Νίκος Χρυσός: «Καινούργια μέρα»

2019-01-18 17:46

Νίκος Χρυσός: «Καινούργια μέρα»

Γνωρίζοντας ο εξαίρετος συγγραφέας Νίκος Χρυσός πως δεν θα ήταν δυνατόν να γεμίσει τόσες σελίδες μένοντας αποκλειστικά σε γεγονότα του δρόμου (μια που οι περισσότεροι ήρωες του βιβλίου είναι άστεγοι), γνωρίζοντας δηλαδή πως όσο κι αν τέτοιες ιστορίες προκαλούν το αναγνωστικό ενδιαφέρον, κάπου κουράζουν επαναλαμβανόμενες, κάνει το εξής ευφυές: μας παρουσιάζει εκτενώς την παραμυθία του καθενός, πού γεννήθηκε, πώς μεγάλωσε, πώς ενηλικιώθηκε, τι συνέβη στην πορεία και ξέμεινε άστεγος, ό,τι τέλος πάντων συνήργησε ώστε να έχει αυτή την κατάληξη. Με αυτή τη λογική, οι τέσσερις κύριοι πρωταγωνιστές (ο Σεβαστιανός αποκτά τη μορφή του Ιησού), ο Τέως (από το Ματθαίος), ο Λάκυ (εκ του Λουκάς), ο Μαρκόνης (εκ του Μάρκου) και ο Γιάννης (εκ του Ιωάννη), καθώς και ο Παύλος (ο μεγαλύτερος διώκτης του Ιησού και μετά τη σταύρωση ο μεγαλύτερος υπερασπιστής των ιδεών του, τις οποίες και ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο) δεν έρχονται από το πουθενά, δεν βρίσκονται από τη μια μέρα στην άλλη άστεγοι, το αντίθετο, έχουν πίσω τους πραγματικά περίεργες καταστάσεις, που τους έσπρωξαν εκεί. Για τον Σεβαστιανό γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα (ο Λάκυ επιπλέον αμφισβητεί ευθέως ακόμη και τον θάνατό του) πρόκειται όμως για έναν φωτισμένο άνθρωπο, ο οποίος αφηγείται παραβολές σιβυλλικού χαρακτήρα ανάλογα με την περίπτωση, την ατμόσφαιρα και το κλίμα. Ο Τέως μετά την επίμονη προτροπή του πατέρα του γίνεται υφασματέμπορος, με δική του επιχείρηση αλλά πνίγεται στα χρέη, ο δε αδερφός του αδυνατεί να τον επανεντάξει στην κοινωνία των κανονικών ανθρώπων. Ο Λάκυ ξεκινά το μεγάλο ταξίδι από τη Ρουμανία και φθάνει στη χώρα μας με μοναδικά εφόδια την παραμυθένια πείνα του, το καραφλό κρανίο και την ένστασή του για τον θάνατο του Σεβαστιανού. Ο Μάρκος ταξιδεύει με τα καράβια, γνωρίζει τόπους, λιμάνια, πολιτείες, ξεμπαρκάρει και αποφασίζει να μείνει στον δρόμο αρνούμενος προτάσεις διαφορετικές, που θα τον έσωζαν από το κρύο και την πείνα. Ενώ ο Γιάννης ξεκινά ως φοιτητής, μπλέκεται σε διάφορα κόλπα ναρκομανών και πρεζάκηδων, κάνει φυλακή και όταν βγαίνει τίποτα πια δεν είναι το ίδιο. Ο Παύλος, ένας από τους τρεις δολοφόνους του Σεβαστιανού (για την ακρίβεια τον πυρπόλησαν, του βάλαν φωτιά και τον έκαψαν ζωντανό) που επιλέγεται για το κλείσιμο του βιβλίου, εντελώς συντετριμμένος για αυτό που έχει κάνει χάνει τα λογικά του (ιδίως μετά τον θάνατο της μητέρας του), βγαίνει στα στέκια των αστέγων, όπου τους μαγνητοφωνεί για να μάθει περισσότερα για το θύμα του και καταγράφει αυτές τις στιγμές σε ένα λογοτεχνικού περιεχομένου ημερολόγιο, ώσπου και ο ίδιος πνίγεται από υποχρεώσεις και καταλήγει στον δρόμο.

