Νάσος Βαγενάς: «Βιογραφία» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

2016-01-20 14:49
Βιογραφία Ποιήματα 1974 - 2014 Νάσος Βαγενάς Κέδρος


Ο τόμος ογκώδης, χωρίς εισαγωγικά, σημειώματα, επίμετρα· λιτός. Μόνο ποιήματα. Όπως έλεγε ο Σεφέρης, ο ποιητής ό,τι έχει να πει, το λέει με το έργο του. Και ιδού η Βιογραφία του Νάσου Βαγενά: Πεδίον Άρεως 1974, Βιογραφία 1978, Τα γόνατα της Ρωξάνης 1981, Ο λαβύρινθος της σιωπής 1982, Περιπλάνηση ενός μη ταξιδιώτη 1986, Η πτώση του ιπτάμενου 1989, Βάρβαρες ωδές 1992, Η πτώση του ιπτάμενου Β’ 1997, Σκοτεινές μπαλάντες και άλλα ποιήματα 2001, Στέφανος 2004, Στη νήσο των Μακάρων 2010. Με άλλα λόγια, ο πολυγραφότατος πανεπιστημιακός δάσκαλος, δοκιμιογράφος, συγγραφέας, μεταφραστής και ποιητής συναντώνται όλοι μαζί στο έργο, στα ποιήματα, όπου από το 1974, χρονολογία έκδοσης της πρώτης συλλογής, μέχρι την τελευταία, που είναι η παρούσα, έχουμε σαράντα ένα χρόνια συνεχούς παρουσίας. Και η Βιογραφία είναι με τον τρόπο της αυτοβιογραφία, όπου ο ποιητής παρουσιάζεται στο αναγνωστικό κοινό με όλους τους ρόλους συνθεμένους σε ποίημα.

Συλλογή πρώτη, Πεδίον Άρεως, στην κορυφή της νιότης. Σ’ αυτή την ηλικία όπου μπορεί κανείς να τα βάλει με τον Άρη και σε όποιο «πεδίον» απαιτεί η περίσταση. Με γλώσσα κοφτερή και ύφος κριτικό, ειρωνικό, σαρκαστικό, με πνεύμα σπινθηροβόλο. Tο ποίημα καθρέφτης της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, της κοινωνίας, επιστρέφει το είδωλό της ως καλλιτέχνημα. Στα κύρια χαρακτηριστικά της τέχνης του, καταλογίζει εις εαυτόν την «πεζολογία» και την «έλλειψη λυρικής εξάρσεως», τα οποία όμως απορρέουν από μια εποχή όπου τα πάντα αλλάζουν, επιβεβαιώνοντας τον Ηράκλειτο. Τα πολιτικά «γεγονότα», το «ύψος των οικοδομών», οι «τιμές των αυτοκινήτων» και οι «απόψεις των φίλων» (κυρίως αυτές), που σηματοδοτούν τον ούτως ή άλλως φυσικό νόμο της αλλαγής και που αποδείχτηκε και της συναλλαγής.

Ο Βαγενάς, δηλαδή, δεν δείχνει να ικανοποιείται από τις εύκολες εικόνες. Οι επιφάνειες του δίνουν αφορμή για να κοιτάζει από πίσω και από κάτω. Έτσι, όλα τα ανατρέπει. Τίποτα δεν μένει όρθιο ή ωραίο ή σχεδόν.

Και ο καιρός εκμοντερνίστηκε, άλλαξε, εκσυγχρονίστηκε, μπήκε στο σύστημα, έβαλε «γραβάτα», απομονώθηκε, δεν παίζει πεσσούς, παίζει ζάρια, το ίδιο είναι, κερδίζει πάντα και περνάει αθόρυβα. Κι ο θάνατος επίσης αθόρυβα και αυτός, αλλά ο ποιητής γνωρίζει αυτό που συμβαίνει, αυτό που γίνεται, αν και είναι πολύ νωρίς, ωστόσο αυτός ο «ξαφνικός λεκές στο πουκάμισο» δίνει δείγμα αυτού που θα πληθυνθεί αργότερα. Στην προνομιακή θέση όπου βρίσκεται, στην κορυφή του όρους, μπορεί να δει τι θα ακολουθήσει από την άλλη πλευρά.

