Ο Πολυχρόνης Κουτσάκης σε α΄ πρόσωπο

2017-06-07 09:38

Ο Πολυχρόνης Κουτσάκης σε α΄ πρόσωπο

Ξεκίνησα να γράφω το 1995, αλλά τα πρώτα δύο χρόνια ήμουν χομπίστας. Πίστευα πως θα συνέχιζα το πρώτο μου χειρόγραφο όταν θα με επισκεπτόταν ξανά η έμπνευση, και πανάθεμά την ερχόταν πολύ αραιά, είχε μάλλον κι άλλα ραντεβού εκτός από μένα. Το καλοκαίρι του 1997, έχοντας πάρει το πτυχίο μου, αποφάσισα να κάτσω να δουλέψω σοβαρά πάνω στο χειρόγραφο, το οποίο έμελλε να εκδοθεί έναν χρόνο αργότερα ως το πρώτο μου μυθιστόρημα, Το κάψιμο της σημαίας. Οπότε, φέτος κλείνω 20 χρόνια από τότε που αποφάσισα ότι το γράψιμο για μένα είναι πολλά πράγματα (ανάγκη, ανάσα, αυτοκαταπίεση, κανονική δουλειά) αλλά πάντως δεν είναι χόμπι.

 Τα πρώτα δύο χρόνια ήμουν χομπίστας. Πίστευα πως θα συνέχιζα το πρώτο μου χειρόγραφο όταν θα με επισκεπτόταν ξανά η έμπνευση, και πανάθεμά την ερχόταν πολύ αραιά, είχε μάλλον κι άλλα ραντεβού εκτός από μένα.

Αυτό που δεν ήξερα, βέβαια, όταν αποφάσιζα πως θα περάσω τη ζωή μου γράφοντας, ήταν πως η συγκεκριμένη δουλειά είναι η πιο δύσκολη που υπάρχει. Και δεν αναφέρομαι στο προφανές, ότι πρέπει να στύβεις το μυαλό και την καρδιά σου για να βγάλεις ό,τι πιο πρωτότυπο και ενδιαφέρον διαθέτουν, σε σημείο που πολλές φορές να προτιμάς να κάνεις οτιδήποτε άλλο επειδή είναι τόσο εξουθενωτικό το να γράψεις. Όχι, δεν εννοώ αυτό, διότι όλη αυτή η πνευματική και ψυχική ταλαιπωρία ισοφαρίζεται και με το παραπάνω από την ικανοποίηση που σου προσφέρει το να κρατάς το βιβλίο σου στα χέρια σου, να το βλέπεις στα χέρια (ή στο τάμπλετ) άλλων ανθρώπων, ή να βλέπεις το θεατρικό σου έργο επί σκηνής. Αυτό που εννοώ είναι το ξύλο. Το ανελέητο ξύλο που τρως και ξέρεις ότι θα συνεχίσεις να τρως, όταν γράφεις, όσο καλά κι αν μοιάζουν στον έξω κόσμο να πηγαίνουν τα πράγματα για σένα, σε όποιο συγγραφικό επίπεδο κι αν βρίσκεσαι. Οπότε, σήμερα, «σε α΄ πρόσωπο», θέλω να μοιραστώ εν συντομία κάποιες μόνο από τις αναμνήσεις μου, γεμάτες ξύλο. Πριν τις μοιραστώ, να πω ότι δεν θα άλλαζα με τίποτα αυτά τα είκοσι χρόνια, που είναι γεμάτα από ευτυχισμένες συγγραφικές στιγμές και στην πεζογραφία και στο θέατρο, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αλλά είναι τόσο πολύ το ξύλο… Πάμε λοιπόν:

1998: Είμαι 24 χρονών, έχω τελειώσει το χειρόγραφο για Το κάψιμο της σημαίας και το έχω υποβάλει σε κάποιους εκδοτικούς. Ένας πολύ μεγάλος εκδοτικός οίκος μού τηλεφωνεί για να με ενημερώσει πως το βιβλίο τούς ενδιαφέρει πολύ, και σύντομα θα επικοινωνήσουν ξανά μαζί μου για να ανέβω στην Αθήνα (ζούσα στα Χανιά) και να συναντηθούμε. Δεν μου έχουν τηλεφωνήσει ακόμα, μπορεί να το σκέφτονται.