Δίπλα σε αυτούς τους κύριους ήρωες του έργου, μια πλειάδα δευτερευόντων δίνει το αλάτι που νοστιμίζει το κείμενο και καθηλώνει οποιονδήποτε έχει την υπομονή για να το παρακολουθήσει. Ο τόπος δε, το Λιμάνι, στο οποίο και διαδραματίζονται τα περισσότερα δρώμενα, σε κανένα σημείο του μυθιστορήματος δεν μας γίνεται φανερό για ποιο πρόκειται. Σίγουρα η μεγαλούπολη είναι παρούσα (και από το βλέμμα και από τα συσσίτια που μοιράζονται και από τα καζάνια που στήνονται κάθε μέρα στην πρωτεύουσα, προκειμένου να χορτάσουν όλοι αυτοί οι αδικαίωτοι και ανέστιοι), συμπλέει με το όλο σκηνικό, παραπέμποντας (καθώς αναφέρονται και όλες οι μικροαπατεωνιές, οι παρανομίες, οι κλεψιές, η βία, τα μαρτύρια κ.λπ. που ούτως ή άλλως βρίσκονται στο DNA των αστέγων) σε μεγάλα έργα Δυτικοευρωπαίων συγγραφέων των περασμένων αιώνων, ενώ η φασιστική απειλή που τους κυνηγά και τους καταδιώκει μέχρι τον αφανισμό τους παίρνει τον χαρακτήρα του μυθιστορήματος εποχής και τον εντάσσει στις μέρες μας, τώρα που ο ναζισμός ξερνά και πάλι πάνω τους, τώρα που οι φασίστες έχουν αποφασίσει να καθαρίσουν την πόλη από τη βρόμα της. Και όλα αυτά εκεί που δεν υπάρχει φύλαξη, ασφάλεια, προστασία από κανέναν, όπως και αν λέγεται αυτός, Αστυνομία, Κράτος, Δήμος, Κοινωνικές Υπηρεσίες.

Προτείνω, λοιπόν, την Καινούργια μέρα σε όσους αντέχουν, σε όσους διαθέτουν χρόνο, σε όσους δεν βολεύονται μόνο με μινιμαλισμούς αλλά αναζητούν κάτι συγκλονιστικό, κάτι απίστευτα δυναμικό, κάτι το μη προβλέψιμο.

Ο Νίκος Χρυσός αναδεικνύεται μέσα από το συγκεκριμένο έργο σε συγγραφέα υψηλού διαμετρήματος. Δεν είναι τόσο η ατμόσφαιρα που κατασκευάζει, η αφηγηματική του δεινότητα, η πραγματικά εξόφθαλμη φαντασία η οποία και τον απογειώνει, δεν είναι μόνο το πλήθος των γνωστικών λεπτομερειών που παρέχονται απλόχερα, το ύφος του κειμένου που σε κρατά σε διαρκή εγρήγορση, πολύ περισσότερο είναι ότι πλάθει έναν κόσμο τόσο κοντά μας και τόσο άγνωστο, τόσο οικείο (για λίγους) και τόσο αποκρουστικό (για τους πολλούς), έναν κόσμο που υπάρχει γύρω μας, καθώς καθημερινά βρισκόμαστε αντιμέτωποι μαζί του, από την απλή επαιτεία μέχρι τη μαφία των αστέγων, από τον αληθινά ανάπηρο μέχρι τους επαγγελματίες των σκουπιδιών. Ο Χρυσός βάζει το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου (μέσα βέβαια από τη λογοτεχνική του επιλογή, δεν επιχειρεί να κάνει κοινωνιολογία) ώστε να εξαλειφθεί αυτό το φαινόμενο, να κοιμούνται άνθρωποι σε χαρτόκουτες και να τρέφονται από τα σκουπίδια, ενώ η μοναδική τους απόλαυση είναι τα απόμερα μέρη του λιμανιού ή των κακόφημων περιοχών της πρωτεύουσας, όπου κάποιοι ευαίσθητοι ή έστω συμπαθούντες τούς προσφέρουν έναν καφέ ή ένα κρασί, κόντρα στους καλοβαλμένους, χορτασμένους και γραβατιασμένους συμπολίτες μας που τους συμπεριφέρονται με βία, στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορώντας και περνώντας δίπλα τους σαν να είναι σκουπίδια. Ο Χρυσός όχι απλώς μας κάνει συμμέτοχους αυτού του γεγονότος που ονομάζεται επαιτεία, ναρκωτικά, μαφία της νύχτας, νεοναζί (αφού λίγο-πολύ όλοι μας έχουμε κάποιο βίωμα) αλλά επιπλέον καλλιεργεί μια επώδυνη κατάσταση, από την οποία κανείς πολιτισμένος άνθρωπος, κοινωνία ή κράτος, δεν βγήκαν κερδισμένοι. Ούτε οι δυστυχείς ιερόδουλες, που τόσο λίγο χώρο τούς παρέχει το μυθιστόρημα του Χρυσού, οι οποίες και συνυπάρχουν με βρόμικους, αλήτες, μεθυσμένους αλλά ρομαντικά ανιδιοτελείς συνανθρώπους τους.

