«“Ο Βαφτιστικός” του Θεόφραστου Σακελλαρίδη στην Εθνική Λυρική Σκηνή» του Κώστα Καρασαββίδη
Είμαστε στα 1918. Ένας νεαρός «βαφτιστικός» επιστρέφει με άδεια από το μέτωπο στο αστικό σπίτι της «νονάς» του. Ένας ενενηνταοκτάχρονος Βαφτιστικός επιστρέφει μετά από 11 χρόνια στο αστικό σπίτι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (τελευταίο του σκηνικό ανέβασμα την περίοδο 2004/05). Πόσο επίκαιρη μπορεί να είναι σήμερα μια οπερέτα γραμμένη το 1918, η πλοκή της οποίας βασίζεται σε μια παλιότερη γαλλική φαρσοκωμωδία του 1916, προκειμένου να ανταποκριθεί στα γούστα του κοινού των αρχών του προηγούμενου αιώνα; Πόσο μπορούν να συγκινήσουν τον σύγχρονο θεατή οι ήχοι (βαλς, μαζούρκα, πόλκα, ταγκό) ενός είδους που άκμασε προπολεμικά και που δεν υπάρχει πια; Άραγε η ελληνική οπερέτα είναι πλέον ένα μουσειακό είδος και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται; Μήπως απευθύνεται στο κοινό της Λυρικής Σκηνής που παραδοσιακά είναι μεγαλύτερης ηλικίας και επομένως είναι πάντα επίκαιρη; Ή μήπως επειδή ο Βαφτιστικός είναι το δημοφιλέστερο έργο του είδους δεν χρειάζεται καμιά ανανέωση;
Αυτοί οι προβληματισμοί φαίνεται να απασχόλησαν και τους υπεύθυνους ρεπερτορίου της ΕΛΣ, οδηγώντας τους να αναθέσουν τη σκηνοθεσία του έργου στον «μεταμοντέρνο» Σίμο Κακάλα, που κάθε νέα του σκηνοθετική απόπειρα αναμένεται πάντα από τους θεατρόφιλους, γίνεται αντικείμενο συζητήσεων στους θεατρολογικούς κύκλους και απασχολεί την κριτική. Και παρόλο που ο Βαφτιστικός δεν είναι ένα έργο που θεωρητικά θα επέλεγε ο ίδιος ο Κακάλας (αν και η μεγάλη του αναγνώριση ήρθε με την Γκόλφω), στην πρώτη του συνεργασία με την ΕΛΣ κατάφερε να πραγματοποιήσει τους στόχους που έθεσε ο ίδιος στον εαυτό του ως προς τη σκηνοθεσία της οπερέτας, δηλαδή να προσδώσει στο έργο «ταχύτητα, ακρίβεια και οξυδέρκεια» προκειμένου να αναδείξει το κωμικό στοιχείο.
Φορώντας τους φουστανέλες και φράκο ο Κακάλας εύγλωττα σχολίασε με τον δικό του τρόπο την ξενόφερτη οπερέτα που προσπάθησε να επιβληθεί στο μουσικό τοπίο της Ελλάδας και να εκτοπίσει τον επικρατούντα αμανέ των αστικών κέντρων του 1920.
Καθώς όμως το λυρικό θέατρο ακολουθεί κάποιους δικούς του αναγκαστικούς περιορισμούς λόγω του τραγουδιστικού παράγοντα, ο Κακάλας σκηνοθετικά δεν είχε μεγάλη ευελιξία στην κίνηση ή τοποθέτηση των λυρικών τραγουδιστών στη σκηνή. Παρόλο που στο σκηνοθετικό του σημείωμα κάνει λόγο για «περφόρμερς», στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να μετατρέψει τους σολίστες και τους χορωδούς σε σύγχρονους περφόρμερς. Φαίνεται πως το αντιλήφθηκε ήδη από τη διαδικασία των προβών και γι’ αυτό η δική του συνεισφορά στο έργο αναγνωρίζεται κυρίως σε τρία επιμέρους στοιχεία, που διερρήγνυαν τη γραμμική εξέλιξη του έργου και διαφοροποιούνταν τελείως από την αρχική πλοκή.
Το πρώτο στοιχείο είναι η χρήση της μάσκας. Μάσκες φορούσαν οι τέσσερις «κατασκευασμένοι» από τον σκηνοθέτη βωβοί ρόλοι, αυτοί των υπηρετών, που «ντύθηκαν» όλη την ιδιαίτερη αισθητική του Κακάλα και απέκτησαν τη δική τους υπόσταση. Φορώντας τους φουστανέλες και φράκο ο Κακάλας εύγλωττα σχολίασε με τον δικό του τρόπο την ξενόφερτη οπερέτα που προσπάθησε να επιβληθεί στο μουσικό τοπίο της Ελλάδας και να εκτοπίσει τον επικρατούντα αμανέ των αστικών κέντρων του 1920. Στην ίδια γραμμή δούλεψε άλλωστε και το δεύτερο στοιχείο, εικονοπλαστικά αυτή τη φορά. Εκεί ο σκηνοθέτης δημιούργησε εικόνες ενός ευκλεούς παρελθόντος, αυτού της Ελληνικής Επανάστασης, στήνοντας με tableaux vivants τη δική του εκδοχή δύο σχετικών έργων ζωγραφικής: της «Εξόδου του Μεσολογγίου» του Βρυζάκη και της «Νίκης που στεφανώνει» του Ιακωβίδη – και μάλιστα υπονομευτικά, προκειμένου να πλαισιώσει την αφήγηση του κεντρικού ήρωα, του Πέτρου Χαρμίδη, ο οποίος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άνετα ως αμοραλιστής. Το τρίτο στοιχείο της σκηνοθεσίας είναι η αποστασιοποίηση. Οι υπηρέτες του χορεύουν τσάμικο, μπαινοβγαίνουν στη σκηνή μεταφέροντας σκηνικά αντικείμενα, πότε-πότε αφαιρούν τη μάσκα, αλλά πάντοτε κάνουν υποκλίσεις εισερχόμενοι και εξερχόμενοι της σκηνής ή παντομιμικά συμπληρώνουν την υπόθεση. Επιπλέον, στην «ορχήστρα των ατσίγγανων» ο Κακάλας έδωσε το δικό του στίγμα, όχι μόνο δημιουργώντας μια τσιρκολάνικη ατμόσφαιρα, αλλά τοποθετώντας ένα γαϊδούρι να ζητά να πληρωθεί, να παίζει κιθάρα και να χάνει, κυριολεκτικά, τα άκρα του όταν τα τραβούν απρόσεκτα οι υπόλοιποι τσιγγάνοι.