1999: Ο εκδοτικός οίκος που εξέδωσε Το κάψιμο της σημαίας με ενημερώνει πως το επόμενο χειρόγραφό μου δεν τους άρεσε. Το στέλνω σε μερικούς εκδοτικούς ακόμα. Φυσάει πολύ, μάλλον γι’ αυτό οι πόρτες που τρώω κλείνουν με δύναμη.

2000: Εκδίδονται δύο βιβλία μου (ένα μυθιστόρημα και μια ποιητική συλλογή). Οι εκδοτικοί οίκοι μου τα στέλνουν σε κριτικούς λογοτεχνίας στις μεγάλες εφημερίδες, και περιμένω να ακούσω τη θετική ή την αρνητική τους γνώμη. Τελικά έχουν όλοι την ίδια ακριβώς άποψη για τα βιβλία μου: την απόλυτη σιωπή. Την άποψη αυτή (με 1-2 εξαιρέσεις) θα συνεχίσω να την ακούω για πολλά-πολλά-πολλά χρόνια. Πολλά όμως.
Ο Πολυχρόνης Κουτσάκης σε α΄ πρόσωπο

2001: Έχω γνωρίσει από τρομερή τύχη δύο ζευγάρια μυθικών ανθρώπων, που δεν πιστεύω καν ότι με έχουν «υιοθετήσει» και κάθομαι στο ίδιο τραπέζι μαζί τους – τσιμπιέμαι συχνά για να βεβαιωθώ ότι δεν τα έχω χαμένα. Με τον έναν από αυτούς γράφουμε μαζί ένα σενάριο, για να το σκηνοθετήσει. Προσεγγίζει έναν από τους πιο γνωστούς Έλληνες ηθοποιούς του 20ού αιώνα. Του απαντάει θετικά – θα παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Περνάει καιρός μέχρι να πάρουμε απάντηση από το Κέντρο Κινηματογράφου. Όταν παίρνουμε, ο ηθοποιός δεν μπορεί. Ο φίλος μου προσεγγίζει έναν άλλο, εξίσου μεγάλο ηθοποιό. Του απαντάει κι αυτός θετικά. Περνάει πάλι καιρός. Όταν πια παίρνουμε απάντηση από το Κέντρο Κινηματογράφου, ο φίλος μου έχει μπλέξει με πολλά άλλα πρότζεκτ, και η ταινία δεν γίνεται ποτέ. Το ίδιο θα μου συμβεί αρκετές φορές στα επόμενα χρόνια με θεατρικά έργα που έφτασαν κοντά ή πολύ κοντά ή στο αμήν να ανέβουν και πάντα την τελευταία στιγμή κάτι γινόταν και δεν ανέβαιναν.

2002: Σκηνοθέτης αποφασίζει να κάνει ταινία σενάριό μου. Με ενημερώνει ότι βρήκε παραγωγό. Ο παραγωγός με παίρνει τηλέφωνο για να μιλήσουμε για το σενάριό μου. Δεν του αρέσει τίποτα στο σενάριό μου, απλώς θέλει να συνεργαστεί με τον σκηνοθέτη. Μετά από δεκαπέντε λεπτά κράξιμο για το σενάριό μου, αφήνω το τηλέφωνο δίπλα στη βάση του και περπατάω γύρω γύρω στο δωμάτιό μου. Ο παραγωγός συνεχίζει να μιλάει. Όταν κλείνουμε, μαθαίνω ότι πρότεινε στον σκηνοθέτη να κάνουν μαζί ένα άλλο σενάριο.

2007: Υπογράφω με πολύ γνωστή ατζέντισσα στον Καναδά. Μου δηλώνει βέβαιη πως θα πουλήσει το βιβλίο μου, που της άρεσε πολύ. Δεν πουλάει το βιβλίο μου. Δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει το επόμενο βιβλίο μου. Δεν απαντάει στα emails μου. Δεν κλαίει που φεύγω.

2008: Το έργο μου Σύστημα Ρολόι παίρνει το Α΄ Κρατικό Βραβείο. Το βραβείο, αλλά και το μεγάλο ενδιαφέρον πολλών ανθρώπων από διαφορετικούς θιάσους να το ανεβάσουν, με γεμίζουν αισιοδοξία πως θα ανέβει σύντομα. Σήμερα, εννιά χρόνια αργότερα, δεν έχει ανέβει ακόμα.

 Περιμένω να ακούσω τη θετική ή την αρνητική τους γνώμη. Τελικά έχουν όλοι την ίδια ακριβώς άποψη για τα βιβλία μου: την απόλυτη σιωπή. Την άποψη αυτή (με 1-2 εξαιρέσεις) θα συνεχίσω να την ακούω για πολλά-πολλά-πολλά χρόνια. Πολλά όμως. 

2008: Ζω στον Καναδά. Ένα μεγάλο θέατρο αποφασίζει να δουλέψει, σε επίπεδο workshop, ένα έργο μου, με προοπτική να το ανεβάσει. Λέω στη δραματουργό του θεάτρου ότι αποφάσισα για προσωπικούς λόγους να επιστρέψω στην Ελλάδα, αλλά είμαι διατεθειμένος να πηγαινοέρχομαι για το ανέβασμα του έργου. Με ρωτάει αν της μιλάω σοβαρά. Αν έχω ιδέα σε πόσους δίνεται αυτή η ευκαιρία. Με ρωτάει αν είμαι (σταυρόλεξο: η πιο γνωστή ελληνική λέξη, με επτά γράμματα) και δεν απαντάει ποτέ ξανά ούτε σε email μου.

2008: Συναντιέμαι με Έλληνα τηλεοπτικό παραγωγό που ενδιαφέρεται για σενάριό μου. Μου ζητάει τη γνώμη μου για την ελληνική τηλεόραση. Του λέω πόσο με εκνευρίζει που γίνονται αρκετά σίριαλ που είναι ξεδιάντροπες κόπιες ξένων. Μου ζητάει ένα παράδειγμα. Του δίνω ως παράδειγμα την πιο ξεδιάντροπη κόπια στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Ανακαλύπτω πως ο ίδιος ήταν ο παραγωγός. Περιέργως, δεν μου ζητάει να ξανασυναντηθούμε.

2009: Στέλνω ένα χειρόγραφό μου σε μεγάλο ελληνικό εκδοτικό οίκο, μέσω κοινής γνωστής. Η υπεύθυνη του εκδοτικού δεν θεωρεί αρκετή μια αρνητική απάντηση, ότι δεν της άρεσε το βιβλίο. Όχι. Λέει στην κοινή μας γνωστή να μου μεταφέρει ότι δυστυχώς δεν ξέρω να γράφω.

2010: Ο ατζέντης μου στην Αγγλία έχει πουλήσει τα δικαιώματα του μυθιστορήματός μου Ακροβάτες του Χρόνου στον μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο στη Ρωσία. Μόνο που, λόγω της τότε κρίσης, ο ρωσικός εκδοτικός αποφασίζει να μην εκδώσει κάποια από τα βιβλία που αγόρασε, και το δικό μου είναι ένα από αυτά. Λόγω της ίδιας κρίσης πολλοί εκδότες στην Αγγλία λένε στον ατζέντη μου ότι ενώ τους αρέσει ένα άλλο βιβλίο μου, το Ιερά Οδός μπλουζ, δεν τολμούν να το εκδώσουν μέσα στην κρίση. Θα χρειαστούν επτά χρόνια προσπάθειας, και ένα πολύ δραστικό ξαναγράψιμο του βιβλίου, για να εκδοθεί τελικά, με τίτλο «Αθηναϊκό μπλουζ» φέτος στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και στην Αυστραλία.

Έχω πολλές ιστορίες ακόμα, αλλά νομίζω ότι αυτές αρκούν για τώρα.

Σε όσους είναι γεννημένοι μποξέρ, θέλω να ευχηθώ καλή τύχη. Κάπου θα συναντηθούμε για να μοιραστούμε ιστορίες από το ρινγκ.

 

Αθηναϊκό μπλουζ
Πολυχρόνης Κουτσάκης
Πατάκης
324 σελ.
ISBN 978-960-16-7228-1
Τιμή: €13,30

 

 

πηγή : diastixo.gr