Ένα σημείο το οποίο χρήζει προσοχής στο βιβλίο είναι το γεγονός ότι ο Χρυσός (πλην εξαιρέσεων) ονοματίζει τους ήρωές του με επινοημένα ονόματα. Γιατί άραγε το κάνει αυτό; Μια πρώτη (ίσως και πρόχειρη) ερμηνεία είναι πως θέλει να εντάξει το μυθιστόρημά του όχι μόνο στα ελληνικά δεδομένα, όχι μόνο στα ελληνικά σύνορα, αλλά στα παγκόσμια. Αν δηλαδή το έργο μεταφραστεί, να μην έχουν οι ξένοι πρόβλημα στην προσέγγιση δύσκολων ελληνικών ονομάτων. Μια άλλη ερμηνεία που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί είναι ότι όπως το Λιμάνι και οι πόλεις που δεν προσδιορίζονται επαρκώς, έτσι και τα ονόματα των ηρώων αποκτούν αυτή τη διάσταση, γίνονται κάτι σαν σταυρόλεξο το οποίο δυνατοί λύτες οφείλουν να αποκωδικοποιήσουν και να αντιληφθούν.

nikchrisosΜετά την ανάγνωση αυτού του ογκώδους μυθιστορήματος των σχεδόν επτακοσίων σελίδων και με τη θετική του ενέργεια ακόμη πάνω μου, επιτρέψτε μου να κλείσω με κάτι εντελώς προσωπικό. Συζητώντας για το βιβλίο ερωτήθηκα τι βαθμό θα του έβαζα. Απάντησα, άριστα. Και για τη δομή του και για τη γλώσσα του, και για την εκφορά του, και για την πλοκή, και για τον μύθο, αλλά πολύ περισσότερο για την απίστευτη φαντασία, η οποία κυριολεκτικώς εξακοντίζει, υπερβάλλει, παρεμβάλλει σε σημείο τέτοιο που αναγνωστικά να ξεπερνά ακόμη και την έκπληξη, ακόμη και το πρωτοφανέρωτο. Προτείνω, λοιπόν, την Καινούργια μέρα σε όσους αντέχουν, σε όσους διαθέτουν χρόνο, σε όσους δεν βολεύονται μόνο με μινιμαλισμούς αλλά αναζητούν κάτι συγκλονιστικό, κάτι απίστευτα δυναμικό, κάτι το μη προβλέψιμο. Και με το βιβλίο του Χρυσού είναι σίγουρο πως δεν θα απογοητευτούν.

 

Καινούργια μέρα
Νίκος Χρυσός
Εκδόσεις Καστανιώτη
688 σελ.
ISBN 978-960-03-6357-9
Τιμή €20,00
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr