Neil Gaiman: «Ποτέ και πουθενά»
«Τίποτα δεν θέλω. Αλήθεια. Απολύτως τίποτα». Και ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο αλήθεια ήταν αυτό. Και πόσο φριχτό. «Έτυχε ποτέ να αποκτήσεις όλα όσα ήθελες; Και να καταλάβεις μετά ότι δεν ήταν αυτά που ήθελες;»
Ο Ρίτσαρντ, ο ήρωας του Γκέιμαν, θα θέσει αυτό το ερώτημα στον εαυτό του λίγο πριν το τέλος του βιβλίου. Θα μπορούσε, φυσικά, να τον έχει απασχολήσει και νωρίτερα αυτή η υπαρξιακού χαρακτήρα σκέψη. Όσο, όμως, ήταν βυθισμένος στη μετρημένη και τακτοποιημένη του ζωή, επιτυχημένος σύμβουλος επενδύσεων, με τις ποικίλες συναλλαγές να κρατούν ρυθμισμένη την καθημερινότητά του εντός κανονικών και γενικά αποδεκτών ορίων, δεν είχε καν περάσει από το μυαλό του ότι όλα αυτά ίσως να μην ήταν και κάτι σπουδαίο.
Τι υπάρχει άραγε κάτω από τα πόδια μας, κάτω από την άσφαλτο που στρώνει με ασφάλεια τους δρόμους μας, εκεί που ριζώνουν τα θεμέλια των σπιτιών μας; Και εδώ δεν έχουμε μια τρύπα που οδηγεί στη χώρα των θαυμάτων, ούτε με το τελείωμα του ύπνου θα επανέλθουμε στα φυσιολογικά δικά μας.
Το μοντέλο ζωής του Ρίτσαρντ, κοινός τόπος για τον μέσο άνθρωπο, στόχος επαγγελματικής και προσωπικής επιτυχίας, φαίνεται εδώ να καταρρέει κάτω από το δικό του και μόνο βάρος. Ο Γκέιμαν θα ανατρέψει το τοπίο, θα ανοίξει μια πόρτα που οδηγεί σε ένα άλλο παράλληλο σύμπαν, και θα οδηγήσει εκεί τον ήρωά του. Έτσι, όπως ο κόσμος θα κινείται, με τη μορφή που τον ξέρουμε στους δρόμους του Λονδίνου, από κάτω θα υπάρχει μια άλλη ζωή, αθέατη, με τη δική της λογική, τις δικές της αξίες και τους κινδύνους της για όποιον είναι άμαθος σ’ αυτήν τη νέα εκδοχή της πραγματικότητας. Από τη μια στιγμή στην άλλη, ο ήρωας θα βρεθεί από το εδώ και τώρα στο ποτέ και πουθενά. Μαζί του εμείς θα δούμε τον κόσμο ανάποδα, σε μια απίθανη αντιστροφή των πραγματικών του μεγεθών.
Κάτω από τους δρόμους του Λονδίνου, κάτω από τον κόσμο τον χειροπιαστό του Εδώ και του Τώρα, υπάρχει κι ένας κόσμος άγνωστος, απέραντος, μυστικός, σκοτεινός, ανείπωτος: ο κόσμος του Ποτέ και Πουθενά. Τον κατοικούνε τέρατα και άγγελοι, καλόγεροι και φονιάδες, κυνηγοί και θηρία, ληστές κι αγαθούληδες, τυχοδιώκτες και πρόβατα. Είναι γεμάτος τρομακτικές αβύσσους και παλάτια που φτάνουν ως το κέντρο της γης. Και μόνο όσοι στ' αλήθεια δεν έχουν τίποτα, όσοι γλιστράνε και πέφτουν από τις ρωγμές του «πραγματικού» κόσμου, μπορούν να περνάνε από τον έναν κόσμο στον άλλον: τα ποντίκια των υπονόμων, οι άστεγοι, οι φυγάδες, οι τρελοί. (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Οι μικρές αυτές ρωγμές στο σώμα του επάνω κόσμου είναι τα αθέατα για τους πολλούς περάσματα προς τον κάτω κόσμο των αποδιωγμένων της ζωής, που όμως έχουν φτιάξει μια ζωή στα μέτρα τους, είναι κυρίαρχοι, τρομακτικοί για όποιον παρείσακτο θα διαβεί το όριο που τους χωρίζει από τους άλλους, τους κανονικούς. Έτσι, ο κόσμος του Ρίτσαρντ θα τιναχτεί στον αέρα από τη φαντασία του Γκέιμαν, θα κονιορτοποιηθεί κάθε δεδομένο του από την αντιστροφή της λογικής. Μια κυριολεκτικά underground ιστορία διαβάζουμε εδώ, που φέρνει στην επιφάνεια τον μέγιστο αστικό φόβο, ο οποίος είναι κατασκευασμένος και επινοημένος, όπως άλλωστε και το αστικό μοντέλο ζωής που τον γεννά: τι υπάρχει άραγε κάτω από τα πόδια μας, κάτω από την άσφαλτο που στρώνει με ασφάλεια τους δρόμους μας, εκεί που ριζώνουν τα θεμέλια των σπιτιών μας; Και εδώ δεν έχουμε μια τρύπα που οδηγεί στη χώρα των θαυμάτων, ούτε με το τελείωμα του ύπνου θα επανέλθουμε στα φυσιολογικά δικά μας. Το εφιαλτικό περιβάλλον, που ανιχνεύει έκπληκτος ο ήρωας, γίνεται χώρος των κοινών μας φόβων. Κι αν ακόμα καταφέρεις να βρεις πάλι τη ρωγμή, την πόρτα, για να επιστρέψεις, τα πράγματα δεν επανέρχονται στην πρότερη κατάσταση. Είσαι αόρατος, ανύπαρκτος.
Όταν ήταν μικρός, ο Ρίτσαρντ έβλεπε εφιάλτες όπου απλά δεν υπήρχε, όπου ό,τι κι αν έκανε, κανείς δεν τον άκουγε• όσο κι αν φώναζε, όσο κι αν χτυπιόταν, κανείς δεν του ’δινε προσοχή. Έτσι άρχισε να νιώθει και τώρα, καθώς οι άλλοι σπρώχνονταν γύρω του• ο κόσμος βιαζόταν να μπει, να βγει, να περάσει.
[…]
«Αν ανήκεις στο Κάτω Λονδίνο», είπε η Ντορ στον Ρίτσαρντ καθώς προχωρούσαν πλάι πλάι προς την επόμενη αίθουσα, «ούτε καν σε βλέπουν• εκτός κι αν τους σταματήσεις εσύ και τους μιλήσεις. Ακόμα κι έτσι, όμως, σε ξεχνάνε αμέσως».
Οι χαραμάδες και οι πόρτες που οδηγούν προς τα κάτω είναι ανοιχτές μόνον για όποιον τις βλέπει ανοιχτές, για όποιον είναι έτοιμος να γνωρίσει τον ρυθμό ζωής που κυλά κάτω από τα πόδια του. Διαφορετικά είναι θεόκλειστες, αθέατες και ανύπαρκτες.
Φαίνεται σαν ο επάνω κόσμος να τον έχει απορρίψει, έτσι όπως απέρριψε κάποτε όλους αυτούς τους περίεργους χαρακτήρες που κυκλοφορούν από κάτω, στον άλλο, δικό τους κόσμο. Ή δεν τον βλέπουν ή δεν τον αναγνωρίζουν όσοι τον βλέπουν. Καταδικασμένος να μένει αόρατος ή σαν αόρατος. Κι όμως, αυτός απλώς θέλησε να βοηθήσει μια κοπέλα τραυματισμένη που κανείς δεν την έβλεπε. Παραδόξως αυτός την είδε. Σαν να ήταν γι’ αυτόν και μόνον η σκηνή υπαρκτή. Και βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη σε ένα άλλο σύμπαν, να προσπαθεί με έναν ηρωισμό (που ούτε ο ίδιος ήξερε ότι τον χαρακτήριζε) να τη βοηθήσει. Αυτή την άγνωστη ως τότε κοπέλα, την Ντορ. Να πούμε πως όλο αυτό που επινόησε ο Γκέιμαν είναι ένα παραμύθι των σύγχρονων πόλεων; Μα κι έτσι να είναι, ποιος εγγυάται ότι τα παραμύθια λένε μόνο ψέματα; Ποιος μπορεί να μας πείσει ότι όποτε θέλουμε γυρνάμε πότε στον ένα και πότε στον άλλο κόσμο; Όλο αυτό μοιάζει με όνειρο, από αυτά που ακόμα και μέσα στον ύπνο ξέρεις ότι μόλις ανοίξεις τα μάτια θα εξαφανιστεί όλη η ζοφερή εικόνα. Εκτός, φυσικά, αν εύκολα ανατρέπεται ο περίφημος κατακερματισμός του Descartes, ότι όλα εκλαμβάνονται μόνο ως προς κάτι, κόσμοι χωριστοί και διακριτοί. Μήπως όλα ένα είναι; Όψεις διαφορετικές αλλά η ουσία μία;
Οι υπόνομοι του Λονδίνου είχαν αρχίσει τη ζωή τους σαν ποτάμια και χείμαρροι, κυλώντας από τον βορρά προς τον νότο (και κάτω από τον Τάμεση από τον νότο προς τον βορρά) και παρασέρνοντας σκουπίδια και ψοφίμια, χύνοντας το περιεχόμενο αμέτρητων καθικιών στα νερά του Μεγάλου Ποταμού, που με τη σειρά του –κι αν είχε τη διάθεση– θα τα μετέφερε όλα στη θάλασσα.
