός δεν είναι πρωτόγνωρο, καθώς πάντα νεοφερμένοι λογοτέχνες διεκδικούσαν τη θέση τους από τους προηγηθέντες πιο μεγάλους σε ηλικία και πιο καταξιωμένους. Όπως επίσης γινόταν κάποτε η είσοδος στο χώρο των γραμμάτων μιας ορισμένης γενιάς, ενός συνόλου δηλαδή συγγραφέων που είτε γεννήθηκαν την ίδια περίοδο είτε εξέδωσαν την ίδια εποχή, και η συγκεκριμένη γενιά εκτόπιζε, επεσκίαζε ή ίσως μετρίαζε τη λάμψη και το κύρος των παλαιότερων, σε σημείο μάλιστα που να προκαλεί αφενός ατέρμονες συζητήσεις, αφετέρου έντονες αντεγκλήσεις και διαξιφισμούς τόσο για το μέγεθος όσο και για την αξία των εισερχόμενων στη δημιουργία.
Αυτό συνέβη και τώρα με την –ας την αποκαλέσουμε– ομάδα του ’80, όπου πάνω από μια δωδεκάδα συγγραφέων που γεννήθηκαν πάνω κάτω εκεί έχουν ταράξει τα νερά όχι μόνο στο πεδίο της κριτικής –που ούτως ή άλλως είναι μειοψηφικό– όσο στο αναγνωστικό επίπεδο, όπου εκφέρονται τα καλύτερα λόγια. Σε αυτή την κατ’ ευφημισμό γενιά –Τσίρμπας, Κυθρεώτης, Παλαβός, Παπαϊωάννου, Παπαμάρκος, Αστερής, Γκέζος, Πουλής, Τζίκας, Παπαντώνης– έρχεται να προστεθεί τώρα με το πρώτο της βιβλίο η τριαντάχρονη Ούρσουλα Φωσκόλου, η οποία –μινιμαλίστρια και αυτή– καταθέτει ερεθίσματα, ας μου επιτραπεί η έκφραση, πιο απλά από απλά, πιο ασήμαντα από ασήμαντα, πιο καθημερινά από καθημερινά, πιο οικεία από οικεία, αποδιώχνοντας κάθε διάθεση να ασχοληθεί με τα μεγάλα και συντριπτικά, με τα ογκώδη και βαρύγδουπα. Το Κήτος λοιπόν έρχεται να προσθέσει ένα ακόμη κομμάτι στο παζλ της νεότερης πεζογραφίας, τόσο με το ενδιαφέρον που εμπεριέχει όσο και με την τεχνική με την οποία είναι δομημένο, επισφραγίζοντας το δεδομένο πως οι νέοι συγγραφείς αυξάνουν σε αριθμό, γράφουν με ρέγουλα, πετώντας τα μη απαραίτητα, και τελικώς εκδίδουν με τη σκέψη τους στην ποιότητα και όχι στο συνονθύλευμα άσχετων σελίδων παρορμητικών επιταχύνσεων.
Το Κήτος έρχεται να προσθέσει ένα ακόμη κομμάτι στο παζλ της νεότερης πεζογραφίας, τόσο με το ενδιαφέρον που εμπεριέχει όσο και με την τεχνική με την οποία είναι δομημένο, επισφραγίζοντας το δεδομένο πως οι νέοι συγγραφείς αυξάνουν σε αριθμό, γράφουν με ρέγουλα, πετώντας τα μη απαραίτητα, και τελικώς εκδίδουν με τη σκέψη τους στην ποιότητα.
