Νεανικά εφηβικά-Αγγελική Δαρλάση: «Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα» κριτική της Ελένης Σαραντίτη
«Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο ατόφια- φαίνονταν οι φλέβες· τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρον, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες και εις τ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλλαρα γύρευαν. Άντεσε κι εγώ εκεί, πέρναγα· πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα· “Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την παρτίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν”» (Στρατηγός Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα 1829-1850, τόμος Β΄, σ. 303).
Η γνωστή συγγραφέας Αγγελική Δαρλάση με αρκετά βιβλία πεζογραφίας και θεατρικά έργα και αρκετά, επίσης, βραβεία στο ενεργητικό της, έγραψε για τους νέους ένα μυθιστόρημα μεγάλου ενδιαφέροντος. Ίσως οι ενήλικες γνωρίζουν το θέμα, πιθανόν να έχουν διαβάσει ή ακούσει μέρος των σημαντικών για την κληρονομιά και την υπόσταση του λαού μας και τη λάμψη της τέχνης και του πολιτισμού της πατρίδας μας γεγονότων• εξάλλου κατά καιρούς δημοσιοποιούνται πτυχές του απίστευτου και ιερού αυτού τολμήματος. Πρόκειται για την κατάχωση, απόκρυψη και εντέλει τη διάσωση των αρχαιοτήτων του Εθνικού Μουσείου, την ταφή τους δηλαδή στη γη, σε κρύπτες, σε σπηλιές, σε θησαυροφυλάκια, λίγο πριν την εισβολή του Άξονα στη χώρα μας, με την πρόνοια, τις φροντίδες και την ευθύνη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αλλά και των εργατών, των τεχνιτών, των υπαλλήλων και των φυλάκων του Μουσείου· ακόμη και εθελοντών. Δεν ήταν μια απλή και συνηθισμένη κινητοποίηση, καθώς το εγχείρημα εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους, ούτε επρόκειτο για μια διεκπεραίωση δίχως αγωνία και τρέμουλο ψυχής. Ήταν ό, τι ωραιότερο και υψηλότερο μπόρεσαν να προσφέρουν οι φωτισμένοι και αποφασισμένοι άνθρωποι αυτοί για την πατρίδα. Εδώ πραγματοποιήθηκε ένα κατόρθωμα ηρωικό, χωρίς υπερβολή, ένα έπος!
Πρόκειται για την κατάχωση, απόκρυψη και εντέλει τη διάσωση των αρχαιοτήτων του Εθνικού Μουσείου, την ταφή τους δηλαδή στη γη, σε κρύπτες, σε σπηλιές, σε θησαυροφυλάκια, λίγο πριν την εισβολή του Άξονα στη χώρα μας
Δεδομένου ότι το ανήκουστο αυτό γεγονός τα περισσότερα από τα παιδιά μας πιθανότατα αγνοούν, θεωρώ ότι η συγγραφέας έπραξε άριστα επιλέγοντας να το γνωστοποιήσει στους νέους μέσω μιας ιστορίας ζωντανής, ενδιαφέρουσας, καλογραμμένης και μέσω των αφηγήσεων μιας θερμής, γλυκιάς κοπέλας, της έφηβης σχεδόν Αγγελίνας, γεμάτης ανησυχίες, ενδιαφέροντα και όνειρα. Αλλά και φαντασία απεριόριστη. Κατοικεί όχι μακριά από το Μουσείο, τεχνίτης-συντηρητής ο πατέρας της εκεί, παλιότερα στην Τήνο, τον γενέθλιο τόπο, σκάλιζε το μάρμαρο με μεράκι και άπειρη στοργή, ήταν ένας εξαίρετος μαρμαροτεχνίτης που αγάπησε μια προσφυγοπούλα από τη Σμύρνη, την Ελισσώ. Καρπός της αγάπης τους τ’ όμορφο κοριτσάκι τους, το πολυχαϊδεμένο, το ένα χέρι του οποίου, όμως, δεν ήταν ολοκληρωμένο. Ήταν μισοσχηματισμένο από τον αγκώνα και κάτω, δίχως δάχτυλα. «Κουλή» θα την καλούσαν αργότερα μερικά άξεστα, σκληρά παιδιά και ή θα την απεχθάνονταν ή θα τη συμπονούσαν· για τούτο και άφησαν το νησί για την Αθήνα όπου ο πατέρας με την τέχνη και τις γνώσεις του προσλήφθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο, χώρος όπου έγινε η όαση και η πηγή των ονείρων της μικρής Αγγελίνας. Άλλος ή μάλλον άλλη τροφοδότρια ονείρων μα και χαράς για τη μικρή Αγγελίνα ήταν ο νονά της, η εξαίσια Πέρλα. Σαν νεράιδα όμορφη. Σαν ουράνιο πλάσμα καλή. Αυτή την ενθάρρυνε, τη συμβούλευε να αγνοεί την ατέλεια του χεριού της διότι «Και ξέρω πως είσαι κάτι πολύ περισσότερο από ένα κορίτσι που λυπάται τον εαυτό του επειδή το ένα του χέρι είναι μισό...». Την αγκάλιαζε. Την αγαπούσε. Όπως και ο Τίκο, ο παιδικός της φίλος και γείτονας. Σύντροφος της καρδιάς της. Φίλοι της ήταν και τα αγάλματα. Συνομιλούσε μυστικά μαζί τους. Την επισκέπτονταν στα όνειρά της. Ευτυχισμένα όνειρα· γνωριζόταν με πλάσματα προικισμένα με σοφία και ομορφιά.
