Νεανικά-εφηβικά- Τζον Μπόιν: «Το αγόρι στην κορυφή του βουνού» κριτική της Ελένης Σαραντίτη Εκτύπωση Email
«Κάθε βιβλίο του Ιρλανδού Τζον Μπόιν», έγραφα με την ευκαιρία της παρουσίασης του μυθιστορήματός του Τι συνέβη στον Μπάρναμπι Μπρόκετ, «είναι ένα θαυμάσιο γεγονός για μένα αλλά και για εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο». Παρουσιάζοντας, δε, (πάντοτε στο diastixo.gr) το συναρπαστικό και γεμάτο καλοσύνη και συγκίνηση Μείνε εκεί που είσαι και μετά φύγε, υπογράμμιζα:
«Ξέρω εκ των προτέρων πως θα πιάσω στα χέρια μου ένα βιβλίο εξαιρετικό, που εγκωμιάζει την ανθρωπιά και αναδεικνύει τα συναισθήματα ως αναγκαίους σηματωρούς σε περιόδους τρικυμίας. Γνωρίζω, επίσης, πως θα εξαφθεί η φαντασία μου, θα καρδιοχτυπήσω, θα γλυκάνει ο κόσμος μέσα μου, ενώ θα μου χαριστεί και η απόλαυση μιας αριστοτεχνικής γραφής».
Το ίδιο θα ήθελα να επαναλάβω και για το τελευταίο έργο του Το αγόρι στην κορυφή του βουνού, το υποβλητικό εξώφυλλο του οποίου οφείλεται στον Evgeny Sergeev.
Ανθρώπινες οι δοκιμασίες, και τα βάσανα δίνονται για να τ’ αντέξει ο άνθρωπος, αλλά πώς αντέχεται ο θάνατος μιας πολυαγαπημένης μάνας από το μοναχό επτάχρονο αγοράκι της;
Στην ιστορία μας, που απευθύνεται σε εφήβους και ενηλίκους –όπως όλα εξάλλου τα βιβλία του Τζον Μπόιν– πρωταγωνιστεί ένα αγοράκι, ο επτάχρονος Πιερό Φίσερ· ορφανός από τον, κάποτε εξαρτημένο από το αλκοόλ, Γερμανό πατέρα του, κατοικεί με τη μητέρα του σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας του Παρισιού. Ζουν αγαπημένοι, καθώς είναι τρυφερές ψυχές και οι δυο τους, πλην η ζωή είναι δύσκολη και τα εισοδήματά τους πενιχρά. Στο ισόγειο μένει ο καλύτερός του φίλος και συνομήλικός του Ανσέλ Μπρονστάιν, δίχως πατέρα και αυτός, με τη μητέρα του να τον φροντίζει υπέροχα και να προωθεί και να βαθαίνει τη φιλία των δυο αγοριών που πλέον ζούν σαν αδέλφια. Συχνά, εναλλάξ, και όταν υπάρχει ανάγκη, η μια μητέρα φροντίζει και το παιδί της άλλης· έτσι η σχέση τους ανθίζει, σχέση ευεργετική, δεδομένου ότι ο Ανσέλ είχε γεννηθεί κωφός και η γλύκα της φιλίας τους έκανε τις μέρες του πιο εύκολες και πιο χαρούμενες. Οι δυο τους έχουν αναπτύξει μια νοηματική γλώσσα για να επικοινωνούν, και με τα λεπτά και ευκίνητα δαχτυλάκια τους εκφράζονται μια χαρά. Τόσο ριζωμένη είναι πια η φιλία τους ώστε ο Ανσέλ μόνο στον Πιερό έχει δείξει τις πρώτες συγγραφικές τους απόπειρες. Κανείς άλλος δεν γνωρίζει ότι ο μικρός θέλει να γίνει συγγραφέας μεγαλώνοντας. Που, τελικώς, έγινε. «Ο Ανσέλ είναι Εβραίος» τόλμησε να ψιθυρίσει ο Πιερό, παλαιότερα, στον μεθυσμένο πατέρα του ο οποίος καταφερόταν εναντίον ολόκληρου του εβραϊκού έθνους. Θυμωμένος, ασυγκράτητος ή μάλλον έξαλλος, ο Βίλχελμ Φίσερ, μετά τον άγριο ξυλοδαρμό της γλυκιάς και υπομονετικής Γαλλίδας γυναίκας του, Εμιλί το όνομά της, χάθηκε. Για πάντα. Τώρα η Εμιλί εργάζεται ως σερβιτόρα, ήσυχα και ταπεινά περνούν, μέρες απαλές, τρυφερές, ευτυχισμένες θα τις έλεγες, έχουν και τη μητέρα Μπρονστάιν, συμπαραστάτισσα, ασφαλώς και την αδιάκοπη και θερμή παρουσία του Ανσέλ. Έως ότου... Ανθρώπινες οι δοκιμασίες, και τα βάσανα δίνονται για να τ’ αντέξει ο άνθρωπος, αλλά πώς αντέχεται ο θάνατος μιας πολυαγαπημένης μάνας από το μοναχό επτάχρονο αγοράκι της; Κρατούσε το χέρι της όταν εκείνη «αναχώρησε», δεν το άφηνε με τίποτα κι έκλαιγε. Κι έκλαιγε...
