Νίκος Βατόπουλος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Νίκος Βατόπουλος γεννήθηκε το 1960. Από το 1988 εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Η Καθημερινή, στο πολιτιστικό ρεπορτάζ. Έχει ειδικευτεί σε θέματα αθηναϊκά και αστικού πολιτισμού. Το 2001 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Το πρόσωπο της Αθήνας. Το 2011 ίδρυσε τη διαδικτυακή ομάδα πολιτών «Κάθε Σάββατο στην Αθήνα», που αριθμεί πάνω από 23.000 μέλη. Το 2014 έκανε την πρώτη ατομική του έκθεση φωτογραφιών με θέμα Η Αθήνα ενός αθηναιογράφου (αίθουσα τέχνης ena) και παρουσίασε ως προσωπικό πρότζεκτ την έκθεση Η Αθήνα της δεκαετίας του 1960 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση.
Διαβάζοντας το βιβλίο σας Περπατώντας στην Αθήνα, μια αύρα αγάπης με κατέκλυσε. Αλήθεια, από πού προέρχεται αυτή η αγάπη;
Χαίρομαι για τη διατύπωσή σας, ότι δηλαδή σας κατέκλυσε αγάπη διαβάζοντας το βιβλίο. Η αγάπη προς την Αθήνα και τους ανθρώπους της είναι το καύσιμο για να γραφτούν αυτά τα κείμενα. Είμαι γέννημα θρέμμα της Αθήνας, μεγάλωσα στην Πατησίων στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 και από μικρό παιδί είχα αναπτύξει μεγάλη παρατηρητικότητα για το περιβάλλον. Κοιτούσα με μεγάλο ενδιαφέρον την πόλη που άλλαζε και μαζί της μεγάλωνα κι εγώ και θεωρούσα πάντα αυτονόητο να παρατηρώ τα κτίρια, τα παλιά σπίτια, τις καινούργιες πολυκατοικίες, τα νέα και τα παλιά καταστήματα. Μαζί αποθησαύριζα και τις μορφές των Αθηναίων, και όλα αυτά μαζί είχαν από νωρίς αποτελέσει μια πρώτη ύλη για να καλλιεργήσω μεγαλώνοντας το συστηματικό ενδιαφέρον μου για την πόλη. Είναι δηλαδή μια βιωμένη αγάπη η αγάπη μου για την Αθήνα, είναι μια μνήμη που με συνοδεύει από παιδί και που με τα χρόνια αναπτύχθηκε και πίεζε να βρει διέξοδο να εκφραστεί. Τη διέξοδο αυτή μού την έδωσε η δημοσιογραφία και η καθημερινή παρουσία μου στην εφημερίδα επί 30 χρόνια.
Αρχοντικά σε κεντρικά σημεία αλλά και σε γειτονιές της Αθήνας. Τι είναι αυτό που τα κάνει να μας κερδίσουν από την πρώτη ματιά;
Υπάρχει μεγάλη διαβάθμιση στην ποιότητα των παλιών σπιτιών στην Αθήνα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις μεταπολεμικές πολυκατοικίες. Αλλά αν επιχειρήσει κανείς να δει το θέμα με μεγαλύτερη απλότητα, θα έλεγε πως σε πολλά παλιά σπίτια υπάρχει γνησιότητα και εντιμότητα στη διάρθρωση της πρόσοψης, της επαφής δηλαδή με τον δημόσιο χώρο και την κοινωνία. Επιπλέον, τα περισσότερα αθηναϊκά σπίτια χαρακτηρίζονταν από λιτότητα και αρμονία. Όσο περνούν τα χρόνια, εκτιμώ ολοένα και περισσότερο την κλίμακα και την ταπεινή ευγένεια των λαϊκών νεοκλασικών και εκλεκτικιστικών σπιτιών της Αθήνας, που διασώζονται ακόμη στις γειτονιές.
