Νίκος Βατόπουλος: «Περπατώντας στην Αθήνα»
Ένας άνθρωπος μεγαλώνει μέσα στην πόλη που ζει και η πόλη μεγαλώνει μαζί του. Η Αθήνα σμαραγδόπετρα στης γης το δαχτυλίδι, όπως είπε ο Παλαμάς, ή διαμαντόπετρα, όπως είπε τραγουδώντας ο αθηναϊκός λαός, δεν υπάρχει στο βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου. Η εξοντωτική φθορά του χρόνου έκανε καλά τη δουλειά της. Η πόλη γέρασε, η πόλη άλλαξε. Αυτή την αλλαγή-φθορά, λοιπόν, καταγράφει, αρχικά στην κάμερα και στη συνέχεια στο χαρτί. Και το κάνει με εξαιρετικό τρόπο. Φωτογραφίζει σπίτια και δρόμους, Πτυχές της πόλης, και γράφει κείμενα για την εφημερίδα Καθημερινή. Σ’ αυτές τις πτυχές θα μας αποκαλύψει τις «λεπταίσθητες αλλά σαφείς αποχρώσεις μιας αναντίρρητης αθηναϊκότητας». Θα μας δείξει «σπαράγματα αστικής ατμόσφαιρας» και «μια άυλη παρακαταθήκη […] ως οικεία και καταγεγραμμένη κατανόηση του αστικού περιβάλλοντος».
Περπατώντας στην Αθήνα, θα αναζητήσει τον κρυμμένο μύθο. Μα, έχει η Αθήνα μύθο; Ναι, αρκεί ο περιπατητής να μην είναι τουρίστας. Ο συγγραφέας θα φωτογραφίσει δεκάδες σπίτια, θα περπατήσει σε όλες τις γειτονιές, θα διασχίσει οριζοντίως και καθέτως τη σύγχρονη και άχρωμη πόλη, θα μπει σε δρομάκια μικρά και αδιέξοδα και θα βγει σε δρόμους μεγάλους, για να ανακαλύψει αυτό που κάποτε υπήρχε και δεν υπάρχει πια. Γι’ αυτό ονομάζει «Μικρή ελεγεία» την επιλογή των κειμένων που αποτέλεσαν αυτό το βιβλίο, με την Αθήνα «μήτρα αφηγήσεων» και εργαλεία τη φωτογραφική μηχανή και μια ψυχή που αισθάνεται.
Στο ιστορικό κέντρο, λοιπόν, εκεί που η Αθήνα είναι Λαβύρινθος –Περικλέους, Κολοκοτρώνη, Λέκκα, Θησέως, Ρόμβης– θα εντοπίσει κτήρια της εποχής των Βαλκανικών πολέμων και του Μεσοπολέμου, που κρατούν κλειδαμπαρωμένη την ιστορία τους. Η Ρόμβης, ειδικά, είναι γεμάτη σήματα από τον 19ο αιώνα κ.ε. και μεγάλες σιδερένιες πόρτες. Στο νούμερο 22 η σφυρήλατη πόρτα ήταν σαν «μια μάσκα, θεατρική, ένα οβάλ μενταγιόν». Στην Περικλέους 46 μια στοά με «δίριχτο φεγγίτη», «ανεμιστήρες και φωτιστικά οροφής», πόρτες ξύλινες αρ ντεκό και «ξύλινα προπολεμικά γραμματοκιβώτια» και «ίδιας εποχής ρολόγια του ηλεκτρικού». Στη Θησέως, σπίτια με στριφογυριστές σκάλες και αρ ντεκό κιγκλίδωμα. Στην Καρνεάδου, μία πολυκατοικία προπολεμική και μία μεταπολεμική, προϊόντα αρχιτεκτονικών γραφείων, δεν θα διαφέρουν στο μέλλον· σαν δημιουργήματα της ίδιας εποχής, «χωρίς ζώσες μνήμες» θα μοιάζουν.
