Νίκος Ξένιος: «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία»
Ο Νίκος Ξένιος, από την πρώτη σελίδα, με ήρεμη αφήγηση, χαμηλής ταχύτητας, βάζει τον αναγνώστη σε κάτι ποιητικό και στερητικό ταυτόχρονα. Το τοπίο μυρίζει εγκατάλειψη και οι άνθρωποι τον φόβο της φυγής. Όπως ακριβώς απεικονίζεται και στο σκίτσο του, στη διπλανή σελίδα.
Ο ποταμός κυλά γεμάτος κούτσουρα και κλαδιά. Με βαλίτσες στο χέρι περνούν στην απέναντι όχθη. Το δάσος είναι πυκνό και υγρό. Για πέντε μερόνυχτα, με επιδέσμους στα δάχτυλα των ποδιών που βρέχονται και στεγνώνουν πάνω τους, περπατούν. Είχε ο καθένας από δύο βαλίτσες. Αργότερα καμία. Τα υπάρχοντά τους είναι πάνω τους. Γρυλίσματα από αγριογούρουνα ακούγονται, μέχρι που ο Αριμάν δείχνει: μπροστά στέκει ένα ελάφι. Ντελικάτο και γεμάτο χάρη ακολουθεί. Με τρίχωμα λεπτό και στιλπνό, με μάτια αμυγδαλωτά και μακρόστενη μουσούδα που τρίβει στους φλοιούς των δένδρων.
«[...] Όταν το ισλαμικό κράτος κατέλαβε τη Μοσούλη, είχαμε ακούσει για τους αποκεφαλισμούς και τις εκτελέσεις Γιαζίντι και χριστιανών, για τις γυναίκες που τις βίαζαν και τις πουλούσαν στα παζάρια σαν να ήταν ζώα. [...]
Τη μάνα μου τη στοίχειωνε η απειλή ότι αργά ή γρήγορα θα έρχονταν και σ’ εμάς. Κι έτσι, αναγκάστηκα να την αποχαιρετήσω. [...]
Η εξάντληση, καθώς περνούσαμε μέσα από λόχμες και δρυμούς, μας έκανε να δείχνουμε πολύ άθλιοι. Ενώ περπατούσαμε με δυσκολία κάτω από τη γέφυρα του Μοράβα, κι ενώ τα υπολείμματα από ένα τείχος φαίνονταν να ορθώνονται απειλητικά μπροστά μας, λίγο λίγο οι δυνάμεις μας μας εγκατέλειπαν.
Κάποια στιγμή ο Μπίρκα αναστέναξε, πήρε μια μοιρολατρική έκφραση και γονάτισε αποκαμωμένος. Έβγαλε το παγούρι του, μας το πρότεινε μήπως θέλαμε καμιά γουλιά. Εμείς οι μικρότεροι κάναμε πως δεν διψούσαμε. Τον ευχαριστήσαμε και αρνηθήκαμε από λεπτότητα. Έτσι κι αλλιώς, δεν έφτανε για όλους.
Ο μεσήλικας φίλος μας δέχτηκε την ευγενική άρνηση, ήπιε με βουλιμία και σφούγγιξε τα χείλη του. Μετά έγειρε για λίγο στη ρίζα ενός δέντρου κάνοντάς μας με το δάχτυλο νόημα να πλησιάσουμε. Μες στο μισοσκόταδο, η μορφή του πρόβαλε επιβλητική.
Και, όπως σκύψαμε κοντά του για ν’ ακούσουμε:
-Την ιστορία του Αρμουρόπουλου την ξέρετε; ρώτησε μ’ ένα μικρό χαμόγελο».
Βάλσαμο το παραμύθι στον διωγμό που στην πραγματικότητα ζούσαν οι ήρωες. Έμοιαζε, παραμύθι και πραγματικότητα, να είναι μια παράλληλη αφήγηση. Σαν ο συγγραφέας να θέλει να τονίσει πως κάποιες στιγμές της ζωής μας έτσι αντέχονται.
Ο Νίκος Ξένιος, κάπως έτσι, στην πρωταγωνιστική θέση του αφηγητή, μέσα από μια ψυχρή απαρίθμηση γεγονότων, χωρίς κανένα συναίσθημα ή καλλωπιστικό στοιχείο, περιγράφει μια σύγχρονη Οδύσσεια, αφήνοντας τα ίδια τα γεγονότα να γεννούν πλήθος συναισθημάτων και εικόνων στον αναγνώστη. Στην ιστορία του, πέντε άτομα συνεννοούνται έχοντας έναν κοινό σκοπό. Διεκδικούν την ελευθερία και την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Βάναυση εξουσία τούς αναγκάζει να διαφύγουν ερχόμενοι αντιμέτωποι με κράτος, παρακράτος και συμμορίες που καθένας από αυτούς αυθαιρετεί προς ίδιον όφελος ασκώντας τη δική του εξουσία επάνω τους.Ο φόβος μην τυχόν και δεν τα καταφέρουν τους δίνει δύναμη και αντοχή. Δεν αντιδρούν μόνο, βρίσκουν λύσεις και τολμούν. Στην ιστορία του σήμερα μπλέκεται και μια άλλη ιστορία και ένας μύθος μέσα σε αυτήν που της δίνει άλλες διαστάσεις μέσα στον χρόνο. Κοινό σημείο όλων των ιστοριών η βάναυση άσκηση εξουσίας, σε αδύναμους ή σε όσους θεωρούνται κτήμα άλλων.