Σπίτια χτισμένα με στοιχεία νεοκλασικισμού, αλλά και με πρωτοποριακά στοιχεία των περασμένων δεκαετιών. Οι μελέτες και τα σχέδια έγιναν από επώνυμους αρχιτέκτονες;
Όχι πάντα. Η μεγάλη πλειονότητα των σπιτιών της γειτονιάς έγινε από μαστόρους και εμπειροτεχνίτες που είχαν πρότυπα τα μεγάλα αστικά σπίτια του κέντρου και τα προσάρμοζαν στην κλίμακα της συνοικίας και στο βαλάντιο του ιδιοκτήτη. Πολλά, όμως, σπίτια σε παλιές γειτονιές όπως στην Κυψέλη, στο Κολωνάκι, στο Θησείο, στο Μουσείο είχαν σχεδιαστεί από αρχιτέκτονες. Το θαυμαστό όμως χαρακτηριστικό της παλιάς Αθήνας είναι ότι το μικρό σπίτι της γειτονιάς ή η νεοκλασική διπλοκατοικία ακολουθούσε κάποια αισθητικά πρότυπα σε αναρίθμητες παραλλαγές, που συνέκλιναν σε έναν αδιόρατο αλλά σταθερό αθηναϊκό κανόνα.
Από τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα χτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες. Γιατί αρχίζουν να κατεδαφίζουν τα νεοκλασικά κτίρια;
Σωστά λέτε ότι οι κατεδαφίσεις των νεοκλασικών σπιτιών άρχισε πολύ νωρίτερα από ό,τι κοινώς είναι αποδεκτό. Απλώς μετά το 1955-60 οι κατεδαφίσεις έγιναν μαζικές. Στην Αθήνα υπήρχε η τάση ανανέωσης του αστικού ιστού χωρίς μέριμνα για τη συνέχεια και τη μνήμη ήδη από τον 19ο αιώνα. Έχω δει αποκόμματα εφημερίδων που μιλούν για κατεδαφίσεις νεοκλασικών οικιών ήδη από το 1908, όταν νεωτερικά ρεύματα και νέες τεχνολογίες στην οικοδομική είχαν αρχίσει να εισάγονται. Οι κατεδαφίσεις πύκνωσαν τη δεκαετία του 1930 και απογειώθηκαν μεταπολεμικά. Ήταν σαφώς θέμα στέγασης νέων πληθυσμών, αλλά όχι μόνο. Είναι ένα ζήτημα βαθύτερο, που έχει να κάνει με το βάθος του αστικού πολιτισμού αλλά και τα ιδιαίτερα ψυχικά χαρακτηριστικά του Έλληνα.
Όσο περνούν τα χρόνια, εκτιμώ ολοένα και περισσότερο την κλίμακα και την ταπεινή ευγένεια των λαϊκών νεοκλασικών και εκλεκτικιστικών σπιτιών της Αθήνας, που διασώζονται ακόμη στις γειτονιές.
Η Αθήνα μέχρι τη δεκαετία του 1930 θεωρούνταν από τις πιο όμορφες πόλεις στην Ευρώπη. Τι θα συνέβαινε αν διατηρούνταν ο παλιός πολεοδομικός ιστός της πόλης και είχαμε σήμερα όλα αυτά τα αρχοντικά;
Το σκέφτομαι συχνά. Αν η πλατεία Συντάγματος και η Ομόνοια διατηρούσαν την παλαιά μορφή. Και απαραιτήτως η Αμαλίας, η Βασιλίσσης Σοφίας, η Πατησίων, η Ακαδημίας, η Πανεπιστημίου, η Σταδίου, η Αιόλου... Σίγουρα θα μιλούσαμε για άλλη πόλη, με πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χτίστηκαν αξιόλογα κτίρια μεταπολεμικά. Αλλά μια Αθήνα με την ιστορική αρχιτεκτονική της σε πλήρη διάταξη στο ιστορικό κέντρο, θα είχε έναν πολύ σημαντικό αστικό πυρήνα εθνικής μνήμης, που θα μπορούσε να αναδείξει την πόλη σε μείζονα τουριστικό προορισμό με ποιότητες διαφορετικές των σημερινών. Θα βλέπαμε και την οικονομική συνεισφορά της ιστορικής παρακαταθήκης.