Ο Κακάλας, παρόλο που επιχείρησε να υπονομεύσει το αρχικό αστικό υπόβαθρο της οπερέτας, περιορίστηκε σε μικρές μονάχα επεμβάσεις. Συνολικά ο σκηνοθέτης σεβάστηκε το έργο ως καλλιτεχνική δημιουργία μιας συγκεκριμένης εποχής, καταθέτοντας ωστόσο μια μοντέρνα σκηνοθεσία στο ξημέρωμα της δεύτερης εκατονταετίας της ζωής του Βαφτιστικού. Στο σκηνοθετικό του αυτό όραμα κινήθηκαν τα ρεαλιστικά σκηνικά του Αντώνη Δαγκλίδη και τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ, αλλά και οι φωτισμοί του Περικλή Μαθιέλλη, που δημιούργησαν εξαιρετικές ατμόσφαιρες.
Συνολικά ο σκηνοθέτης σεβάστηκε το έργο ως καλλιτεχνική δημιουργία μιας συγκεκριμένης εποχής, καταθέτοντας ωστόσο μια μοντέρνα σκηνοθεσία στο ξημέρωμα της δεύτερης εκατονταετίας της ζωής του Βαφτιστικού
Αν θα έπρεπε να ξεχωρίσουμε κάποιους από τους σολίστες της παράστασης, αυτοί θα ήταν δύο. Πρώτος ο Σταμάτης Μπερής, που έπλασε έναν υπέροχο Ζαχαρούλη – πραγματικό «κουραμπιέ», εκτελώντας άψογα τα τραγουδιστικά του σόλο και τα μεγάλα υποκριτικά κομμάτια του ρόλου του. Δεύτερος, κάποιος που σχεδόν δεν τραγούδησε νότα. Ο Αναστάσιος Στέλλας, υποδυόμενος τον Μάρκο Κορτάση, τον πραγματικό βαφτιστικό του έργου, απέδειξε πως διαθέτει μια εκπληκτική κωμική ποιότητα, καθώς κυριάρχησε στη σκηνή και κέρδισε το κοινό άμα τη εμφανίσει. Ίσως μάλιστα η περίπτωσή του να είναι χαρακτηριστική για το τι θα μπορούσε να επιτύχει συνολικά ο Κακάλας, αν δεν είχε τους περιορισμούς του οπερετικού είδους.
Συντελεστές
Μουσική διεύθυνση: Γιώργος Αραβίδης - Ανδρέας Πυλαρινός
Σκηνοθεσία: Σίμος Κακάλας
Σκηνικά: Αντώνης Δαγκλίδης
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισουελ
Χορογραφία: Ιρίνα Ακριώτη-Κολιουμπάκινα
Φωτισμοί: Περικλής Μαθιέλλης
Βιντεοπροβολές: Στάθης Μήτσιος
Διεύθυνση Χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Συμμετέχει η Ορχήστρα και η Χορωδία της ΕΛΣ
Ερμηνεύουν: Άννα Στυλιανάκη, Τζίνα Πούλου, Διαμάντη Κριτσωτάκη, Δέσποινα Σκαρλάτου, Δημήτρης Πακσόγλου, Γιάννης Χριστόπουλος, Σταμάτης Μπερής, Κωστής Ρασιδάκις, Στέφανος Κορωναίος, Παύλος Μαρόπουλος , Αναστάσιος Στέλλας, Θανάσης Ευαγγέλου, Νίκος Τσαούσης, Εμμανουήλ Λορέντζος, Νίκος Κατσιγιάννης, Αγγελική Μαρινάκη, Αναστασία Χριστοφιλάκη
Μπαλέτο: Γεωργία Τρίτση, Αθηνά Βρούβα, Κατερίνα Κήκου, Δέσποινα Μπισμπίκη, Βερόνικα Παπαδημητρίου, Μπλέντι Λατίφι, Ευάγγελος Λαφάρας, Εσμεράλντο Μπίτρο, Ιλίρ Σίπρι
Τελευταίες παραστάσεις 20, 21 & 22 Μαΐου
Ώρα έναρξης 20.00
Τιμή εισιτηρίου
€15, €25, €30, €35 (γενική είσοδος), €10 (Φοιτητικό, παιδικό) και €7, €10, €12, €20 (περιορισμένης ορατότητας)
Θέατρο Ολύμπια
Ακαδημίας 59, Αθήνα
Τηλ. 210 366 2100
Πηγή : diastixo.gr