Μια «παρτίδα» σκάκι έρχεται να προστεθεί στα παιχνίδια με τον μη κατονομαζόμενο, αλλά και μια λεπτομέρεια από έναν πίνακα του Ραφαήλ: «Οι αόρατοι άγγελοι/ του ορατού ουρανού/ έχουν άρπες στα χέρια/ που τις παίζουν με μαχαίρια». Κι εδώ δεν μπορώ να μη θυμηθώ τον Σεφέρη, όταν έλεγε: «Ήμασταν χαρούμενοι όλο εκείνο το πρωί/ […] Έπειτα […] άνοιξες τα μεγάλα σου τα μάτια κοιτάζοντας/ τον αρχάγγελο να γυμνάζεται με μια πύρινη ρομφαία» («Διάλειμμα χαράς»). Αυτός είναι ο εχθρός που το χέρι του «βγαίνει απ’ το ποίημα» και τα χρόνια «τρέχουνε σφυρίζοντας σαν άρματα δρεπανηφόρα», όλα σε μια μείξη ποικίλων πολιτισμικών στοιχείων.

Η συλλογή Βιογραφία χωρίζεται σε δύο ενότητες. Πρώτη «Τα φυσικά». Εκεί ο ένθρονος Σολωμός, ο Τερτσέτης μικρός και ο σύγχρονος ποιητής πλάι. Και πάλι ο θάνατος σαν «μια διακοπή του φωτός». Τεχνηέντως απομακρύνεται από την επιφάνεια αυτό που πρέπει να κρυφτεί. Η Βιογραφία αναπτύσσεται σε δεκαεννέα ποιήματα. Το «πράσινο ανεβαίνει», το «σκοτάδι σκαρφαλώνει», «τρέχοντας» «σ’ ένα γαλάζιο λεωφορείο», «τη νύχτα με ξυπνάει το χορτάρι που φυτρώνει στο δέρμα σου», οι άγγελοι «κατεβαίνουν στην ταβέρνα»,ο Απρίλης «ανεβαίνει απαλά. Ως τα γόνατα./ Το υπόλοιπο σώμα παραμένει στο σκοτάδι». Ο κίνδυνος παρών εκτοπίζει το πράσινο. Κι αν όλα τα χρώματα είναι παρόντα (ποίημα ΧΙΙ της ενότητας), από κάτω το μαύρο καραδοκεί, σαν να ακούγεται η φωνή του Σεφέρη πάλι: «όσο και να παίζουν με τα χρώματα είναι όλοι τους μαύροι». Και φυσικά πολλές είναι οι πόρτες «Απ’ όπου μπαινοβγαίνει ο θάνατος», «Το κορμί μου χίλιες ζαλισμένες φλέβες», «Οι νεκροί ξυπνούν», «Ανεβαίνουν»,«μεγάλα κομμάτια δόξας αιωρούνται στο σκοτάδι». Θραύσματα στίχων, αποκαλυπτικών, έντονο βίωμα, βαθιά πληγή, ελεγχόμενη συναισθηματική ένταση.

Βιογραφία Ποιήματα 1974 - 2014 Νάσος Βαγενάς Κέδρος

Στα Γόνατα της Ρωξάνης περιδιαβαίνει τις άλλες τέχνες, τσιμπολογώντας μορφές, σκηνές, διαθέσεις, παράλληλες ιδέες. Με την τέχνη του πιτσικάτο, τσιμπολογάει στοιχεία από άλλες τέχνες, όπως το Πρόγευμα στη χλόη του Μανέ, που μπορεί να είναι και Η γέφυρα πάνω από τη λίμνη με τα νούφαρα του Μονέ, πράγμα που υπαινίσσεται πένθιμα πράγματα. Πιο πέρα «μια γυναίκα προσπαθεί να ξεφύγει. Πιασμένη σ’ ένα δίχτυ από ρυτίδες», σαν παραλλαγή του χρόνου που φεύγει ή του θανάτου που έρχεται, παίρνοντας ή φέρνοντας την αγάπη και τον έρωτα που ξεθυμαίνει σαν «δυο ζευγάρια αναποδογυρισμένα παπούτσια». Ενώ στο «Σοστενούτο» ζητά λίγη παράταση ακόμη, μια επανάληψη, μια ανατροπή της σειράς, μια αλλαγή της ήδη επικρατούσας αλλαγής. Κοιτάζοντας κάτω από τη λάμπουσα επιφάνεια, μας δείχνει το λίπασμα της ζωής που μεταφέρουν οι υπόγειοι αγωγοί της αποχέτευσης. Εκεί είναι ο Άδης, από εκεί και η Ευρυδίκη. Βρόμικη υπόθεση το λίπασμα.