Η ανακαίνιση και η συντήρηση των παλιών κτιρίων βοήθησε την εικόνα τους; Τηρήθηκαν τα σχέδια ή έγιναν παρεμβάσεις;
Είναι δύσκολο να γενικεύσει κανείς. Έχουμε πολλά δείγματα καλής και άριστης συντήρησης και ανάδειξης, όπως και έχουμε δείγματα σκηνογραφικής ή κάκιστης συντήρησης. Από την άλλη, υπάρχουν ακρότητες. Δυσκολεύονται επενδυτικά σχέδια σε διατηρητέα που δεν έχουν μοναδικότητα και, από την άλλη, είναι ανεκτή η ερείπωση κτιρίων που αντικειμενικά ανήκουν στην εμπροσθοφυλακή της ιστορικής μνήμης της Αθήνας, όπως το παλιό Ελληνικό Ωδείο, στη Φειδίου 3.
Με τη γραφίδα σας μέσα από τα αθηναϊκά σημειώματα μας παρουσιάζετε τα όμορφα αυτά σπίτια ή περιοχές και σημεία της πόλης. Η Καθημερινή τα φιλοξενεί και οι αναγνώστες με χαρά τα διαβάζουν. Αυτό το γεγονός δεν σας χαροποιεί;
Σαφώς με χαροποιεί και είμαι ευγνώμων προς τους αναγνώστες που επικοινωνούν. Συχνά έχω λάβει επιστολές με εξαιρετικό υλικό και πληροφορίες ως ανταπόκριση σε κάτι που έγραψα. Το πιο συγκινητικό είναι όταν επικοινωνούν μαζί μου άνθρωποι που είχαν μεγαλώσει ή ζήσει ένα διάστημα σε σπίτια για τα οποία έχω γράψει. Μου μεταφέρουν λεπτομέρειες από τα εσωτερικά των σπιτιών και πληροφορίες για τους γείτονες και τα μαγαζιά της περιοχής. Αυτά είναι τα δώρα που δέχομαι και με γεμίζουν χαρά.
Χρησιμοποιείτε άριστα και τον φωτογραφικό φακό. Λόγος και εικόνα, λοιπόν. Διάσωση της μνήμης στη λαίλαπα της αλλαγής της πόλης;
Σας ευχαριστώ. Μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις για μένα παραμένει μια μοναχική περιπλάνηση σε μια συνοικία, κατά προτίμηση όχι πολύ οικεία, με μία φωτογραφική μηχανή στο χέρι. Φωτογραφίζω για λόγους τεκμηρίωσης, αλλά και για ευχαρίστηση. Έχω ένα τεράστιο φωτογραφικό αρχείο από δεκάδες δρόμους και δρομάκια της Αθήνας. Αυτό το συνήθειο το ξεκίνησα πολύ παλιά, πριν τελειώσω το σχολείο, και έχω ακόμη εκείνες τις αδέξιες φωτογραφίες εκείνης της εποχής, που, όμως διασώζουν όψεις που έχουν πλέον χαθεί.
Γιατί η Αθήνα παραμένει ακόμη μια μήτρα αφηγήσεων;
Η Αθήνα είναι μια πολύ ιδιαίτερη πόλη με βαθιά ιστορική στρωματογραφία, που κάνει κάθε περιήγηση μοναδική εμπειρία. Έχουμε να παλέψουμε με δύο μύθους. Πρώτον, για το «κενό» ανάμεσα στην Αθήνα των πρώτων μετά Χριστόν αιώνων και την Αθήνα του Όθωνα. Η Αθήνα κατοικείται αδιαλείπτως, απλώς η ακμή της έχει διακυμάνσεις. Είναι συναρπαστικό να μαθαίνει κανείς για τη μεσαιωνική και οθωμανική Αθήνα. Και ο δεύτερος μύθος είναι ότι η Αθήνα των νεότερων χρόνων ήταν ένα «χωριό». Και οι δύο μύθοι στηρίζονται σε απλουστεύσεις και άγνοια. Η Αθήνα παράγει ισχυρές συγκινήσεις, γιατί έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί.
