Oscar Pantoja: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Oscar Pantoja γεννήθηκε το 1971 στην Κολομβία. Είναι σεναριογράφος και συγγραφέας. Το 2001 απέσπασε το Kρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος «Alejo Carpentier» για το μυθιστόρημα El Hijo (Ο γιος) και κρατική υποτροφία για ταινία μικρού μήκους από το Υπουργείο Πολιτισμού της Κολομβίας. Μίλησε στο diastixo.gr με αφορμή το graphic novel Γκάμπο (εκδόσεις Ίκαρος), που αφηγείται τη ζωή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Ο Γκαρσία Μάρκες κατάφερε να χαράξει στην ιστορία της λογοτεχνίας και του ανθρώπινου είδους εικόνες που δεν μπορούν να διαγραφούν.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου;
Ένα απόγευμα δέχτηκα μια κλήση από τον εκδότη μου, τον Τζον Ναράνχο. Μου είπε: «Ας κάνουμε ένα μυθιστόρημα για τον Γκάμπο σε μορφή graphic novel». Πάγωσα εντελώς. Τέτοιες ιδέες δεν σου έρχονται και κάθε μέρα. Έχω δουλέψει με τον Τζον και στο χώρο της λογοτεχνίας για κάποιο διάστημα, κάναμε μία ταινία και εγώ ήμουν ο σκηνοθέτης. Ξέραμε ο ένας τον άλλον πολύ καλά και επομένως γνωρίζαμε και την δουλεία μας ως επαγγελματίες. Συναντηθήκαμε και αρχίσαμε να συζητάμε πώς θα μπορούσαμε να το κάνουμε πραγματικότητα. Άρχισα να δουλεύω τη δομή του βιβλίου και μία εβδομάδα αργότερα τελείωσα το σχεδιασμό της πλοκής. Το βιβλίο επρόκειτο να ξεκινήσει τη στιγμή που ήρθε στο μυαλό του Γκάμπο η ιδέα της συγγραφής του Εκατό χρόνια μοναξιά, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του στο Ακαπούλκο. Άφου είχα βρει την ιδέα πώς να ξεκινήσω, «κλείδωσα» τον ευτό μου για τέσσερις μήνες, για να γράψω το βιβλίο.
Αλήθεια, δεν είναι δύσκολο να γράψεις για έναν διάσημο συγγραφέα;
Από τη δική μου οπτική γωνία, όχι. Στην πραγματικότητα, δεν δίνω έμφαση στο αν ο χαρακτήρας είναι δημοφιλής ή όχι. Εστιάζω στον ανθρώπινο χαρακτήρα του, στη δουλειά του, τη στιγμή που είχε επενδύσει ώστε να φτάσει την κορυφή, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Εκατό χρόνια μοναξιά. Πρέπει κανείς να πάρει το ρίσκο και να πηδήξει στο κενό για να δημιουργήσει ένα τέτοιο μαγευτικό έργο.
Υπάρχουν συγγραφείς όπως ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, ο Κάρλος Φουέντες και άλλοι που έγραψαν για τον Μάρκες. Ποια από αυτές τις διηγήσεις σας βοήθησε στο έργο σας;
Ο Βάργκας Λιόσα έκανε μια βαθιά έρευνα στο δοκίμιό του García Márquez: historia de un deicidio (Γκαρσία Μάρκες: Η ιστορία μιας θεοκτονίας). Διάβασα αυτήν τη μελέτη όχι πραγματικά με σκοπό να τη χρησιμοποιήσω στη δουλειά μου, αλλά για να δω πώς ο συγγραφέας προσεγγίζει τη δουλειά του συναδέλφου του. Ο Βάργκας Λιόσα φτάνει σε συγκεκριμένα συμπεράσματα σχετικά με το λογοτεχνικό έργο του Γκάμπο. Αυτό με βοήθησε να σιγουρευτώ ότι η δουλειά μου βρίσκονταν στον σωστό δρόμο.
Τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες τον συναντήσατε;
Όχι, δεν συνάντησα πότε τον Γκαρσία Μάρκες προσωπικά. Δεν τον είδα ποτέ. Τον συνάντησα στα βιβλία του, μάθαινα γι’ αυτόν ό,τι άκουγα από τις ειδήσεις. Τον έχω δει σε φωτογραφίες, σε βίντεο και στα μυθιστορήματά του. Πήρα το ρίσκο να μιλήσω για τη ζωή του και να παρουσιάσω τα έργα του. Πήρα το ρίσκο να γράψω για τη μαγεία του. Το αποτέλεσμα ήταν ένα μυθιστόρημα σε μορφή graphic novel, το πρώτο του είδους του στην Κολομβία και το πρώτο σχετικά με τον Γκαρσία Μάρκες στον κόσμο. Η πρώτη φορά που έμαθα για τον Γκάμπο ήταν στο σχολείο. Ήμουν στην τετάρτη τάξη. Ο δάσκαλός μας έφτασε στην τάξη με ένα μικρό βιβλίο και μας είπε ότι έπρεπε να το διαβάσουμε. Η μητέρα μου μού αγόρασε ένα μεταχειρισμένο βιβλίο πολύ παλιό αλλά όμορφο. Άρχισα να το διαβάζω και τότε όλα άλλαξαν. To El coronel no tiene quien le escriba (Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει) ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα και μου γέννησε την επιθυμία να γίνω και εγώ συγγραφέας.
Στο βιβλίο σας κάνετε μια απόπειρα να διηγηθείτε την εκπληκτική του πορεία στα γράμματα. Ποια ήταν τα σπουδαιότερα σημεία που τονίσατε;
Το βασικό σημείο στο οποίο έπρεπε να εστιάσω ήταν το Εκατό χρόνια μοναξιά, δηλαδή την αξιοσημείωτη, μεγάλη, λεπτομερή και συστηματική διαδικασία συγγαφής αυτού του βιβλίου. Ήταν ακριβώς σαν να χτίζεις ένα μέγαρο. Ήταν κάτι που ξεκίνησε με αμυδρές εικόνες, αναμνήσεις, αντιθέσεις και αργότερα έγινε το πρώτο χειρόγραφο, αυτό που ο ίδιος ονόμαζε el mamotreto. Τελείωσε τη συγγραφή του όταν ήταν 18. Είκοσι χρόνια αργότερα, στην ηλικία της ωριμότητας, έχοντας καταλάβει την λογοτεχνία, υπήρξε μία «εκρηκτική» περίοδος συγγραφής που διήρκησε 18 μήνες. Το γεγονός αυτό βρίσκεται στον πυρήνα του Γκάμπο.
Η αφήγηση μαζί με την εικόνα μοιάζει με μια κινηματογραφική απεικόνιση. Η ζωή όμως δεν είναι γεμάτη από άπειρες εικόνες;
Αυτό που προσπάθησα να κάνω είναι να δημιουργήσω κάτι που θα μοιάζει με ταινία. Η αρχική μου ιδέα ήταν σαφής: να τοποθετήσω την κάμερα σε μια διαφορετική γωνία, η οποία πιθανώς δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ ξανά για να επανερμηνεύσει τον Γκάμπο. Με ενδιέφερε η παρουσίαση της στιγμής της δημιουργίας, της στιγμής που σπινθηροβόλησε το φως του Μακόντο. Είπα στον εαυτό μου: «Η στιγμή της ξαφνικής σύλληψης της ιδέας του Εκατό χρόνια μοναξιά θα είναι το σημείο εκκίνησής μου». Αυτό ήταν το σημείο που διάλεξα για να κινηθώ «μπροστά» και «πίσω», το σημείο που διάλεξα να είναι το σημείο αναφοράς ώστε να κρατηθεί το βιβλίο ενιαίο. Για μένα ήταν η πιο σημαντική στιγμή. Από εκείνο το σημείο, η ιστορία κάνει κύκλους που συνδέονται με το παρελθόν και το μέλλον. Αυτός είναι ο τρόπος που έχει χτιστεί η ιστορία. Η οπτική από την ίδια τη στιγμή της δημιουργίας είναι κάτι θεμελιώδες και ολόκληρο το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από αυτό. Υπήρξαν πολλές ιστορίες για τη ζωή του Γκάμπο, είμαι σίγουρος πως θα υπάρξουν ακόμα περισσότερες, αλλά αυτό το βιβλίο έχει ένα ιδιαίτερο στοιχείο που κάνει τη διαφορά: αυτό είναι οι στιγμές του μυθιστορήματος που δεν υπήρξαν ποτέ , όπως συζητήσεις με τον παππού του και τη γυναίκα του. Εγώ παρέλλαξα τον χρόνο.
