«Ο δεύτερος θάνατος του Τανκρέδο» του Πέτρου Γκάτζια
Όταν τον είδα για πρώτη φορά φορούσε μαύρα ρούχα, σανδάλια, ήταν αξύριστος και το κορμί του το σκέπαζε μια κατάμαυρη μάλλινη κάπα. Το θέαμα θα ήταν σαφώς πιο φυσικό εάν ήταν χειμώνας, ήταν όμως κατακαλόκαιρο, μεσημέρι, και αυτός ο άνδρας με τα βαριά ρούχα περπατούσε ήσυχα στην άκρη του δρόμου, μουρμουρώντας κάτι που κανείς δεν άκουγε. Σκέφτηκα να σταματήσω μήπως ήθελε βοήθεια και έκοψα για λίγο ταχύτητα, τότε εκείνος γύρισε και με κοίταξε με ένα θολό, περίεργο βλέμμα, λες και δεν υπήρχε τίποτα απο πίσω του, καμία σκέψη, καμία επιθυμία. «Πώς σε λένε;», τον ρώτησα αιφνιδιασμένος. «Τανκρέδο», μου αποκρίθηκε νηφάλια, ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με την υπόλοιπη εμφάνισή του. Μέρες αργότερα τον ξαναείδα. Περίμενα στο γραφείο του τοπικού νεκροταφείου για μια βεβαίωση, όταν ξαφνικά ένα τύπος, γύρω στα πενήντα, με κοίταξε με δέος και, αρπάζοντάς μου το χέρι σε μια σφιχτή χειραψία, άρχισε να φωνάζει με έξαψη: «Τανκρέδο, επιτέλους ήρθες! Έχει πλακώσει πολλή δουλειά! Δεν προλαβαίνουμε! Μόλις χθες πέθαναν πέντε, χώρια οι εκταφές!»
Κατάλαβα αμέσως ότι αυτός ο Τανκρέδο, όπως τον αποκαλούσαν, θα πρέπει να είναι ένα καλό και γρήγορο «φτυάρι», ο οποίος δυστυχώς μου έμοιαζε ή εγώ του έμοιαζα. Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, το μυαλό μου δεν πήγε στον άνδρα που είχα δει πριν απο λίγες ημέρες στο δρόμο, αν και το όνομα είναι εξαιρετικά σπάνιο για να μην το θυμάται κανείς.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευα ότι ήμουν σχετικά αναγνωρίσιμος στην πόλη μου, την οποία ωστόσο είχα να επισκεφθώ πολλά χρόνια. Τα πρόσωπα αλλάζουν, σκέφτηκα, και αυτό είναι που κρατά μια πόλη ζωντανή.
Χαμογέλασα αμήχανα και ήμουν πραγματικά έτοιμος να υποδυθώ πως είμαι αυτός που ζητούσαν, όταν ο Τανκρέδο εμφανίστηκε στην πόρτα. Αυτήν τη φορά ήταν καλοξυρισμένος και φορούσε παπούτσια. Τα ρούχα του ήταν και πάλι μαύρα, αλλά καλοκαιρινά, όμως η χοντρή κάπα παρέμενε ριγμένη στους ώμους του.
Ο πενηντάρης «φίλος» μου έμεινε με το στόμα ανοιχτό : «Τανκρέδο!» αναφώνησε. «Μα πώς;»
Και έπειτα, γυρίζοντας επιθετικά προς το μέρος μου, είπε: «Εσύ δεν είσαι ο Τανκρέδο!»
«Προφανώς,» του απάντησα, αν και όσο παρατηρούσα τον μαυροντυμένο άνδρα, ο οποίος αποδείχθηκε κανονικό «κοράκι», διαπίστωνα πως υπήρχε μια ομοιότητα, γεγονός που με ενόχλησε αλλά μου κίνησε και την περιέργια.
Ο Τανκρέδο μού έριξε ένα γρήγορο βλέμμα και στη συνέχεια εξαφανίστηκε μαζί με τον άλλο νεκροθάφτη που βιαζόταν να τον ρίξει στη δουλειά.
«Περιπτωσάρα, ε;», άκουσα τον υπάλληλο του νεκροταφείου να μου λέει. «Είναι όμως καλός στη δουλειά του. Κανείς δεν είναι σαν κι αυτόν!»