Στο ποίημα «Στους πρόποδες του Υμηττού», σαν να βρίσκεται στην Αρκαδία (Et in Arcadia ego) ή στον Κιθαιρώνα ή τέλος πάντων σ’ ένα βουνό που εμπλέκεται στη μυθολογία, θα γίνει «σάτυρος» και θα μετατρέψει την άχαρη ζωή σε αρχαίο σκηνικό με τη γυμνή δρυάδα που φοράει μόνο «ένα ελάχιστο κομμάτι απ’ την ψυχή» της «κι αυτό διάφανο» «Σαν ένα φύλλο συκής ματαιωμένο». Βρίσκει ο Βαγενάς τον τρόπο να ακυρώνει αυτό που μόλις έστησε ή, αλλιώς, να διώχνει το ρομαντικό που πάει να ξεμυτίσει: «Πάνω απ’ τη γη γαλάζιος ουρανός;/ […] ή καλύτερα/ το ξύλινο ταβάνι του έρωτά μας./ Όπου τη νύχτα κυνηγιούνται τα ποντίκια». Το ίδιο και στον «Εθνικό Κήπο», όπου όλα στημένα σαν σκηνικό σε πίνακα Αναγεννήσεως, ανατρέπονται αυτομάτως, όταν μας δείχνει έναν άνθρωπο «με το κεφάλι στα χέρια» κι εκείνη τη γυναίκα που «ξερνούσε δυο βήματα παραπέρα». Ο Βαγενάς, δηλαδή, δεν δείχνει να ικανοποιείται από τις εύκολες εικόνες. Οι επιφάνειες του δίνουν αφορμή για να κοιτάζει από πίσω και από κάτω. Έτσι, όλα τα ανατρέπει. Τίποτα δεν μένει όρθιο ή ωραίο ή σχεδόν. Τίποτα δεν ταιριάζει όπως στο ποίημα «Coda», όπου Εκείνη είναι «πόλη που έχει αρπάξει φωτιά» κι Εκείνος «όμποε που παίζει Βιβάλντι». Στο «Ωραίο καλοκαιρινό πρωί», σαν Καβάφης μέσα στην ωραία Αττική –φως, αέρα, άμμο, θάλασσα– (τα τέσσερα στοιχεία των υλοζωιστών) συνθέτουν όρους ζωής, αλλά λείπουν τα δέντρα, λείπουν και τα καράβια. Και εδώ, ο Οδυσσέας Ελύτης: «Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο/ μεσημέρι δεν έχει πια κανείς·/ σβήσε την Αττική κι έλα κοντά μου./ Θα σε πάω στο δάσος των ανθρώπων» (Μαρία Νεφέλη).

Τα γόνατα της Ρωξάνης είναι μια ερωτική συλλογή, στην οποία ο έρωτας είναι παρών μέσα από την απουσία του, απομυθοποιημένος, ανέφικτος, πάντα κάτι λείπει για να είναι ή να δίνει χαρά. Απλώνεται και κυριεύει το ποίημα και έπειτα χάνεται, στην τελευταία λέξη μετατρέπεται σε «έκσταση του τίποτα». Εδώ ο Βαγενάς διέτρεξε όλες τις καλλιτεχνικές εκδοχές για να μιλήσει. Πέρασε από πίνακες ζωγραφικής, από μουσικές συνθέσεις, ποιήματα και ποιητές. Μετέπλασε όλα τα ωραία σε μια θλιβερή συλλογή αφιερωμένη στον άδοξο έρωτα. Σαν να βλέπει πάντα πίσω από τα φαινόμενα, σαν να ξέρει καλά τι κρύβει η άλλη όψη, σαν να μην πιστεύει σε τίποτα και αυτό, βέβαια, είναι πιο πικρό, γιατί διαλύει την αυταπάτη και όλη την τέχνη που σ’ αυτήν στηρίχτηκε.

Στη συλλογή Περιπλάνηση ενός μη ταξιδιώτη, παίζει με τα μυθολογικά και θρησκευτικά σύμβολα, αλλά και πρόσωπα του ποιητικού κόσμου όλων των εποχών που συναντώνται στην Αθήνα, καταργώντας αποστάσεις σε χρόνια και χιλιόμετρα.

