Ο Γιώργος Παναγιωτάκης σε α’ πρόσωπο
Όταν ήμουν παιδί, περνούσα τα καλοκαίρια μου στο χωριό, στο πατρικό σπίτι της μητέρας μου. Ήταν ένα μεγάλο διώροφο οίκημα με ενδιαφέρουσα ιστορία, ψήγματα της οποίας έφταναν στ’ αυτιά μου από κουβέντες της μητέρας μου και των πέντε αδελφών της (όλες γυναίκες). Είχε διάφορες σκοτεινές γωνιές και μια τρύπα στο ταβάνι απ’ όπου, αν φώτιζες μ’ έναν φακό, μπορούσες να διακρίνεις το εσωτερικό της στέγης και να φανταστείς διάφορες σκιές να κρύβονται βιαστικά. Στο πίσω μέρος υπήρχε ένα ανηφορικό χωράφι γεμάτο με δέντρα που, όταν φύσαγε, ανταποκρίνονταν άλλοτε καθησυχαστικά και άλλοτε ανησυχητικά.
Πήγαινα με το που τέλειωνε η σχολική χρονιά και επέστρεφα στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο. Τον περισσότερο καιρό, έμενα εκεί χωρίς τους γονείς μου, παρέα με έναν αγαπημένο θείο –σύζυγο της μιας από τις έξι αδελφές– ο οποίος αγαπούσε τις ταβέρνες και ως εκ τούτου επέστρεφε πάντα πολύ αργά τη νύχτα.
Είχα ήδη λίγη μυωπία, είχε διαγνωστεί, όμως αρνιόμουν να φορέσω γυαλιά. Είχα λοιπόν συνηθίσει στην ιδέα ότι ο κόσμος εκεί έξω δεν είναι απόλυτα διαυγής και αφήνει περιθώρια για ασάφειες και παρερμηνείες. Μια φορά, επιστρέφοντας στο σπίτι γύρω στα μεσάνυχτα, είδα έναν μεγάλο μαύρο σκύλο να με περιμένει κουλουριασμένος μπροστά στην πόρτα της εσωτερικής αυλής. Είχε κάτι το απειλητικό, όπως ανάσαινε σχεδόν κυματιστά μέσα στο σκοτάδι κοιτάζοντάς με. Στάθηκα εκεί για ώρα. Φοβόμουν την αντίδραση του ζώου αν επιχειρούσα να το δρασκελίσω για να ξεκλειδώσω την πόρτα. Του φώναξα ξουτ, αλλά εκείνο συνέχισε να ανασαίνει κοιτάζοντάς με. Το ίδιο έκανε και όταν του πέταξα ένα πετραδάκι. Ξαφνικά φύσηξε ένα αεράκι και τότε ο μαύρος σκύλος σηκώθηκε απαλά από το έδαφος και πέταξε παραπέρα. Δεν ήταν παρά μια άδεια πλαστική σακούλα.
Το χωριό ήταν για μένα ένας αρκετά διαφορετικός κόσμος. Αλλιώτικες συνήθειες, άγνωστοι κώδικες, ακαταλαβίστικοι ιδιωματισμοί. Παρ’ όλα αυτά, σιγά σιγά συνήθιζα και σε λίγες μέρες ήμουν ένα κανονικότατο χωριατόπαιδο. Μπορούσα να κλέβω καρπούζια από τα χωράφια, να κάνω βουτιές στις «σουβάλες» του ποταμιού, να χαιρετώ πρόσχαρα μπαρμπάδες και μαυροφόρες γριές, να νιώθω στο πρόσωπό μου την υγρή ανάσα των πηγαδιών. Παράλληλα, όμως, εξακολουθούσα να είμαι Αθηναίος. Να μιλάω με διαφορετική προφορά, να έχω δει πράγματα που οι άλλοι δεν γνώριζαν, να αγνοώ πολλά από εκείνα που ήξεραν. Ανήκα λοιπόν ταυτόχρονα σε δύο κόσμους – και, για αυτόν το λόγο, ίσως και σε κανέναν.
Ομολογώ πως στην αρχή δεν το είχα καταλάβει. Είναι όμως βέβαιο πως το μυθιστόρημά μου Αλάστρα. Το βιβλίο των δύο κόσμων, αποτελεί ενός είδους αντανάκλαση εκείνων των καλοκαιριών. Οι ήρωες, δίδυμα αδέλφια στην εφηβεία (αγόρι - κορίτσι), βρίσκονται από τη μια μέρα στην άλλη στο απομονωμένο σπίτι μιας προγιαγιάς, την ύπαρξη της οποίας αγνοούσαν. Το σπίτι είναι παλιό και κακοσυντηρημένο, η προγιαγιά έχει τραχείς τρόπους και παράδοξες συνήθειες, ενώ κάπου υπάρχει και ένα βιβλίο το οποίο μοιάζει να γράφεται μόνο του κάθε βράδυ.
Στα παράξενα της νέας αυτής πραγματικότητας συγκαταλέγονται κάποιοι ύποπτοι μουσαφίρηδες, ένα πηγάδι σε σχήμα κλειδαριάς και το γεγονός πως, παρότι τα παιδιά έχουν χάσει τα γυαλιά της μυωπίας τους, βλέπουν θαυμάσια. Σύντομα, με τη βοήθεια του βιβλίου και του πηγαδιού, θα ανακαλύψουν την ύπαρξη ενός άλλου κόσμου, που έχει τα δικά του πλάσματα, τη δική του -–οργιώδη– φύση και τους δικούς του κώδικες και προκλήσεις. Θ’ αλλάξουν λοιπόν ρόλους με τους ήρωες του βιβλίου και θα ζήσουν μια μεγάλη περιπέτεια από εκείνες που απαιτούν να επιστρατεύσεις εξυπνάδα, γενναιότητα, ήθος και καπατσοσύνη – αρετές που είναι πολύτιμες και στον δικό μας κόσμο.
Ως ενήλικας, έχω αραιώσει δραματικά τις επισκέψεις μου στο χωριό και στο παλιό σπίτι. Πάντως, όποτε πηγαίνω, ρίχνω μια ματιά στο ταβάνι, στο σημείο όπου κάποτε υπήρχε εκείνη η τρύπα. Ξέρω, βέβαια, πως έχει καλυφτεί εδώ και χρόνια. Μ’ έναν τρόπο, όμως, βρίσκεται ακόμη εκεί.
Αλάστρα
Το βιβλίο των δύο κόσμων
Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης
Πατάκης
336 σελ.
ISBN 978-960-16-6218-3
Τιμή: €13,30
Πηγή : diastixo.gr