«Δεν έχεις κάποιον συγγενή να σε φροντίσει;» ρώτησε μια νοσοκόμα. «Όχι, δεν έχω κανέναν. Είμαι μόνος μου. Είμαι ολομόναχος τώρα» είπε και χαμήλωσε τα μάτια το αγόρι.
Είχε έναν σκύλο, τον Ντ’ Αρτανιάν, που τις νύχτες, στο σπίτι των Μπρονστάιν κουλουριαζόταν επάνω του, σφίγγοντάς τον· φιλώντας τον. Και όχι, δεν υπήρχε οικονομική ευχέρεια να τον κρατήσει για πάντα η φιλόξενη μητέρα του Ανσέλ. Επιπλέον, ο ορίζοντας της Ευρώπης, του κόσμου όλου, είχε ήδη σκοτεινιάσει απειλητικός· ο φόβος έτρωγε τα σωθικά των Εβραίων. Η κυρία Μπρονστάιν γνώριζε ότι δεν είχε δικαίωμα να κρατήσει το παιδί ενός Γερμανού, ένα «εθνικό» παιδί· αυτό θα εγκυμονούσε κινδύνους.
Μόνη λύση το ορφανοτροφείο –στην Ορλεάνη– των αδελφών Ντιράν. Δυο κυρίες ήσαν αυτές που φρόντιζαν τα παιδιά, με καλοσύνη μάλλον, μέχρις ότου βρεθεί οικογένεια να τα πάρει στους κόλπους της.
«Για την ώρα το σημαντικό είναι να τακτοποιηθείς εδώ, να κάνεις καινούργιους φίλους και να νιώσεις σαν στο σπίτι σου... [...] και εκείνος ο φριχτός Εγγλέζος, ο κύριος Ντίκενς, που μας έχει βγάλει κακό όνομα με τα μυθιστορήματά του, αλλά να είσαι βέβαιος ότι δεν συμβαίνει τίποτα δυσάρεστο στο ίδρυμά μας. Έχουμε ένα χαρούμενο σπίτι για όλα τα αγόρια και τα κορίτσια μας...». Τον καλοδέχτηκαν.
Ασφαλώς και δεν ήταν «ένα χαρούμενο σπίτι» το σπίτι για τα ορφανά, και το μοναδικό πρόσωπο που τον πλησίασε με αγάπη ήταν ένα κορίτσι· η Ζοζέτ. Σε αυτήν άνοιξε την καρδιά του, μίλησε για τον Ανσέλ και για την αλληλογραφία μαζί του, ως και για τις φασαρίες που είχαν αρχίσει στις εβραϊκές γειτονιές. Καθημερινώς, του έγραφε ο φίλος του, η βία εξαπλωνόταν. Αλλά και στο ίδρυμα υπήρχαν παιδιά επιθετικά. Προβλήματα...
Έως ότου ένα απόγευμα η μια από τις αδελφές, η Αντέλ, μπήκε καταχαρούμενη στο γραφείο, στον καναπέ του οποίου περιποιόταν τα τραύματα του Πιερό η άλλη αδελφή και συνδιευθύντρια. Είχαν επιτεθεί ξανά στον μικρό, άκακο Φίσερ. Μάλιστα, ο βάρβαρος ανιψιός των κυριών.
«Έχεις καλά νέα. Θα φύγεις σύντομα από εδώ...»
Τον είχε αναζητήσει η αδελφή του πατέρα του, η Μπίατριξ, ευθύς ως πληροφορήθηκε το δράμα του Πιερό· είχε αποφασίσει να τον πάρει κοντά της. Μαζί να ζουν. Στην Αυστρία. Εργαζόταν ως οικονόμος σε πλούσια κατοικία, ατόμου σημαντικού, ψηλά, στην κορυφή του βουνού.