Μια νύχτα όμως που κατέφθασαν τα αγάλματά «της» ήταν θλιμμένα και σιωπηλά και μόνο τα μάτια τους έλαμπαν, κοιτάζοντάς την στοχαστικά και επίμονα. Έπειτα απλώθηκε σκότος βαθύ κι ακούστηκαν ουρλιαχτά από τα αγγελόμορφα αγάλματα. Τρόμαξε και ξύπνησε η Αγγελίνα· η μάνα της, όρθια στο παράθυρο, γύρισε, κοίταξε την κορούλα της και με φωνή πένθιμη της είπε: «Έγινε πόλεμος, τζιέρι μου». Ωστόσο τα ουρλιαχτά του ονείρου της εξακολουθούσαν· μόνο που δεν ούρλιαζαν τα αγάλματα. Οι σειρήνες του πολέμου ήταν. Την επόμενη, απ’ το πρωί, οι δρόμοι γεμάτοι. Ολόγιομα τα αυτοκίνητα με νέους, ενθουσιασμένους άντρες κι ας δάκρυζαν οι μεγαλύτεροι κι ας στέναζαν οι γυναίκες. «Και με τη νίκη» φώναζαν και σήκωναν τα χέρια σ’ αποχαιρετισμό.
Στο μουσείο, το οποίο επισκεπτόταν η Αγγελίνα συχνά, αναζήτησε τον πατέρα της κι εκείνος την κοίταξε σοβαρά λέγοντάς της: «Να δεις που θα δώσουμε κι εμείς τις δικές μας μάχες γι’ αυτούς τους φίλους εδώ μέσα. Γιατί κι αυτοί θα κινδυνεύσουν». Είχε φωνή συλλογισμένη ενώ γύρω, σε όλες τις αίθουσες, υπήρχε πρωτοφανής αναστάτωση. Μεγάλα κιβώτια παντού και οι εργαζόμενοι ανήσυχοι. «Τι θα συνέβαινε στο μουσείο;» αναρωτιόταν η κοπέλα. Κανείς δεν της απευθυνόταν εκείνη την ημέρα, κι ας ήταν γνωστή και αγαπητή σε όλους. Όταν στράφηκε στον πατέρα της, εκείνος «μίλησε ήσυχα Η μητέρα σου θα ανησυχεί. Πήγαινε. Πήγαινε πες της πως... ξεκινήσαμε ήδη».
«Ακόμη μιλάς με τα αγάλματα; Ακόμη σου μιλάνε;» ρωτήθηκε η Αγγελίνα ένα κρύο πρωινό καθώς κατευθυνόταν προς το μουσείο όπου πλέον εργαζόταν κι εκείνη· ως καθαρίστρια. «Την κοίταξα στα μάτια... Ύστερα από εκείνη την ερώτησή της μου είχε καρφωθεί στο νου μια υποψία. Ήθελα να δω αν μπορούσα να διακρίνω τον πραγματικό λόγο που της άρεσε να είναι καθαρίστρια στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ήθελα να δω αν ήταν επειδή... μιλούσε κι εκείνη με τα αγάλματα. Αν είχε ακούσει κι εκείνη το τραγούδι τους τα απόβραδα που σφουγγάριζε στα τέσσερα. Την κοίταξα επίμονα. Όμως τα μάτια της εκείνη τη στιγμή ήταν καθρέφτες... Ήξερα πια πως τα όμορφα μυστικά που σε ορίζουν τα κρατάς για τον εαυτό σου. Αρκέστηκα να τη ρωτήσω αυτό που όλες τις μέρες στον ξύπνο αλλά και στον ύπνο μου αναρωτιόμουν. “Είναι ακόμη εδώ; Άθικτα;” To πρόσωπό της φωτίστηκε κι έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι. Ανάσανα ανακουφισμένη...».