Η πτώση του ιπτάμενου είναι μια συλλογή στην οποία φιλοξενούνται και ξένες φωνές, φιλικές του Βαγενά. Στο «Ένας ζωγράφος» (John Matthias) έχουμε μια ενδιαφέρουσα πολιτικοζωγραφική περιπέτεια, η οποία μετεξελίσσεται σε άκρως υπερρεαλιστική. Στο «Mille fiori» διαφαίνεται μια ωραία ανατροπή ελυτικού ποιήματος αλά Μαρία Νεφέλη. Αλλά και αυτός ο θάνατος που «ψαλιδίζει τη μύτη των φαντασμένων» (Carl Sandburg) είναι πολύ ωραίος, άλλωστε, είναι και ο πιο δημοκρατικός. Η «Συνθήκη» του Ezra Pound ξαναφέρνει στην επιφάνεια το θέμα της σχέσης ποιητή και προγόνου ποιητή: «Θα κάνω συνθήκη μαζί σου, Γουόλτ Γουίτμαν/ Αρκετό καιρό σε σιχάθηκα/ Έρχομαι σ’ εσένα σαν μεγάλο πια παιδί/ που του ’λαχε ξεροκέφαλος πατέρας». Κι ακόμα ο Τζον Μπέριμαν, ο Χόρχε Λούις Μπόρχες, ο Ίταλο Καλβίνο. Ποιήματα σατιρικά, υπαινικτικά, αμφισβητητικά.

Στις Βάρβαρες ωδές τα ποιήματα είναι της ίδιας διάθεσης, αλλά μορφικά πειθαρχημένα, σε δωδεκάστιχα ή δεκαεξάστιχα. «Μυρίζει γιασεμί αυτή η λύση συνεχείας του δέρματος» κι ο στίχος στις δυο πρώτες λέξεις του «μυρίζει» Μάνο Χατζιδάκι (μυρίζει ο κόσμος γιασεμί) και στο υπόλοιπο Ελύτη (Μαρία Νεφέλη), και τα δυο διακείμενα εξίσου θλιμμένα. Και όλα τα ποιήματα πλεγμένα με θάνατο και χρόνο που φεύγει με «εκείνο το παράξενο φυτό ο ήλιος […] μια παρωδία της αλήθειας». Στο ΧΙΧ ποίημα ο Βιβάλντι, η «σκοτεινή γυναίκα», «το πεπρωμένο μπάζει από παντού». Στο ΧΧ κάτι λίγο ο Καρυωτάκης («με βρήκε η νύχτα»), κάτι ο Κάλβος, «ειρήσθω εν παρόδω» ότι τα σύννεφα «μοιάζουνε με του Κάλβου», και «Ο ήλιος κυκλοδίωκτος […] Αυτά/ ή κάτι τέτοια με κάνουν/ να ξενυχτώ ψηλαφώντας τη χνουδωτή/ αράχνη του χρόνου», κάνουν τον αναγνώστη συνοδοιπόρο. Στο ίδιο κλίμα και σαν παραλλαγή ακούγεται ο στίχος και στην Πτώση του ιπτάμενου Β’ με πολλές και πάλι αναφορές σε μουσικά θέματα («πατημασιές στο χιόνι», ο Ντεμπισσύ στις προτιμήσεις, οι σεφερικές επιδράσεις αισθητές). Στη συλλογή Έρωτος αποτελέσματα, από τον τίτλο εκείνου του αγνώστου συγγραφέως του 1792, βρίσκουμε και πάλι ποιήματα με πικρό χιούμορ και μεταφράσεις ποιημάτων που το πικρό είναι το χαρακτηριστικό τους.

Οι σκοτεινές μπαλάντες είναι μια αφορμή να μιλήσει από άλλη αφετηρία ύψους. Δεν είναι πια στο μεσοστράτι της ζωής, σαν τον Δάντη, αλλά στα «πενήντα», από «όπου τίποτε δεν φαίνεται αδύνατον» και στο μέλλον «η θλίψη/ μοσχοβολάει σαν μήλο αγίνωτο». Σαν να λέμε, αν και περί μήλου η κουβέντα, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Το μέλλον πάντα είναι εκεί και περιμένει. Ποιήματα μπαλάντες με ρυθμό εμφανή που τα κάνει πιο εύληπτα, αλλά και με υπαινιγμό βαθύ που τα κάνει πιο πικρά. Απαλλαγμένος ο ποιητής, όπως πάντα άλλωστε, από όποια ελπίδα, αλλά και συχνά σαρωτικά, ρεαλιστικά αποκαθηλωτικός. Μάταιες ελπίδες φαντασίας δεν καταδέχεται. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του να παρασυρθεί, να ξεγελαστεί να απολαύσει αυτό που βλέπει, αυτό που φαίνεται. Πάει από πίσω για να δει στα παρασκήνια πώς στον αέρα κρέμεται. Έτσι και ο έρωτας στα «Σημεία και Τέρατα». Χιούμορ και αλήθεια.

