Ουμπέρτο Έκο: «Χρονικά μιας ρευστής κοινωνίας» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Το βιβλίο με τον τίτλο Χρονικά μιας ρευστής κοινωνίας περιέχει δεκαπέντε τίτλους δοκιμίων και μια «Εισαγωγή». Τα κείμενα προέρχονται από τη συνεργασία του Ουμπέρτο Έκο με την εφημερίδα Espresso και με τίτλο της στήλης Le bustine di Minerva. Ο τίτλος προέρχεται από το κουτάκι με τα σπίρτα της φίρμας Minerva, το οποίο είχε δύο κενούς χώρους για να κρατά κάποιος σύντομες σημειώσεις. Από τις τετρακόσιες bustine που είχε συγκεντρώσει, πολλές έχουν δημοσιευτεί σε διάφορους τόμους και εδώ έχουμε δεκαπέντε. Όλες αναφέρονται σε φαινόμενα της «ρευστής κοινωνίας», στη διάρκεια μιας δεκαπενταετίας, σε μερικά από τα οποία επανέρχεται, επειδή βλέπει να επαναλαμβάνονται ενοχλητικά. Όσο για τον λατινικό δεύτερο τίτλο «pape Satàn aleppe», αυτός προέρχεται από τον Δάντη, είναι δυσερμήνευτος και μπορεί να εκφράσει οποιαδήποτε «ζαβολιά».
Προσθέτω κι εγώ τη δική μου ζαβολιά στη δική του, μεταφράζοντας τον τίτλο Le bustine di Minerva«τα στηθάκια της Αθηνάς», και όχι απλώς σημειωματάκια στο σπιρτόκουτο, παραπέμποντας σημειολογικά στα τρυφερά στήθη ή στην εκ καρδίας σοφία και γνώση της δικής του Μινέρβας και της δικής μας Αθηνάς.
Πρώτο κείμενο που δίνει και τον τίτλο, εν μέρει, στο βιβλίο, είναι «Η ρευστή κοινωνία», της οποίας τα χαρακτηριστικά θα προσπαθήσει να περιγράψει, ανατρέχοντας σε επιφανείς κοινωνιολόγους. Αρχίζοντας από τον «μεταμοντερνισμό» που στράφηκε σε μια «χιουμοριστική ή ειρωνική επιστροφή στο παρελθόν», χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει ένα γεγονός σε φάση κατασκευής, αντιπροσώπευσε μια διαδρομή από τον μοντερνισμό μέχρι το σήμερα, που δεν έχει όνομα και ήδη βρίσκεται σε κρίση. Πριν τον ορίσουμε και πριν καταλάβουμε τι είναι, έληξε η βασιλεία του, θύμα και αυτός της ρευστής κοινωνίας. Ο Έκο μελετά την κρίση στο κράτος, στη δικαιοσύνη, στη συντροφικότητα, στη θρησκεία, στην επανάσταση και παρατηρεί ότι όλα παραχωρούν τη θέση τους στην ανταγωνιστικότητα, στο φαίνεσθαι με οποιοδήποτε αντίτιμο, στον καταναλωτισμό, στην ανάγκη απόκτησης νέων αγαθών που αμέσως θα πεταχτούν στα σκουπίδια και θα αντικατασταθούν από άλλα. Με άλλα λόγια, τα πάντα ρει, αρχαία η ρήση και ακλόνητη πάντοτε.
Όπως λέει ο Μπάουμαν, έχουμε μια «εξομολογητική κοινωνία που προωθεί τη δημόσια έκθεση του εαυτού της σαν κυρίαρχη απόδειξη, και εμφανώς πιο αποτελεσματική, της κοινωνικής της ύπαρξης». Θέλουμε να μας ακούνε και να μας βλέπουν, η ιδιωτικότητα έχει χαθεί και κανείς δεν τη θέλει, κι ας κόπτεται για το αντίθετο.
Η κρίση του κράτους, θεσμών και ιδεολογίας είναι, εν ολίγοις, το χαρακτηριστικό της «ρευστής κοινωνίας». «Μηχανισμό εξανδραποδισμού» είχε ονομάσει το φαινόμενο ο Άγγελος Τερζάκης πριν από σαράντα, πάνω κάτω, χρόνια. Ο Έκο δεν βλέπει τι μπορεί να αναχαιτίσει τη ρευστότητα, «μας τελείωσε η πίστη σε μια σωτηρία από ψηλά, από το Κράτος ή την επανάσταση»· και εδώ νομίζω πως κάνει την προαναφερθείσα «ζαβολιά». Στερεί την πίστη του πιστού, την οποία δεν κατονομάζει, και μαζί της και κάθε άλλη –το κράτος και την επανάσταση– του ορθολογιστή οπαδού. Κι εμείς αναρωτιόμαστε καβαφικά «και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους». Ο Αλεξανδρινός είχε επισημάνει το πρόβλημα έναν αιώνα πριν, όπως και ο σύγχρονος και συνομιλητής του Έκο, ο Μπάουμαν, ο οποίος παραμένει προς το παρόν «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Το θρησκευτικό διακείμενο του Έκο, εμφανές ή κεκαλυμμένο, παραμένει και αυτό εντός της «ζαβολιάς». Ο άνθρωπος μόνος στη γη χωρίς πομπό από ψηλά και χωρίς δέκτη στα χαμηλά.