Ο Γκάμπο ήταν δημοσιογράφος και συγγραφέας. Αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες. Μόνιμος συμπαραστάτης η γυναίκα του. Πίσω από κάθε μεγάλο άντρα κρύβεται μια σπουδαία γυναίκα;
Καθώς έγραφα, ένιωσα ότι υπήρχε άλλος ένας χαρακτήρας που ερχόταν στο προσκήνιο: ήταν η Μερσέντες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έδωσε σημαντική υποστήριξη στο έργο και στη ζωή του Γκάμπο. Δεν το σχεδίασα καν. Αυτή βρισκόταν απλά εκεί και ήταν αδύνατον να μη νιώσω την παρουσία της. Υπάρχει ένα σημείο-κλειδί στο βιβλίο, όταν, μετά από πολλά προβλήματα, τελικά αποστέλλουν το χειρόγραφο του Εκατό χρόνια μοναξιά. Τότε ήταν που είπε: «Το μόνο πράγμα που λείπει είναι ότι το μυθιστόρημα δεν είναι καλό». Δεν θα έλεγα ότι η Μερσέντες ήταν μια γυναίκα που βρισκόταν πίσω από έναν πολύ επιτυχημένο άντρα. Ήταν μια εξέχουσα γυναίκα που βρισκόταν στη ζωή ενός εξέχοντος συγγραφέως.
Στο Εκατό χρόνια μοναξιά, ο συγγραφέας έδωσε στη δική του ιστορία την ιδανική της μορφή. Τι περιείχε από το σύμπαν για το οποίο ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ήθελε να μιλήσει;
Ο Γκάμπο έδωσε στην ιστορία την ιδανική της μορφή, αφού βρήκε τον κατάλληλο τόνο και στυλ, ενώ ταξίδευε με την οικογένειά του στο Ακαπούλκο. Μπουμ! Όλο το σύμπαν για το οποίο ήθελε να μας μιλήσει ήταν εκεί!
Για να εκδοθεί το βιβλίο αγωνίστηκε σκληρά. Αρκετοί εκδότες το απέρριψαν, μέχρι να βρει το δρόμο του και να εκδοθεί. Τι θα συνέβαινε, αλήθεια, αν καθυστερούσε ακόμη η έκδοση αυτού του αριστουργήματος;
Πιστεύω ότι υπάρχουν βιβλία που είναι προορισμένα να εκδοθούν, ακόμα και αν πρέπει να περάσουν δυσκολίες. Το λογοτεχνικό έργο του Κάφκα, το Pedro Paramo του Χουάν Ρούλφο, το Εκατό χρόνια μοναξιά αργά ή γρήγορα ήταν προορισμένα να βρουν τους αναγνώστες τους. Αν καθυστερούσαν για έναν μήνα ή για έναν χρόνο, τίποτα δεν θα συνέβαινε. Αν κι άλλοι εκδότες απέρριπταν το βιβλίο του, ο Γκάμπο θα συνέχιζε την προσπάθεια μέχρι το βιβλίο του να εκδοθεί. Το να είσαι συγγραφέας σημαίνει ότι είσαι επίμονος, πεισματάρης και δεν τα παρατάς ποτέ.