Μέσα από κρυφές πόρτες και μικρές ρωγμές ο Ρίτσαρντ θα βρίσκεται πότε στην επάνω και πότε στην κάτω πραγματικότητα. Πού αλήθεια θα ήθελε να ζήσει; Έχει γλιτώσει από τον εφιάλτη, το κυνηγητό, τις εξωπραγματικές σκηνές ενός εξπρεσιονιστικού περιβάλλοντος και ήσυχος επανέρχεται στην πρότερη ζωή του. Αυτό επιθυμεί;
Και τότε είδε, με τρόπο ξεκάθαρο και σίγουρο, σαν να το ’βλεπε στη μεγάλη οθόνη του Οντεόν της Λέστερ Σκουέαρ: την υπόλοιπη ζωή του. Απόψε θα γύριζε σπίτι του με την καινούργια της Μηχανογράφησης και θα ’καναν έρωτα ήρεμα και ευγενικά. Αύριο, που ήταν Σάββατο, θα περνούσαν το πρωί στο κρεβάτι. Μετά θα σηκώνονταν και θ’ άνοιγαν παρέα τα ξύλινα κιβώτια και θα τακτοποιούσαν τα πράγματά του. Σ’ ένα χρόνο ή λίγο πιο γρήγορα θα παντρευόταν την κοπέλα από τη Μηχανογράφηση, θα ’παιρνε κι άλλη προαγωγή, θα έκαναν δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, και θα μετακόμιζαν στα προάστια, στο Χάροου ή στο Κρόιντον ή στο Χάμπστεντ, μπορεί ακόμα πιο μακριά, στο Ρίντινγκ.
Δεν θα ’ταν άσχημη η ζωή αυτή.
Άσχημη όχι, αλλά τόσο διαφορετική από τη ζωή που γνώρισε εκεί κάτω από το γνωστό, προβλέψιμο και βαρετό Λονδίνο. Τι θα κάνει άραγε; Και θα πρέπει να γνωρίζει πια ότι οι χαραμάδες και οι πόρτες που οδηγούν προς τα κάτω είναι ανοιχτές μόνον για όποιον τις βλέπει ανοιχτές, για όποιον είναι έτοιμος να γνωρίσει τον ρυθμό ζωής που κυλά κάτω από τα πόδια του. Διαφορετικά είναι θεόκλειστες, αθέατες και ανύπαρκτες.
Ο Γκέιμαν μοιάζει εδώ να περιμένει μια απάντηση. Από μας, όχι από τον ήρωά του. Αυτόν τον έχει ήδη δρομολογήσει. Αυτό το βιβλίο, όμως, το Neverwhere, όπως είναι ο ευφυής πρωτότυπος τίτλος του, είναι ένα προσωπικό στοίχημα του συγγραφέα με τον εαυτό του, να γράψει μια ιστορία που, όπως λέει:
[…] θα ήταν για τους μεγάλους αυτό που ήταν για μένα τα βιβλία που είχα αγαπήσει παιδί […] για τους ανθρώπους που σκοντάφτουν και πέφτουν, αυτούς που τα χάνουν όλα και μένουν χωρίς τίποτα –χρησιμοποιώντας τον καθρέφτη της φαντασίας, που μερικές φορές μας δείχνει πράγματα τα οποία έχουμε δει ξανά και ξανά τόσες φορές, ώστε φτάνουμε να μην τα βλέπουμε καθόλου– και όταν τα βλέπουμε στον καθρέφτη της φαντασίας, είναι σαν να τα βλέπουμε πρώτη φορά.
Διαβάζοντας τις σκηνές που επινόησε ο Γκέιμαν (γιατί σκηνές και εικόνες είναι σε υπέροχη συρραφή) σκέφτεσαι την αντιστροφή του κόσμου, την κάτω και την επάνω εκδοχή ζωής. Ο ίδιος πάντως μας λέει:
[…] ο κόσμος του Neverwhere, όμως, είναι ένας κόσμος στον οποίον θα ήθελα μια μέρα να βρεθώ ξανά.
Μπορεί να εννοεί τη μαγεία της συγγραφής, μπορεί και να κυριολεκτεί.
Ποτέ και πουθενά
Neil Gaiman
Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
Ίκαρος
468 σελ.
ISBN 978-960-572-149-7
Τιμή: €16,50
πηγή : diastixo.gr