«Τι να σου πω», του απάντησα. «Δεν μπορώ να ξέρω τα κριτήριά σας. Τον λένε Τανκρέδο; Δεν είναι από ‘δω;»
«Ντόπιος είναι. Ηλίας Τανκρής είναι το όνομά του, αλλά όλοι εδώ τον φωνάζουν Τανκρέδο».
«Από την ιστορία του Χέμινγκουεϊ;»
«Ποιού; Όχι, του έκαναν ισπανικό το επίθετο επειδή θέλει να γίνει ταυρομάχος, αλλά δεν έχει ταύρους εδώ και εκείνος βλέπει για ταύρους τα αυτοκίνητα. Βγαίνει κάθε τόσο στο δρόμο και τα προκαλεί. Εδώ όλοι τον ξέρουν και παίζουν το παιχνίδι του. Τον αφήνουν να τους οδηγήσει στην αρένα, στο πάρκινγκ εν προκειμένω, και του δίνουν το χαρτζηλίκι του».
«Όπως και ο αληθινός Τανκρέδο», μουρμούρισα.
«Είπες κάτι; Δεν σε άκουσα», συνέχισε ο υπάλληλος, ο οποίος έδειχνε διάθεση να με διαφωτίσει πλήρως. «Είναι, ξέρεις, σαλέμενος. Πώς το λένε, κάθε χωριό έχει και τον τρελό του. Ε, σε μας είναι ο Τανκρέδο. Όταν όμως του αναθέτεις μια δουλειά είναι και ο πρώτος. Δεν σταματά μέχρι να την τελειώσει».
Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ τη σύμπτωση. Του έδωσαν αυτό το παρατσούκλι χωρίς να γνωρίζουν πως τη δεκαετία του τριάντα στην Ισπανία υπήρχε ένας άλλος διάσημος Τανκρέδο, δουλειά του οποίου ήταν να τραβά την προσοχή των ταύρων λίγο προτού τους επιτεθούν οι ταυρομάχοι, αν και ο ίδιος ήθελε πάντοτε να γίνει ταυρομάχος. Όταν τελικά αποσύρθηκε, σε μεγάλη ηλικία, δεν άντεξε και πέθανε από μαρασμό. Ο σημερινός Τανκρέδο δεν είναι πάνω από σαράντα και γεμάτος ζωή. Έχει όμως την ίδια εμμονή με τους ταύρους μέσα στο σαλεμένο του μυαλό.
Βγαίνοντας από το νεκροταφείο, είδα από μακρυά τον Τανκρέδο να σκάβει με μανία το χώμα. Λίγα μέτρα πιο πέρα σ’ ένα παγκάκι καθόταν ένας ηλικιωμένος και παρακολουθούσε την εκταφή. Δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του, αλλά όπως καθόταν τα πόδια του κρέμονταν στον αέρα και εκείνος τα κουνούσε πέρα-δώθε σαν παιδί που ετοιμάζεται να κάνει μια αταξία. Η εικόνα με ξένισε αλλά κατάλαβα πως ο ηλικιωμένος, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν εκεί για την εκταφή της συζύγου του, δεν το έκανε αυτό από αμηχανία, αλλά επειδή προφανώς ο γιατρός τού είχε πει να το κάνει, σαν άσκηση, για να κυκλοφορεί το αίμα στα πόδια του όταν κουραζόταν και δεν μπορούσε να περπατάει. Ζωή και θάνατος δίπλα-δίπλα.
Βγήκα στο δρόμο έχοντας ακόμη τον Τανκρέδο στο μυαλό μου. Για κάθε αυτοκίνητο που έβλεπα, σκεφτόμουν πως εκείνος το είχε οδηγήσει σε ασφαλές μέρος. Ένας τσιγγάνος με προσπέρασε με γοργό βήμα. Σαν να βιαζόταν. Στα χέρια του κρατούσε μια πατερίτσα και μια σακούλα πλαστική, σχισμένη. Ήταν ο ίδιος που είχα συναντήσει στο έμπα της πόλης, όταν ερχόμουν, να ζητιανεύει γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει και το ένα του χέρι υποτίθεται πως ήταν παράλυτο. Η πόλη των θαυματοποιών, σκέφτηκα.