Μέχρι να φτάσει στον τελευταίο σταθμό, το Σάλτσμπουργκ, και τι δεν τράβηξε από μια ομάδα που την αποτελούσαν μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας, ας μην σταθούμε όμως εδώ, πλέον η βία και η κτηνωδία, η τρομοκρατία και το άγριο και ανελέητο κυνηγητό είχαν εξαπλωθεί σαν τη φωτιά στο ξερό χορτάρι. Και προχωρούσαν απειλητικά.
Έξω από το τρένο, στην αποβάθρα, μια πολύ όμορφη νέα γυναίκα με μακριά κόκκινα μαλλιά του έγνεφε χτυπώντας το τζάμι. «Πιερό», του φώναξε. «Εγώ είμαι! Η θεία Μπίατριξ!»
Θα υπέθετε ο αναγνώστης ανακουφισμένος ότι τα βάσανα του αγοριού τώρα θα έπαιρναν τέλος. Αντιθέτως· αργότερα θα κορυφώνονταν. Εκεί ψηλά στις Ανατολικές Άλπεις θα παιζόταν μια τραγωδία. Βλέπετε, το σπίτι στην κορυφή του βουνού ήταν η εξοχική κατοικία του Αδόλφου Χίτλερ.
Λεπτό προς λεπτό, ώρα την ώρα, μέρα τη μέρα παρακολουθούμε, πότε με πόνο, πότε με οίκτο ή έκπληξη, άλλοτε με θυμό και παράπονο, τον αμνό να μεταμορφώνεται σε θηρίο και τον Πιερό να γίνεται Πίτερ, να μεταβάλλεται σε επηρμένο, εκδικητικό πλάσμα, να ξεχνά τους αγαπημένους του, να αδιαφορεί γι’ αυτούς, να γίνεται ναζί παθιασμένος και διψασμένος για εξουσία και διακρίσεις. Το μικρό ακόμη αγόρι είχε γίνει ένας τύραννος. Ίσως γιατί ήταν μικρός και επομένως ανίδεος και ανήξερος, ίσως γιατί λέξεις και εικόνες από του πατέρα του τα πιστεύω ζωντάνεψαν δια μιας τα λαμπερά μάτια του· μπορεί και η απουσία του. Πάντως δεν γίνεται να μην πληρώσει μέγιστο τίμημα η ψυχή σου όταν συναναστρέφεσαι διαρκώς τον «κύριο», όπως του απευθυνόταν το προσωπικό, άλλως τον Φύρερ, τον Ηγέτη όπως τον καλούσαν οι αλλοτριωμένοι και αλλόφρονες εκείνου του καιρού πιστοί του ή έστω οπαδοί του· φανατικοί όμως.
Και όμως· ο άνθρωπος που αιματοκύλησε τον κόσμο, και που τα σκοτάδια και οι συμφορές που έφερε δεν λένε ακόμη να περάσουν, να επουλωθούν πληγές νου και ψυχής και που εξαιτίας του ακόμη δεινοπαθεί η ανθρωπότητα, αυτός, που το όνομά του είναι το όνομα της οδύνης, ο Χίτλερ, ο και σήμερα αποτροπιαστικός, είχε μεγάλη αδυναμία στον Πιερό (Πίτερ πια). Του έκανε δώρα, τον γνώριζε στους καλεσμένους του, του είχε επιτρέψει πλήρη πρόσβαση στη βιβλιοθήκη του, του υποδείκνυε συγγραφείς, τέλος, όσο βρισκόταν στο Μπέργκχοφ, το εξοχικό του, δεν τον αποχωριζόταν. Μάλιστα, αργότερα, του ανέθεσε να κρατά σημειώσεις από τις συζητήσεις που έκανε με τους επιτελείς του. Στις σημειώσεις αυτές υπήρχαν και λεπτομερείς περιγραφές για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεων.
Σημειωτέον, «ο κύριος» δεν παρέλειπε να φωτογραφίζεται και να χαριεντίζεται με την Εύα Μπράουν έξω, στην ομορφιά του βουνού, ενώ οι λαοί της Ευρώπης πνίγονταν στο αίμα και υπέφεραν τα μύρια όσα...