Γιατί το Εκατό χρόνια μοναξιά θεωρείται διαχρονικό και κλασικό ανάγνωσμα;
Είναι ένα από τα πιο κλασικά βιβλία όλων των εποχών. Ο ίδιος ο τίτλος είναι μια προειδοποίηση για μια υπερβολή. Δεν είναι είκοσι ούτε πενήντα: είναι εκατό χρόνια μοναξιά, κάτι που υπερβαίνει την αντίληψη του ανθρώπου. Αυτό προβλέπει ότι κάθε στοιχείο του διηγήματος είναι μία ανάταση της ανθρώπινης ζωής. Αυτό το θεμελιώδες στοιχείο έλειπε όταν ο Μάρκες, όντας 18 χρονών, άρχιζε να γράφει αυτό το μυθιστόρημα με τον τίτλο La casa (Το σπίτι). Ο τίτλος La casa είναι ένας απλός τίτλος, πολύ κοινός, θα μπορούσε να περάσει ακόμα και απαρατήρητος, αν δεν λαμβάναμε υπόψη την τεράστια σημασία της λέξης «σπίτι». Έπειτα από χρόνια αναμονής, όπως είπε ο Μάρκες, μεγάλωσε σε μυθολογικές αναλογίες. Μια ξεθωριασμένη και ξεχασμένη πραγματικότητα αντικαταστάθηκε από μια ισχυρή, δυνατή και πιστευτή φαντασία: μια καλύτερη πραγματικότητα. Ακόμα και με τον ίδιο τίτλο, ένα τεράστιο κύμα δυστυχίας προσδοκάται στο μυθιστόρημα: ακριβώς το γεγονός ότι μια οικογένεια με το πέρασμα των γενεών μπορεί να ζει σε τέτοια μοναξιά είναι απλά αποκρουστικό. Πιθανόν ο Μάρκες γνώριζε αυτό το χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους. Ο Γερμανός σκηνοθέτης Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ συνόψισε αυτή την ιδέα σε ένα από τα ρητά του: «Δεν βρισκόμαστε εδώ για να ζούμε μόνοι, αλλά δεν έχουμε μάθει τον τρόπο να είμαστε μαζί». Το Μακόντο είναι κομμάτι στο ανθρώπινο μυαλό. Ακόμα και το άκουσμα του ονόματός του εξηγεί, χωρίς να προσθέσουμε τίποτα άλλο, εκατοντάδες πράγματα: είναι ένα μέρος, μια ιδιοσυγκρασία και ένας τρόπος ζωής. Κάτι που δεν υπήρχε πριν τώρα είναι κομμάτι μας, μας γεμίζει και διευρύνει τη σκέψη μας.
Γιατί η Λατινική Αμερική έχει σπουδαίους συγγραφείς που έχουν γράψει μεγάλα μυθιστορήματα;
Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να επισημάνουμε για τους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς είναι ότι ήταν πολύ σοβαροί όταν επρόκειτο να ασχοληθούν με τη λογοτεχνία, αφού έκαναν ολόκληρες μελέτες στο πώς να φτιάξουν μία ιστορία. Στο παρελθόν η μορφή και το παρασκήνιο της ιστορίας δεν είχε πολύ σημασία, αφού ο κόσμος ήθελε απλώς να πει μια ιστορία. Αλλά αργότερα, με το πέρασμα του χρόνου, οι συγγραφείς άρχισαν να δουλεύουν περισσότερο την πλοκή, τη δομή και το παρασκήνιο της ιστορίας. Έγιναν ερευνητές, ενδιαφερόμενοι για την τέχνη του να λες μια ιστορία. Ο Γκαρσία Μάρκες, ο Φουέντες, ο Βάργκας Λιόσα, ο Ρούλφο, ο Κορτάσαρ ήταν συγγραφείς που νοιάζονταν για την αισθητική των συγγραμάτων τους. Μελέτησαν και σχεδίασαν τα έργα τους χρησιμοποιώντας πολύπλοκες τεχνικές. Αυτό επέτρεψε στα κείμενά τους να φτάσουν σε όλο τον κόσμο και να γίνουν παγκόσμια.