Μέρες αργότερα ξανασυνάντησα τον Τανκρέδο. Αυτήν τη φορά επίτηδες. Μου είχαν πει ότι σύχναζε σε ένα καφενεδάκι, πολύ κοντά στον μεγάλο αυτοκινητόδρομο, τον οποίο αντιμετώπιζε με δέος. Εκεί τον έβρισκαν όσοι ήθελαν, και του ανέθεταν τις δουλειές τους. Καθόταν στο τραπεζάκι δίπλα ακριβώς στην είσοδο, σαν άρχοντας, με την κάπα του προσεκτικά διπλωμένη πάνω στην καρέκλα. Έπινε κρασί από ένα κατρούτσο και έφτυνε τα κουκούτσια από τις ελιές που τσιμπολογούσε. Κάθησα δίπλα του: «Με θυμάσαι;».
«Σε θυμάμαι, αλλά δεν ξέρω το όνομά σου».
«Για πολλούς εδώ φαίνεται πως είμαι ο Τανκρέδο», είπα για να τον προκαλέσω.
«Ένας είναι ο Τανκρέδο! Και αυτός είμαι εγώ!», απάντησε με μια μεγαλομανία στο ύφος του.
«Πώς και δεν φοράς την κάπα σου;»
«Την κάπα; Α, εννοείς την μπέρτα. Την έχω για τους ταύρους. Τώρα όμως ξεκουράζομαι».
«Έχει ταύρους εδώ;»
«Αν έχει; Για δες, όλοι αυτοί εδώ τι είναι;», είπε και μου έδειξε τον αυτοκινητόδρομο. «Εδώ είναι η μεγαλύτερη αρένα. Δεν τολμώ να μπω εδώ, αλλά θα το ήθελα. Αν τα καταφέρω, μου είπαν, θα γίνω ο καλύτερος ταυρομάχος!»
«Καλά, εσύ δεν είσαι νεκροθάφτης;»
«Βοηθώ καμιά φορά, αλλά η δουλειά μου είναι ταυρομάχος!»
«Και με τους τάφους πώς έμπλεξες;»
«Α, είχε έρθει ένας επιθεωρητής για τις εκταφές και ζήτησε βοήθεια. Όλοι τότε σκέφτηκαν εμένα. Με πήρε μαζί του για ώρες και γυρίσαμε όλα τα νεκροταφεία της περιοχής, πριν καταλήξουμε στο δικό μας. Τότε είδα για πρώτη φορά τόσα κρανία και σκελετούς μαζεμένα. Και εκείνος ατάραχος. Ερχόταν ο εργάτης με τον κουβά γεμάτο νερό και πετούσε μέσα ένα χαπάκι με το φάρμακο, για να πλυθούν τα κόκκαλα, όπως μου έλεγε. Έπειτα ο εργάτης ψέκαζε. Κάνα δυο φορές βοήθησα κιόλας και στις εκταφές. Είδαν ότι είμαι καλός και από τότε με προτιμούν. Αλλά εγώ είμαι ταυρομάχος», είπε και ήπιε άλλη μια γουλιά από το κρασί του.
Αργότερα έμαθα πως η ιστορία του ήταν αληθινή. Πράγματι, πριν από πέντε χρόνια είχε βοηθήσει τον επιθεωρητή υγείας, έναν κοντόσωμο άνδρα, σχεδόν σαν νάνο, γύρω στα εξήντα. Μου είπαν πως εμφανίστηκε στην πόλη με μια παλιά, ξεθωριασμένη Σεβρολέτ του ’50, αμερικάνικη. Ήταν γυμνασμένος για την ηλικία του και απαιτητικός. Επί χούντας επιθεωρούσε εστιατόρια και μπαρ και όλοι τον φοβόντουσαν, αλλά μετά, για να γλυτώσει την αποπομπή, ξέπεσε και βρέθηκε να ρίχνει χαπάκια στα νεκροταφεία για να ξεπλένει κόκκαλα, όπως είπε και ο Τανκρέδο.