Όλα άλλαζαν, εκείνες τις μέρες, τα πάντα σκοτείνιαζαν, ο φόβος, ο τρόμος, η αγωνία η στέρηση, οι απώλειες, τουλάχιστον κάτι μεγάλο, κάτι σπουδαίο και πανίερο είχε διασωθεί. Η ιστορία μας. Η παρουσία και η μνήμη του λαού μας. Η ψυχή μας, δηλαδή.
τουλάχιστον κάτι μεγάλο, κάτι σπουδαίο και πανίερο είχε διασωθεί. Η ιστορία μας. Η παρουσία και η μνήμη του λαού μας.ων αρχαιοτήτων του Εθνικού Μουσείου, την ταφή τους δηλαδή στη γη, σε κρύπτες, σε σπηλιές, σε θησαυροφυλάκια, λίγο πριν την εισβολή του Άξονα στη χώρα μας
Δεν θα επιμείνω άλλο αφηγούμενη το ωραίο και ενδιαφέρον αυτό βιβλίο όπου οι λέξεις της δημιουργού του είναι εύχυμες, πλούσιες και ηχούν γλυκά, παρά τον ζόφο που κυκλώνει την πόλη, τη χώρα, την Ευρώπη ολόκληρη ως και την καρδιά της υπέροχης ηρωίδας της, της Αγγελίνας. Σκέπτομαι μονάχα πως ένα τόσο στοχαστικό και έξυπνο, χαριτωμένο και αξιαγάπητο κορίτσι, μεγαλωμένο στα χάδια και την αγάπη, κακώς έχανε τον αυτοσεβασμό του μερικές φορές χαρακτηρίζοντας το χεράκι της «το κουλό μου... το κουλό μου... το καταραμένο μου...». Βέβαια άλλοι καιροί, διαφορετική η συμπεριφορά των ανθρώπων πλην η Αγγελίνα είχε μεγάλη, τρυφερή καρδιά κι ολάνοιχτο νου. Ήταν από τα πλάσματα που ανακουφίζουν πληγές και στις φιλίες προσφέρονται με θέρμη περισσή. Κι σκέπτομαι ακόμη να μνημονεύσω με συγκίνηση τον Γιάννη Μηλιάδη, τον «χαλύβδινο αυτόν άνθρωπο» όπως σε άρθρο της στο «Βήμα» η Σέμνη Καρούζου αποκαλούσε, Διευθυντή του Μουσείου της Ακροπόλεως, ο οποίος πρωτοστάτησε στην απόκρυψη των αρχαίων του μουσείου το οποίο διεύθυνε, αλλά και στην απόκρυψη και σωτηρία των θησαυρών του Εθνικού Μουσείου. Ο εξαίρετος αυτός επιστήμονας και πατριώτης αναφέρει στο αυτόγραφο βιογραφικό του σημείωμα: «Κατά την έναρξιν του μεγάλου πολέμου, ηργάσθην εντατικά εις την απόκρυψιν των αρχαίων των Μουσείων, ήτις απεδείχθη σωστική...» (Γιάννης Παπακώστας, Από τη λογοτεχνία στον κοινωνικό προβληματισμό, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2012).
οι λέξεις της δημιουργού του είναι εύχυμες, πλούσιες και ηχούν γλυκά, παρά τον ζόφο που κυκλώνει την πόλη, τη χώρα, την Ευρώπη ολόκληρη ως και την καρδιά της υπέροχης ηρωίδας της, της Αγγελίνας
Να προσθέσω δε ότι το βιβλίο της Αγγελικής Δαρλάση ευχής έργον θα είναι να διαβαστεί και από τους νέους αλλά και από τους ενηλίκους. Εδώ ξεδιπλώνονται πτυχές ιδιαίτερες ενός θέματος συγκλονιστικού· εκτός δε αυτού πρόκειται για ένα βιβλίο πλούσιο σε εικόνες και αισθήματα, που αν αφεθείς, δεν θα τις λησμονήσεις.
Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα
Αγγελική Δαρλάση
Προλογικό σημείωμα Άλκη Ζέη
Εικονογράφηση εξωφύλλου Μυρτώ Δεληβοριά
Μεταίχμιο
ISBN 978-618-03-0350-6
224 σελ.
Τιμή € 11.00
Πηγή : diastixo.gr