Το Κήτος είναι ένα, θα έλεγε κανείς, διπλό βιβλίο – άλλη μια πρωτοτυπία της νεαρής πεζογράφου. Στο πρώτο μέρος συναντά ο αναγνώστης μονοσέλιδα, ποιητικού προσδιορισμού κομμάτια –που όμως εμπεριέχουν γνήσια πεζογραφική στόφα–, ενώ στο δεύτερο μπορεί κάποιος να μιλήσει για αφηγήματα –έχω την αίσθηση πως δεν ολοκληρώνονται σε ακραιφνή διηγήματα–, κι αυτό είναι ίσως το μόνο μειονέκτημα του έργου, που βέβαια οφείλεται απλά και μόνο στο γεγονός της πρώτης εμφάνισης, στην απειρία γραφής, όπως αυτή πρέπει να διαχειρίζεται από τους τεχνίτες του λόγου. Παρ’ όλα αυτά, κυριολεκτικώς εντυπωσιάζει το γεγονός ότι η πεζογράφος ασχολείται με όσο το δυνατόν πιο άσημα θέματα, σε σημείο μάλιστα –ιδίως στα μεγαλύτερα του δεύτερου μέρους– να παίρνουν χαρακτήρα φωτογραφικών στιγμιοτύπων, κινηματογραφικών πλάνων, χωρίς δηλαδή να κυκλοφορεί καμιά διάθεση αναφορικής ή αναλυτικής τεχνικής του ερεθίσματος που μπορεί να είναι ανάμνηση, βίωμα, συμβάν, επεισόδιο ή ό,τι τέλος πάντων η δημιουργός έχει στην κατοχή της. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως πράγματι ενυπάρχει μια αναγνωστική μη-ικανοποίησης, πως μένουμε με το καλό χωρίς να το γευόμαστε, πως μας δίνεται κάτι το ασφαλές και αισθάνομαστε ανασφάλεια, πως τέλος κάθε γραμμή του κειμένου –ιδίως στο δεύτερο μέρος γιατί στο πρώτο όλα ειναι εμφανή– έχει να πει χωρίς να το κάνει. Αυτό βοηθά όχι μόνο στην πληρέστερη απομήκυνση που η Φωσκόλου επιθυμεί να καταθέσει, αλλά επιπλέον στην αύξηση της φαντασιακής παραμέτρου εκ μέρους του δέκτη, ο οποίος μπορεί να υποθέσει ό,τι θέλει, μπορεί φασματικά να δημιουργήσει τη δική του ιστορία, μπορεί να υπερβάλει ή να διογκώσει, μπορεί να μετριάσει ή να προσγειώσει το νήμα που τον συνδέει με τη γράφουσα.
Θα ήθελα να πω δυο λόγια και για τη γλώσσα, η οποία, ελαφρώς εκλεπτυσμένη, δημιουργεί μια υπόθεση ατμοσφαιρική άκρως ουδέτερη – δεν αφήνει δηλαδή η πεζογράφος να διαφανεί έντονα ο προσωπικός εσωτερικός της κόσμος. Τα «καλά ελληνικά» είναι πλέον μια φόρμα δεδομένη –ιδίως για όλους αυτούς που αναφέραμε παραπάνω, άρα και για τη Φωσκόλου–, είναι μια κατάσταση παγιωμένη, άρα δεν χρήζει περαιτέρω ευσήμων. Εκείνο όμως που θα άξιζε της προσοχής μας είναι η πραγματική δεξιοτεχνική μίξη ποίησης και πεζού στο πρώτο μέρος, όπου άνετα θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για πεζοποίηση, αν αυτός ο όρος δεν ακουγόταν παλιομοδίτικος. Γιατί οι ποιητικές εικόνες συγχρωτίζονται με απλές λογικές, γιατί το αποκρυπτόμενο συνεπάγεται ολοφάνερη προοπτική, γιατί το παρεκλίνον εστιάζει με ψυχολογικού τύπου συνιστώσες. Άρα κρατάμε στα χέρια μας το πρώτο βιβλίο μιας πολλά υποσχόμενης πεζογράφου, η οποία επικοινωνεί μαζί μας με γνώμονα την ποιότητα, τη φαντασία και, όπως διαβάζω στο οπισθόφυλλο και το βρίσκω συναρπαστικό, τη ματιά την παρθένα με την οποία ένα παιδί αντικρίζει τον κόσμο. Κάτι δηλαδή που, χωρίς υπερβολή, αντικαθιστά τη σοφία των ενηλίκων με την άγνοια κινδύνου, γνώσεων, φόβου, που ένα παιδί –άρα και η Φωσκόλου, που για τη λογοτεχνία δεν είναι παραπάνω από έφηβη– βλέπει τους γύρω της αφενός και την τέχνη γενικότερα.
Το κήτος
Ούρσουλα Φωσκόλου
Κίχλη
88 σελ.
ISBN 978-618-5004-49-1
Τιμή: €10,00
πηγή : diastixo.gr