Προσπάθησα να μάθω την ιστορία του μοναδικού «ταυρομάχου» της περιοχής, αλλά το παράξενο ήταν πως όλοι τον ήξεραν αλλά κανείς δεν γνώριζε και πολλά για τη ζωή του. Λες και εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά. Σαν να φύτρωσε, που λένε και στα χωριά, και άρχισε να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του. Κατάφερα ωστόσο να μάθω ότι ο Τανκρέδο μεγάλωσε σε ένα γειτονικό χωριό και από μικρός το μόνο που ήθελε ήταν να προσέχει τα ζώα, μέχρι που έτυχε να δει ένα ντοκιμαντέρ για τις ταυρομαχίες. «Αυτό θέλω να κάνω», είπε στη μάνα του. «Να τα βάζω με τους ταύρους».
Εκείνη δεν του έδωσε και πολλή σημασία, θεωρώντας μάλλον ότι ο γιος της είναι αλαφροΐσκιωτος, και τον άφησε τρεις ημέρες νηστικό για να συνέλθει. Ο Τανκρέδο όμως δεν ξέχασε. Όταν πέρασε η τιμωρία, συνέχισε να φροντίζει τα ζώα, και μόλις έγινε είκοσι κατέβηκε στην πόλη, ψάχνοντας να βρει ταύρους. Στην αρχή όλοι τον κορόιδευαν, και μάλιστα ένα βράδυ, στο ίδιο αυτό καφενείο που συχνάζει τώρα, έγινε και η «στέψη» του σε ταυρομάχο. Ένας βοσκός του έδωσε τη χοντρή μάλλινη κάπα και οι υπόλοιποι φώναζαν: «Άξιος, άξιος!». Είχαν βρει κάτι να ασχολούνται για να σπάσουν τη μονοτονία τους. Τότε τον ονόμασαν και «Τανκρέδο» από το Τανκρής, το επίθετό του. Από τη μια το κρασί, που ήταν αμάθητος, και από την άλλη τα γέλια και οι κοροϊδίες των άλλων, ο νεαρός πείστηκε ότι οι ταύροι είναι τα αυτοκίνητα, αλλά ως άνθρωπος του χωριού φοβόταν τον αυτοκινητόδρομο. «Μόνο έτσι θα γίνεις καλός ταυρομάχος», του έλεγαν, «αν μπεις στη μεγάλη αρένα», αλλά εκείνος έτρεμε από το φόβο του βλέποντας τις νταλίκες και τα τριαξονικά.
Τα χρόνια πέρασαν και ο Τανκρέδο έγινε μέρος αυτής της πόλης, της καθημερινότητάς της. Όσο περνούσε ο καιρός ένιωθε όλο και πιο σπουδαίος, ειδικά όταν άρχισαν να τον παίρνουν σαν εργάτη στα νεκροταφεία. Συχνά μάλιστα στις κηδείες, ακόμη και ο εφημέριος του νεκροταφείου τού ζητούσε στο τέλος της λειτουργίας, στο κήρυγμα, να σταθεί κοντά στους ψάλτες και του έπλεκε το εγκώμιο. Ένας παράξενος άνδρας, όχι πολύ μεγαλύτερος από τον Τανκρέδο, με προφορά που θύμιζε άνθρωπο που έζησε για χρόνια στην Οξφόρδη. Με άλλα λόγια, δεν έμοιαζε για παπάς μιας μικρής επαρχιακής πόλης. «Από ‘δω οι δικοί μου, οι συνεργάτες μου», έλεγε συχνά, δείχνοντας και προς το μέρος του Τανκρέδο. Ήταν ο τρόπος του για να τον κάνουν αποδεκτό οι κάτοικοι και εκείνος καμάρωνε και φούσκωνε από περηφάνεια, αλλά η μοναδική σχέση που είχε με την εκκλησία ήταν στις κηδείες, αλλιώς δεν περνούσε ούτε απέξω.
Το ενδιαφέρον μου μεγάλωνε όσο περνούσε ο καιρός, αλλά αναρωτιώμουν γιατί μάζευα όλες αυτές τις πληροφορίες, λες και ο «ταυρομάχος» ήταν το αντικείμενο μιας μεγάλης έρευνας. Μήπως είχα παρασυρθεί από την όποια ομοιότητα μαζί του και ήθελα να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα; Περνούσα συχνά απο το καφενεδάκι, αλλά δεν τον ξαναείδα. Κάθε φορά μου έλεγαν πως κάποιος τον είχε πάρει για δουλειά ή κυνηγούσε τους «ταύρους» του.