Καθένας τους, ακούγοντας τον Μπίρκα, έφτιαχνε στο μυαλό του δικές του εικόνες και αποκοιμιόταν με αυτές. Έτσι, έφευγε από τη δική του πραγματικότητα ή έβλεπε τα κοινά σημεία της αδικίας, της φυγής, της δικαίωσης, και της ελπίδας και έπαιρνε δύναμη για την Ελευθερία. Βάλσαμο το παραμύθι στον διωγμό που στην πραγματικότητα ζούσαν οι ήρωες. Έμοιαζε, παραμύθι και πραγματικότητα, να είναι μια παράλληλη αφήγηση. Σαν ο συγγραφέας να θέλει να τονίσει πως κάποιες στιγμές της ζωής μας έτσι αντέχονται, μπλέκοντας και ένα παραμύθι μέσα σε αυτές.
Τα άστρα ορίζουν τη μοίρα της Μερσούδας. Διαφεύγει κρυμμένη στο αμπάρι μιας γαλέρας. Φτάνει στους Σκύθες. Τη διώχνουν και από εκεί. Φτάνει στη Νάξο. Πωλείται σ’ ένα παζάρι ανθρώπινων αγοραπωλησιών, έτσι όπως γίνεται με ολόκληρους πληθυσμούς σήμερα από κρατικά συμφέροντα. Η Μερσούδα έχει μαζί της τα ιαματικά της μπουκαλάκια, θυμίζοντας τον Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ από το Άρωμα, και ο επίτροπος την ανακηρύσσει επίσημη θεραπεύτρια της αυλής και μια μέρα κυνηγημένη διαφεύγει στο δάσος και μεταμορφώνεται σ’ ελάφι.
Ο πατέρας της Μερσούδας πέθανε σύντομα από καημό για την κόρη του, ενώ ο Ματθίας έπρεπε γρήγορα να ξαναπαντρευτεί. Το βλέμμα του μέρα νύχτα έψαχνε να βρει εκείνο το ελάφι, που ξέφυγε της εξουσίας του. Κοιμόταν πια στο δάσος με το τόξο στο χέρι και το περίμενε. Έτσι τον βρήκαν παγωμένο και εκεί ακριβώς τον έκαναν άγαλμα. Στέκει ακόμη και σήμερα στον λόφο της Βούδας. Το είδαν. Ήταν εκεί. Υπήρχαν και άλλες μορφές δίπλα του. Όμως, αν τώρα ανέβει κανείς στον λόφο θα δει το ελάφι καρατομημένο στα πόδια του Ματθία, σαν άλλη Ιφιγένεια, «λουσμένο στην αμόλυντη αθωότητα ενός κόσμου που έρχεται».
Ο συγγραφέας, παρά τη σκληρότητα των γεγονότων, εμφανίζεται ποιητικός κάνοντας το κείμενό του να μοιάζει με έναν συνεχή πίνακα ζωγραφικής, όχι μόνο από τα σκίτσα του ιδίου που κοσμούν το βιβλίο, αναδεικνύοντας μια πολυτάλαντη έμπνευση που αποτυπώνει το στόρι σε σχήματα και λέξεις, αλλά και από τη χρήση της γλώσσας, η οποία στα χέρια του σαν πηλός αλλάζει συνεχώς μορφή παίρνοντας όλες τις εκφραστικές αποχρώσεις για να αποδώσει άλλοτε τη σκληρότητα του ρεαλισμού, άλλοτε την ποιητικότητα της ομορφιάς και άλλοτε, πάλι, τη χρυσόσκονη του παραμυθιού. Η γραφή του συμπαγής, χωρίς κενά και χωρίς κάτι περιττό, προσθέτει δυναμική στην αφήγηση αφήνοντας τη Μερσούδα άλλοτε σαν πριγκίπισσα κι άλλοτε σαν αερικό, με τη μορφή ελαφιού, να περιφέρεται στις αράδες γεμάτη χάρη και πόνο διεκδικώντας την ελευθερία της, όπως ακριβώς κάνουν οι πέντε Κούρδοι, ψάχνοντας να βρουν πατρίδα. Όχι μόνο τώρα.
Η αρχιτεκτονική του κειμένου, με αρτιότητα στη δομή του και στέρεα θεμέλια στον χρόνο, εμπεριέχει στοιχεία λογοτεχνίας, μυθολογίας, ιστορίας, θρησκείας, κοινωνικών και πολιτικών συμφερόντων, με αποτέλεσμα ν’ απλώνεται μέσα από μια μοναδική πληρότητα. Ο χρόνος, ασαφής, γίνεται πρωταγωνιστής.