Στο Παγκράτι, θα σταθεί στο «Λεξικοπωλείο» της οδού Στασίνου και κάποια παλιά διώροφα που αντέχουν ακόμα. Το βλέμμα του, που ξέρει τι ψάχνει, θα αναζητήσει τη λεπτομέρεια που θα κάνει τη διαφορά, το χρώμα του σοβά, τα φινιστρίνια, τις σφυρήλατες εξώθυρες. Στο ξεχασμένο τρίγωνο της οδού Μιχαλακοπούλου θα βρει «μια φλούδα γης με ένα σαραβαλιασμένο σπιτάκι… σαν αποκύημα παραίσθησης». Κι ένα παρόμοιο στη συμβολή Ριζάρη, Βασιλέως Κωνσταντίνου και Αντήνορος, που υπήρχε μέχρι πρόσφατα (ήταν μέσα στο πάρκο, αντικαταστάθηκε από τις χημικές τουαλέτες. Ήταν κάπως σαν λεπτομέρεια σε πίνακα, αποθηκούλα για τα εργαλεία του κηπουρού). Στο Παγκράτι θα επανέλθει για να σχολιάσει μια διώροφη φθαρμένη μεσοπολεμική κατοικία, στη γωνία Αλκιμάχου και Πρατίνου. Θα τον συγκινήσει η βαριά πόρτα και τα μπαλκόνια που κάποτε έβλεπαν την Ακρόπολη και τον Ιλισσό, αλλά οι πολυκατοικίες που υψώθηκαν μετά έκρυψαν την ωραία θέα (στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο, οι δύο ολοκαίνουριες πολυκατοικίες ένθεν και ένθεν αυτής της κατοικίας, τέτοια σπίτια ήταν πριν λίγα χρόνια, τέτοιο και το δικό μου).
Στην οδό Τσαμαδού 29, στα Εξάρχεια, ένα ερειπωμένο σπίτι, κατοικία ανώτερης μεσαίας τάξης, του 1910-1915(;), σε χρώμα κεραμιδί της Αττικής και μια κυανή ταινία να τρέχει σαν ζωφόρος, μαρμάρινοι κιλλίβαντες, φουρούσια και κάγκελα με ανθέμια και κύκνους, κομψούς θυρεούς και πήλινα ακροκέραμα έδειχναν «αξιοπρέπεια και όχι επίδειξη. Καλλιέπεια και όχι επίφαση».
Στη γωνία Ακαδημίας και Κανάρη 8 έχει κατεδαφιστεί ένα εξαιρετικό αρχοντικό και στη θέση του έχει χτιστεί μια πολυκατοικία με εντοιχισμένη πλάκα: «1956». Στην Ακαδημίας 4 έχει κατεδαφιστεί το Μέγαρο Χαροκόπου. Οι φωτισμένες είσοδοι της οδού Σκουφά και Σόλωνος, εκεί που οι δρόμοι έχουν «στενό πλάτος» το βράδυ «ορίζουν μια πυκνή μυσταγωγία». Ο συγγραφέας λέει ότι θα μπορούσε κανείς να αφηγηθεί την ιστορία μιας πόλης από τις εισόδους των κτηρίων, την αύρα της υποδοχής, τα χαλιά, τα φωτιστικά, τα σκαλιά, τον ανελκυστήρα, τα φυτά εσωτερικού χώρου. Εν ολίγοις όλα έχουν μια ιστορία να αφηγηθούν.
Στη Σόλωνος νιώθει έντονα τη μικρογραφία της αθηναϊκής περιπέτειας. Ήταν η γειτονιά με τα βιβλιοπωλεία. Το βιβλιοδετείο του Χ.Θ. Μπίκου έκλεισε. Στην οδό Χατζηχρήστου 6, μια ξεχασμένη σκάλα, μισοκαλυμμένη με μπάζα και σκουπίδια: «Θα ήταν ένα όμορφο σπίτι στην εποχή του… κάτω από το Ηρώδειο και το κτίριο Βάιλερ». Η Οικία Ζολώτα επί της Διονυσίου Αρεοπαγίτου με θέα την Ακρόπολη, σύμβολο αθηναϊκής κομψότητας, έργο του Εμμανουήλ Βουρέκα. Το κίτρινο σπίτι στην Καποδιστρίου μοιάζει με «αποξηραμένο αγριολούλουδο», «ένας ήρωας της εποχής του». Στην οδό Παμίσου τα διώροφα ή τριώροφα σπίτια είναι σε «παραλλαγές του αθηναϊκού μοντέρνου σπιτιού της δεκαετίας του 1930». Τα σπίτια στην Καλύμνου και Πιπίνου αφηγούνται σιωπηλές ιστορίες σε κίτρινο φως. Στην οδό Πόρου συγκινεί η ελκυστική απλότητα της αθηναϊκής ζωής και το θεόρατο γιασεμί. Μια φωτογραφία του 1935, τραβηγμένη στα Πατήσια –πατέρας, μητέρα, κοριτσάκι– γεννά ερωτήματα: ο πατέρας θα είχε γεννηθεί το 1890 ή 1895; Θα είχε πολεμήσει το 1912-13, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Μικρασιατική Εκστρατεία; Η γυναίκα του θα ήταν Αθηναία που θα είχε γεννηθεί και θα είχε ζήσει κοντά στο Μουσείο, στο Θησείο, στο Κουκάκι; Το κοριτσάκι θα μεγάλωσε στην Αθήνα θα… θα… θα. Θα μπορούσαν τα πρόσωπα της φωτογραφίας να είναι συγγενείς μας.