Θεώρησα ωστόσο σωστό, προτού φύγω και πάλι από την πόλη, να τον αποχαιρετήσω με κάποιον τρόπο. Σταμάτησα λοιπόν με το αυτοκίνητο μπροστά από το μαγαζί, ελπίζοντας αυτήν τη φορά να σταθώ τυχερός. Είδα τον καφετζή αναστατωμένο:
«Ο Τανκρέδο», μου είπε, «βγήκε να αντιμετωπίσει τους ταύρους στη μεγάλη αρένα. Θα τον χτυπήσουν τα αυτοκίνητα. Δεν τον ξέρουν εκεί...»
«Πώς έγινε αυτό;»
«Τον μέθυσαν κάτι νεαροί, για πλάκα, τον προκάλεσαν και ‘κείνος, θιγμένος, έφυγε για να αντιμετωπίσει τους ταύρους του. Θα σκοτωθεί...»
Έτρεξα στον αυτοκινητόδρομο. Είδα τον Τανκρέδο με αέρινες κινήσεις να ανεμίζει την κάπα του καθώς περνούσαν ξυστά δίπλα του τα φορτηγά και να φωνάζει, αλλά δεν άκουγα τι έλεγε. Στην άκρη του δρόμου μερικά παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μια ομάδα νεαρών, γελώντας, τον ενθάρρυνε να συνεχίσει.
Και ο Τανκρέδο συνέχιζε με μανία να προκαλεί τους «ταύρους» του. Βλέπω μια νταλίκα να έρχεται και χλωμιάζω. Ο οδηγός κάνει να τον αποφύγει και τότε ακούγεται ένας γδούπος. Ένα πουλί από τον απότομο ελιγμό δεν τα κατάφερε και έγινε χίλια κομμάτια πάνω στο παρμπρίζ, που γέμισε αίματα και φτερά.
Ο Τανκρέδο μοιάζει πραγματικά με ταυρομάχο, έτσι όπως χρησιμοποιεί επιδέξια την κάπα του. Το κορμί του φαντάζει λυγερό και απ’ όσο μπορώ να δω δείχνει ευτυχισμένος. Ζει το όνειρό του. Χαμογελούσε και όταν ήρθε κατά πάνω του η τεράστια κόκκινη νταλίκα με τα εκτυφλωτικά φώτα και τα κέρατα ενός ταύρου –τραγική ειρωνία– περασμένα στον προφυλακτήρα.
Ο Τανκρέδο μόλις έχει γυρίσει και δεν προλαβαίνει να αντιληφθεί τι συμβαίνει. Τα φρένα ακούγονται να τσιρίζουν και ο Τανκρέδο, αέρινος όσο ποτέ, χαμογελά πλατιά όταν ο ταύρος τον χτυπά ύπουλα στα πλευρά και τον πετά στον αέρα. Σωριάζεται στο έδαφος με έναν τρομακτικό ήχο, σαν να διαλύεται κάτι. Η μπέρτα του υψώνεται για λίγο και μετά πέφτει πάνω του και τον σκεπάζει, μαύρη όσο ποτέ μέσα στο σούρουπο. Οι νεαροί τρομοκρατημένοι, αντί να βοηθήσουν, βάζουν μπροστά τα αυτόκινητά τους και εξαφανίζονται.
Μένω να κοιτάζω το κορμί στην άσφαλτο. Είμαι σίγουρος πως ο Τανκρέδο θα χαμογελάει ακόμη. Από μακρυά ακούγεται σαν σειρήνα, έντονα, ο συναγερμός ενός αυτοκινήτου, που περιμένει τον ταυρομάχο να το οδηγήσει στην αρένα. Δεν μπορεί όμως, γιατί ο Τανκρέδο είναι νεκρός, όχι στην άσφαλτο αλλά στην αρένα, μπροστά στα μάτια χιλιάδων θεατών που όρθιοι τον χειροκροτούν. Σε λίγο ο συναγερμός μπερδεύεται με τη σειρήνα του ασθενοφόρου που πλησιάζει και οι ιαχές επιστρέφουν εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν, σε μια παλιά ισπανική αρένα, κάπου στο Σεν Φερμίν, περισσότερα από ογδόντα χρόνια τώρα...
Σπέτσες, παραμονή Δεκαπενταύγουστου 2016
Πηγή : diastixo.gr