«Έχετε δεθεί, έτσι;» τον ρώτησε μια μέρα η θεία του η οποία, να σημειώσω, ήταν ένα γλυκύτατο, ωραιότατο πλάσμα που δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι την αφύσικη και επικίνδυνη αυτή σχέση. Η ψυχή της ταρασσόταν και αγωνιούσε όσο διαπίστωνε ότι ο δεσμός γινόταν δυνατότερος. Ήταν άλλος άνθρωπος η Μπίατριξ, όταν προσελήφθη δεν γνώριζε ποιον θα υπηρετούσε· τώρα ήταν αδύνατο να παραιτηθεί. Και ο Πιερό: «Μου θυμίζει τον μπαμπά μου» της απάντησε. «Ο τρόπος με τον οποίο μιλάει για τη Γερμανία. Για το πεπρωμένο της και το παρελθόν της. Η περηφάνια που έχει για το λαό της. Έτσι μιλούσε και ο μπαμπάς».
«Δεν είναι, όμως, μπαμπάς σου», είπε η Μπίατριξ.
«Όχι, δεν είναι» παραδέχτηκε το παιδί. «Ούτε κάθεται όλο τα βράδυ να πίνει. Αντιθέτως κάθεται και δουλεύει. Για το καλό της Μητέρας Πατρίδας».
Και δεν είπε τίποτε η Μπίατριξ παρά μονάχα άρχισε να τρέμει και ο Πιερό σκέφτηκε μήπως είχε κρυώσει. Εκείνο το απόγευμα, στο σπίτι του, στο Ομπερσάλτσμπεργκ, με τις χιονισμένες βουνοκορφές ολόγυρα, και τον κατάλευκο –εξ αντανακλάσεως– ουρανό, ο Χίτλερ χάρισε στον ευνοούμενό του τη στολή της Χιτλερικής Νεολαίας.
Το αβγό του φιδιού είχε ήδη εκκολαφθεί...
ο ορίζοντας της Ευρώπης, του κόσμου όλου, είχε ήδη σκοτεινιάσει απειλητικός· ο φόβος έτρωγε τα σωθικά των Εβραίων.
Ωστόσο δεν ζούσε πλέον η Μπίατριξ, το μόνο πρόσωπο που τον νοιάστηκε και τον περιέθαλψε· όμορφη και καλή, θαλερή και γλυκιά και θαρραλέα, μόνο αγάπη ήξερε να προσφέρει· περισσότερη, μάλιστα, στον ανιψιό της που της κομμάτιασε την καρδιά και της αφαίρεσε τη ζωή, και του αγαπημένου της, επίσης, όταν ο δεκατριάχρονος πλέον ναζί φανέρωσε στον Χίτλερ το σχέδιο εξόντωσής του που είχαν προσεκτικά ετοιμάσει η θεία του και ο αγαπημένος της Ερνστ, οδηγός του διεστραμμένου ηγέτη.
Έπειτα από τόσα χρόνια ψηλά, στην κορυφή του Ομπερσάλτσμπεργκ, ο Πίτερ πιέστηκε πολύ ως να προσαρμοστεί στο στρατόπεδο όπου τον είχαν μεταφέρει αμέσως μετά την αιχμαλώτισή του. Ήταν ο μόνος που είχε απομείνει στο Μπέργκχοφ. Κρυβόταν κουλουριασμένος σαν έμβρυο όταν άκουσε τις φωνές των ξένων στρατιωτών· και όταν οι άνδρες τον βρήκαν, «Μη με σκοτώσετε. Σας παρακαλώ, μη με σκοτώσετε...» έλεγε κι έκλαιγε.
Δεν είναι εδώ το τέλος της ιστορίας. Γιατί η αγάπη για μερικά τυχερά πλάσματα δεν έχει τέλος. Όπως αυτή του συγγραφέα Ανσέλ Μπρονστάιν για τον παιδικό του φίλο και σύνοικο Πιερό...
Και, ασφαλώς, ο αναγνώστης θα εννοήσει ότι θα φάνταζε επιπλέον το να μιλήσω για τα μηνύματα, τις γνώσεις, τα αισθήματα αλλά και τα φριχτά σφάλματα, ακόμη και την εξιλέωση, που όλα μαζί, κάνουν το βιβλίο ένα λαμπρό –μάλλον και απαραίτητο– ανάγνωσμα για κάθε νέο.
Το αγόρι στην κορυφή του βουνού
Τζον Μπόιν
Μετάφραση: Πετρούλα Γαβριηλίδου
Ψυχογιός
264 σελ.
ISBN 978-618-01-1418-8
Τιμή: €12,20
Πηγή : diastixo.gr