Στη Βουδαπέστη δύο πόλεις συνυπάρχουν. Δύο κόσμοι συνυπάρχουν όπως τότε, όπως τώρα, όπως πάντα. Κάτω από τις γέφυρες ένας άλλος πληθυσμός. Μετανάστες άστεγοι, τρομοκράτες.Ένας φόβος διασκορπίζει και τους πέντε. Χάνονται και οι σχέσεις τους σαν να ήταν πάντα μόνοι. Τους χωρίζει ένας ποταμός γεγονότων, σαν τον πίνακα ζωγραφικής Ο άδικα μοιρασμένος κόσμος. Όλα ήταν διαφορετικά απ’ ό,τι είχαν ακούσει. Όλοι συνυπήρχαν. Μια πανσπερμία θρησκειών, εξαθλιωμένων πληθυσμών που καταδυναστεύονται από αβάσταχτους φόρους που τους λεηλατούν, φανατισμένων πιστών που δεν αμφισβητούν το δόγμα, εβραίοι και Ρομά έρχονταν όλοι να βουτήξουν στο νερό σαν να ήταν η κολυμπήθρα του Σιλωάμ.Θέλουν και να τρέξουν μαζί κάτω από τον ίδιο χορηγό.
Αγάλματα στήνονται σαν σύμβολα που με τον καιρό χάνουν το πραγματικό τους νόημα και μένουν σαν αξιοθέατα μιας κάποιας στιγμής εκείνης της εποχής η οποία επαναλαμβάνεται συνεχώς.
Ο Νίκος Ξένιος, γεωγραφικά και ιστορικά, διατρέχει την αφήγησή του προσθέτοντας μια επιπλέον αξία στο κείμενο, κάνοντάς το να μοιάζει με τωρινό δελτίο ειδήσεων. Μέσα στην αφήγησή του ο συγγραφέας φέρνει στο μυαλό του αναγνώστη ποικίλες διαφορετικές αναφορές, με κυρίαρχη την ιστορία της Μερσούδας, που μας παραπέμπει στην προδοσία του Ιάγου. Η αφήγησή της βρίθει από παραμυθένιες περιγραφές –σαν χίλιες και μια νύχτες– που έρχονται σε αντίθεση με την αγριότητα της καταγραφής και των συνηθειών εκείνης της εποχής. Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία ξεδιπλώνεται με τέχνη συγγραφική, πλοκή παραμυθιού και φαντασίας, δημιουργώντας ένα ταξιδιωτικό τόξο του τότε και του τώρα από Μοσούλη, Τουρκία, Ελλάδα, Σκόπια, στην Ουγγαρία. Η αρχιτεκτονική του κειμένου, με αρτιότητα στη δομή του και στέρεα θεμέλια στον χρόνο, εμπεριέχει στοιχεία λογοτεχνίας, μυθολογίας, ιστορίας, θρησκείας, κοινωνικών και πολιτικών συμφερόντων, με αποτέλεσμα ν’ απλώνεται μέσα από μια μοναδική πληρότητα. Ο χρόνος, ασαφής, γίνεται πρωταγωνιστής. Όλα μπλέκουν σαν αιώνιες στιγμές που μπορούν να «παίζουν» και να υπάρχουν συνεχώς στο πριν, στο τότε στο τώρα, σαν όλα μαζί να είναι οι άγνωστοι/γνωστοί μιας εξίσωσης. Της ίδιας πρότασης.
«Το συμφέρον το δικό σου δεν συναντιέται με το συμφέρον των άλλων και η ζωή μοιάζει να είναι μια ιστορία χαμένων ψυχών». Σε αυτή την πρόταση συνοψίζει ο Νίκος Ξένιος τη βάση αυτής της ιστορίας που, με ρεαλισμό, ποίηση και παραμύθι, απλώνει στα μάτια του αναγνώστη, προβάλλοντας παράλληλα την αιώνια μάχη και επιθυμία του ανθρώπου να αναζητά την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο. Ακόμη και σε άλλη πατρίδα – τόσο συχνό φαινόμενο στις μέρες μας! Δίνοντας, ωστόσο, και τη διαβεβαίωσή του «πως μοιάζουμε διαφορετικοί ενώ είμαστε ίδιοι».
Το Κυνήγι του βασιλιά Ματθία: ένα βιβλίο γοητευτικό για πολλές αναγνώσεις. Κάθε φορά θα το ανακαλύπτετε και θα σας κατακτά ακόμη περισσότερο! Ταυτόχρονα, είναι ένα παραμύθι αλληγορικό και επίκαιρο που τονίζει ένα ερώτημα: υπάρχει ελπίδα σήμερα;
Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία
Νίκος Ξένιος
Κριτική
96 σελ.
ISBN 978-960-586-213-8
Τιμή: €11,00
πηγή : diastixo.gr