Στην Κυπριάδου θα σταθεί στις φυλλωσιές, στα σπίτια με την κίτρινη ώχρα ή το φαιοκίτρινο χρώμα. Στους καταπράσινους δρόμους θα διαβάσει τα ονόματα των λογοτεχνών: Βιζυηνός, Γρυπάρης, Δροσίνης, Λυκούδης. Η προτομή του Παπαδιαμάντη εκεί. Αλλού ένα κορίτσι, σαν ξαφνιασμένη Αφροδίτη, έργο του γλύπτη Αντώνη Σώχου (1888-1975) και το οποίο εύκολα τον ταξιδεύει σε μια παρόμοια κόρη, την Πηγή ή Άνοιξη του Ενγκρ, έργο του 1856.
«Τελικά ο Βατόπουλος δεν στάθηκε μόνο να βλέπει, να φωτογραφίζει και να καταγράφει. Η περιήγησή του στην Αθήνα είναι μια συστηματική έρευνα πάνω στο πώς και γιατί της ανοικοδόμησης, άρα και της καταστροφής της Αθήνας, μια ορθολογιστική έρευνα που γίνεται με συναισθηματικά μέσα. Γιατί τα σπίτια είναι κοχύλια ψυχών.»
Η λεωφόρος Αλεξάνδρας, η πιο πλατιά λεωφόρος, η Gran Via της Αθήνας, έχει το όνομα της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας, κόρης του Βασιλιά Γεωργίου Α’ και της Όλγας, που πέθανε στα 21 της χρόνια. Έχει και αυτή τον δικό της μύθο: θέατρα, κινηματογράφους, δημόσια οικοδομήματα και πολυκατοικίες, το Γήπεδο του Παναθηναϊκού, τις Φυλακές Αβέρωφ που τη θέση τους πήρε το Δικαστικό Μέγαρο, το ζαχαροπλαστείο «Σόνια» και άλλα λιγότερο γνωστά. Και πάλι πίσω στα πρόθυρα του Παγκρατίου, στη Ριζάρη, η προτομή του Νορβηγού ήρωα Νόνσεν, μεταξύ άλλων είχε πάρει θέση στην επίλυση του προσφυγικού το 1922-23.
Το Γκάζι, ομιχλώδες κάποτε –η Βιοτεχνία υαλικών του Κουμανταρέα– σήμερα μεταμορφώθηκε σε Τεχνόπολη. Τα σπίτια στην οδό Ελευσινίων σαν κουφάρια και σφάγια. Στην Κυψέλη, στην οδό Επτανήσου μοσχοβολούν οι νεραντζιές. Στην οδό Κρόνου έζησε ο Νίκος Αθανασιάδης. Το σπίτι της οδού Σωνιέρου δίνει «το μέτρο της παλιάς γειτονιάς». Στην Αχαρνών 97 ένα σπάραγμα ακόμα.
Τελικά ο Βατόπουλος δεν στάθηκε μόνο να βλέπει, να φωτογραφίζει και να καταγράφει. Η περιήγησή του στην Αθήνα είναι μια συστηματική έρευνα πάνω στο πώς και γιατί της ανοικοδόμησης, άρα και της καταστροφής της Αθήνας, μια ορθολογιστική έρευνα που γίνεται με συναισθηματικά μέσα. Γιατί τα σπίτια είναι κοχύλια ψυχών. Έχουν κι αυτά το σόι τους, λέει ο Γιώργος Σεφέρης και ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν/ μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν/ μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν/ ή που χαθήκαν…
Ωστόσο, παρακάμπτοντας αυτά που ξετρύπωσε ο φακός, η Αθήνα έχει ακόμα τις ομορφιές της, τις ζωγραφιές της, της Πλάκας τα Στενά και τους μεγάλους δρόμους. Την αγαπάει κανείς και με τα ελαττώματά της…
Περπατώντας στην Αθήνα
Νίκος Βατόπουλος
φωτογράφιση: Νίκος Βατόπουλος
Μεταίχμιο
176 σελ.
ISBN 978-618-03-1479-3
Τιμή €15,50
πηγή : diastixo.gr