Σήμερα γίνονται προσπάθειες διάφορων συλλόγων ή και φορέων να γνωρίσουν περπατώντας την Αθήνα. Από ποια ηλικία πρέπει να εκπαιδευτεί ο Αθηναίος στην αστική περιπλάνηση του χώρου της πόλης;
Όσο πιο νωρίς, τόσο καλύτερα. Αλλά είμαι της άποψης πως ποτέ δεν είναι αργά. Έχω γνωρίσει ανθρώπους άνω των 50 ετών που ως εκείνη την ηλικία δεν είχαν εκτεθεί ούτε στην ιστορία της Αθήνας, αλλά ούτε και στην απόλαυση που δίνει η επαφή με τον πολιτισμό. Και έγινα μάρτυρας της μεταβολής που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο όταν είναι ανοικτός στο να δεχθεί ερεθίσματα και να εκτεθεί σε πιο σύνθετες ερμηνείες του εξωτερικού περιβάλλοντος. Τα τελευταία χρόνια, πράγματι, έχουν αναπτυχθεί πολλές ομάδες που καλλιεργούν το κομμάτι της αστικής αυτογνωσίας.
Ποια σημεία της Αθήνας θα μας προτείνατε να επισκεφτούμε;
Αρχαία Αθήνα: Οι ιστορικοί λόφοι στο Θησείο και στου Φιλοπάππου, το αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού. Βυζαντινή Αθήνα: Άγιοι Θεόδωροι στην Κλαυθμώνος, Άγιος Ελευθέριος δίπλα στη Μητρόπολη Αθηνών, Ομορφοκλησιά στο Γαλάτσι. Αθήνα του Όθωνα: Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αγία Ειρήνη, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (Παλιά Βουλή). Αθήνα του Χαρίλαου Τρικούπη: Ιλίου Μέλαθρον, Ακαδημία Αθηνών, Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Βόλτες σε γειτονιές: Μακρυγιάννη, Κολωνός, Άγιος Παύλος, Κυψέλη. Ιδιαίτερη εποχή: Μοντερνισμός του 1930 διάσπαρτος σε συνοικίες. Τέλος, αυτό που θα γεννηθεί: Η αγάπη για τις δεκαετίες του 1950 και 1960.
Οι γενιές που έφυγαν κληροδότησαν αυτή την πόλη. Τι πρέπει εμείς να κληροδοτήσουμε στις επόμενες γενιές;
Κάθε γενιά αφήνει το αποτύπωμά της. Και σαφώς υπάρχουν πιο παραγωγικές γενιές ή πιο τυχερές. Άλλες εποχές είναι πιο μαλθακές ή τρυφηλές και άλλες πιο τολμηρές ή ρηξικέλευθες. Αλλά πάντα, υπάρχουν προσωπικότητες ή παρέες ανθρώπων που κοιτούν μπροστά και παράγουν το νέο. Πιστεύω πολύ στην ευθύνη απέναντι στο αύριο, αλλά όχι εις βάρος της χαράς του τώρα. Γιατί και αυτή η χαρά επιδρά, γίνεται ώθηση και παράγει σπινθήρες.
Πιστεύω πολύ στην ευθύνη απέναντι στο αύριο, αλλά όχι εις βάρος της χαράς του τώρα. Γιατί και αυτή η χαρά επιδρά, γίνεται ώθηση και παράγει σπινθήρες.
Τι θα προτείνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;
Αν έφτασαν ως εδώ, τους ευχαριστώ. Εφόσον το κοινό νήμα της συνέντευξης είναι η Αθήνα, θα πω ότι αυτή η πόλη έχει ανάγκη αγάπη και σκέψη. Και τα δύο απολύτως αναγκαία. Οι πόλεις είναι προϊόντα σκέψης και πυκνά, σύνθετα και αντιφατικά σύνολα που επιτρέπουν την ιδιωτικότητα σε συνθήκες συμβίωσης και ανοχής. Θα πρότεινα –γενικά– περισσότερο στοχασμό και λιγότερα σλόγκαν. Και αυτό έχει εφαρμογή παντού. Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση.
Περπατώντας στην Αθήνα
Νίκος Βατόπουλος
φωτογράφιση: Νίκος Βατόπουλος
Μεταίχμιο
176 σελ.
ISBN 978-618-03-1479-3
Τιμή €15,50
πηγή : diastixo.gr