Σε μια άλλη «μπουστίνα» κάνει λόγο για όλες τις εφευρέσεις που ήρθαν να διευκολύνουν τη ζωή μας. Τι έγινε στο τέλος; Πολλές από αυτές μολύνουν το περιβάλλον. Η πρόοδος δεν σημαίνει να πηγαίνεις μπροστά με οποιοδήποτε αντίτιμο, μας λέει, και θυμάμαι εδώ τον Οδυσσέα Ελύτη σε μια ανάλογη διατύπωση: «μια καταπληκτική τεχνική πρόοδος αγωνίζεται να θεραπεύσει τα δεινά που προκαλεί στον άνθρωπο μια καταπληκτική τεχνική πρόοδος» (Ανοιχτά Χαρτιά, «Πρώτα-Πρώτα» σελ. 33) – φαύλος κύκλος, δηλαδή, και τον Ρεμπό που από το 1873 φώναζε: «Πρόοδος. Ο κόσμος βαδίζει εμπρός. Γιατί όχι να μη βαδίζει προς τα πίσω;». Και ο Έκο κελεύει προς την αντινομία: «Τείνετε προς το μέλλον! Πίσω ολοταχώς!», αφού ένα απλό κουτάλι, εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια «κάνει μια χαρά τη δουλειά του».
Στη συνέχεια μας μιλάει για την Ιστορία που εμφανίζεται, την πρώτη φορά, με τη μορφή της τραγωδίας και, τη δεύτερη, με τη μορφή της φάρσας. Όταν ο Έκο «αναπολεί» τα παιδικά του χρόνια, τη συσκότιση, το ψωμί με το δελτίο, τις δύο κυβερνήσεις της Ιταλίας, όταν νοσταλγεί τη μαντλέν και το τίλιο του Προυστ, τον Κλέφτη των ποδηλάτων του Ντε Σίκα, τη Ρώμη ανοχύρωτη πόλη του Ροσελίνι, με λίγα λόγια, όταν αναφέρεται στη φρικτή εποχή, μέσω του νεορεαλιστικού ιταλικού σινεμά, μιλάει για την τραγωδία του τότε, που τα παιδιά παίζοντας μπάλα στα καταφύγια κάνουν να φαίνεται σαν κωμωδία σήμερα. Όμως δεν είναι. Και θυμόμαστε τον Ροσελίνι που είπε στον Τρυφό «πρέπει να κινηματογραφούμε τα μικρά παιδιά με μεγαλύτερο σεβασμό», γιατί τα παιδικά μάτια μεταφέρουν τη φρίκη τού τότε ως παιχνίδι στο τώρα. Ο Έκο παιδί και ο Έκο συγγραφέας, μπροστά και πίσω στον χρόνο, ξέρει καλά τον εφιάλτη της αλήθειας.
Και γιατί τρέχουν οι άνθρωποι στην τηλεόραση να εξομολογηθούν δημοσίως τα πάθη τους και τις ντροπές τους; Μα γιατί έστω και για λίγο θα γίνουν διάσημοι και θα τους αναγνωρίζει την άλλη μέρα ο «μπακάλης» τους, αφού δεν υπάρχει πλέον Θεός που βλέπει και κρίνει. Στη ρευστή κοινωνία μας η υπόληψη κάποιου έχει αντικατασταθεί από το φαίνεσθαι, όχι για κάποιο σοβαρό λόγο ή σημαντική προσφορά στην τέχνη, στην επιστήμη, στη φιλανθρωπία, αλλά απλώς και μόνο γιατί είσαι «ξεγάνωτος ντενεκές». Απαξιωτικά μιλάει για το Twitter –μπαρ, όπου «μιλά ο λωλός του χωριού»–, για εκείνους που συζητούν δυνατά τα προσωπικά τους, για κείνους που εκτίθενται στο Facebook. Όπως λέει ο Μπάουμαν, έχουμε μια «εξομολογητική κοινωνία που προωθεί τη δημόσια έκθεση του εαυτού της σαν κυρίαρχη απόδειξη, και εμφανώς πιο αποτελεσματική, της κοινωνικής της ύπαρξης». Θέλουμε να μας ακούνε και να μας βλέπουν, η ιδιωτικότητα έχει χαθεί και κανείς δεν τη θέλει, κι ας κόπτεται για το αντίθετο.
Στις υπόλοιπες «μπουστίνες» εξετάζει τη μακροζωία, το πρότυπο της ασχήμιας, την υπερηφάνεια, τη σημασία του καθηγητή και του σχολείου, το σεξ ως «straight up μετά από μια κουραστική μέρα», το πορνό στο ίντερνετ, την ανάγκη του κινητού, τη διεθνή πολιτική, τις θρησκείες, τα σκάνδαλα, όλα όσα εξασφαλίζουν την εφήμερη δόξα τους μέσα στη ρευστή κοινωνία μας. Και όλα με πλούσιες διακειμενικές αναφορές σε κάθε είδους πηγή, επιστημονική, λογοτεχνική, καλλιτεχνική, με χιούμορ και χωρίς φόβο, πάθος και γλωσσικό ταμπού. Ενημερωτικότατος, διασκεδαστικότατος, διδακτικότατος, Απολαυστικότατος.
Χρονικά μιας ρευστής κοινωνίας
Pape satàn aleppe
Ουμπέρτο Έκο
Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη
Ψυχογιός
520 σελ.
ISBN 978-618-01-1770-7
Τιμή: €18,80
πηγή : diastixo.gr