Πώς νιώθετε που το βιβλίο σας μεταφράστηκε και στην ελληνική γλώσσα;
Η γνώση ότι υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα που διαβάζουν το μυθιστόρημά μας με κάνει να νιώθω χαρά. Η λογοτεχνία είναι ένα τρόπος επικοινωνίας, ένας τρόπος που μπορεί να μας ενώσει, στον οποίο μπορούμε να χτίσουμε και όχι να καταστρέψουμε. Το γεγονός ότι έχουμε αναγνώστες σε ελληνικά σχολεία, πανεπιστήμια και σπίτια κάνει την απόσταση μεταξύ μας ακόμα μικρότερη. Το ίδιο συνέβαινε όταν διαβάζαμε τα κλασικά ελληνικά βιβλία. Όπως ο ίδιος ο Γκάμπο διάβαζε ελληνική λογοτεχνία. Μαθαίνουμε ο ένας για τον άλλο, ερχόμαστε πιο κοντά και γινόμαστε φίλοι μέσα από ένα βιβλίο.
Υπάρχουν βιβλία που είναι προορισμένα να εκδοθούν, ακόμα και αν πρέπει να περάσουν δυσκολίες. Το λογοτεχνικό έργο του Κάφκα, το Pedro Paramo του Χουάν Ρούλφο, το Εκατό χρόνια μοναξιά αργά ή γρήγορα ήταν προορισμένα να βρουν τους αναγνώστες τους.
Γνωρίζετε ότι τη μετάφραση την έχει κάνει η κ. Κλαίτη Σωτηριάδου, που έχει μεταφράσει και τα βιβλία του συγγραφέα;
Θα ήθελα να την ευχαριστήσω για αυτό που έκανε. Η μετάφραση είναι η επαναδημιουργία ενός εργου τέχνης. Είναι ένα από τα πιο τίμια επαγγέλματα που ξέρω.
Τι μήνυμα θα στέλνατε στους Έλληνες αναγνώστες;
Το πρώτο είναι ότι εύχομαι να δουν το βιβλίο αυτό ως μία πύλη στον κόσμο του Γκάμπο. Ήθελα να γράψω αυτό το βιβλίο για να κατανοήσω τη ζωή του ως συγγραφέα, να καταλάβω το λογοτεχνικό του έργο, τις ιστορίες του και το στυλ του. Ο Γκαρσία Μάρκες κατάφερε να χαράξει στην ιστορία της λογοτεχνίας και του ανθρώπινου είδους εικόνες που δεν μπορούν να διαγραφούν. Είναι καταπληκτικός, γι’ αυτό και του δόθηκε το υψηλότερο βραβείο της λογοτεχνίας. Ο πάγος, η θάλασσα, η ζέστη και η βροχή είναι μερικές από τις εικόνες που χρησιμοποιήθηκαν στα έργα του σε μεγαλύτερο βαθμό. Το δεύτερο μήνυμα είναι ότι το κόμικ ως λογοτεχνικό είδος έχει αναπτυχθεί και έχει γίνει πολύ περίπλοκο. Τα graphic novel προσελκύουν αναγνώστες από όλες τις ηλικίες. Εδώ και πολύ καιρό τα κόμικς έχουν πάψει να είναι μόνο βιβλία για σούπερ ήρωες και έχουν γίνει ένας χώρος για να αφηγούμαστε και να περιγράφουμε την περιπλοκότητα του σύγχρονου ανθρώπου, την κοινωνική του κατάσταση, τις λαχτάρες, τις φιλοδοξίες, τις νίκες και τις ήττες του. Έχουν γίνει μία πολύ καλή υποστήριξη για τη συμβατική λογοτεχνία. Τα κόμικς είναι γνωστά ως η ένατη τέχνη. Έχουν χρησιμοποιηθεί για να απεικονίσουν τη ζωή πολλών καλλιτεχνών και διανοητών, με υψηλή ποιότητα και καταπληκτικό βαθμό πολυπλοκότητας.
Θερμές ευχαριστίες για τη μετάφραση από τα ισπανικά στα αγγλικά στους Olga Sorokina και John Ospina, και από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα στον Θοδωρή Ιντζέμπελη.
Γκάμπο
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, αναμνήσεις μιας μαγικής ζωής
Oscar Pantoja
Εικονογράφηση: Felipe Camargo Rojas, Tatiana Córdoba
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου
Ίκαρος
180 σελ.
ISBN 978-960-572-079-7
Τιμή: €14,50
Πηγή : diastixo.gr