Η συλλογή Στέφανος περιλαμβάνει ποιήματα αφιερώματα σε ποιητές μάλλον άγνωστους, ελάσσονες, γραμμένα σαν επιτύμβια. Ο Βαγενάς μιμείται τα αρχαία επιγράμματα στη μορφή, αποκαθηλώνοντας όμως την ποιητική των προσώπων δημιουργεί κλίμα ευφορίας. Με ύφος ειρωνικό και καβαφικό και καρυωτακικό και ανατρεπτικό, αφήνει την κρυμμένη αλήθεια να αναδυθεί από τις ρωγμές της επιφάνειας άνευ φόβου και πάθους. Κι εδώ ο αναγνώστης θα δει ότι ο ποιητής Βαγενάς συμπορεύεται αγαστά με τον κριτικό Βαγενά, που δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν όσο «νεκρός» ή «νεκρότερος» είναι ο ποιητής, όσο και αν «θνητός και μετά θάνατον παραμένει», όσο και αν τις συλλογές του «Οι πολλοί δεν τις διάβασαν/ οι λίγοι δεν τις κατάλαβαν», όσο και αν εγώ διαβάζω κλαίγοντας από τα γέλια που ο Βαγενάς έγραψε ποιήματα για ποιητές «άγνωστοι που ’ναι».

Παρόμοια δείχνει και η τελευταία συλλογή, Στη νήσο των Μακάρων, όπου τα ποιήματα, τα σονέτα, συνθέτουν μια μικρή ανθολογία με τους ποιητές αντικριστά, ανά ζεύγη με κοινά ή ανάλογα χαρακτηριστικά. Μια ανθολογία που μοιάζει με συμπόσιο, με πορτρέτο, βιογραφία γραμμένη με πνεύμα περισσότερο κριτικό. Σαν απολογισμός μιας εποχής που έχει περάσει πια και οι ποιητές μένουν στις ανθολογίες αδιάβαστοι, αλλά όχι ξεχασμένοι. Τα σονέτα των Μακάρων μοιάζουν κάπως με τα ποιήματα του Στέφανου, αλλά εδώ οι ποιητές υπήρξαν μεγάλοι στην εποχή τους. Ο χρόνος παρέσυρε στο περιθώριο το έργο τους (όχι όλων), ωστόσο παραμένουν στη μνήμη.

Πώς είναι ο Βαγενάς της Βιογραφίας; Σαρκαστικός, τελείως αληθινός, απολύτως ειλικρινής, δεν τον ξεγελά η μεταμφίεση ή μετονομασία. Το χοιρινό στο πιάτο είναι «γουρούνι». Με προβληματίζει, ωστόσο, σ’ εκείνον τον «Εσωτερικό μονόλογο του Γεωργίου Χορτάτση» ο τελευταίος στίχος: «Ο έρωτας από την Ειμαρμένη». Ποιο είναι το μέτρο σύγκρισης; Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως ο «έρωτας» είναι η «ειμαρμένη». Με ιδιαίτερη συγκίνηση διαβάζουμε τις μεταφράσεις των ξένων κειμένων, συλλέγουμε «λέξεις ουρανοβόρες», που κουδουνίζουν στο μυαλό, βλέπουμε «σκοτεινοσύλλαβες γυναίκες», αντιλαμβανόμαστε τον «αθόρυβο στόμφο της παπαρούνας», ακούμε την «ανεμόσκαλα της φωνής του ιεροκήρυκα», στα δάχτυλα αισθανόμαστε ότι ο θάνατος είναι η «μεταξωτή φόδρα του φωτός», απολαμβάνουμε τον ύμνο «ή μάλλον Ωδή… στην υπέροχη καμπύλη μιας υψηλής νότας από τον λαιμό μιας διάσημης Ιταλίδας αοιδού».

Μια μολότοφ στη λογική, στη σοβαροφάνεια, στην τάξη είναι η Βιογραφία. Όλα ιδωμένα από την άλλη πλευρά τους, από την αληθινή, απαλλαγμένη από ψευδαισθήσεις και αλλιώς ωραία.

Βιογραφία
Ποιήματα 1974 - 2014
Νάσος Βαγενάς
Κέδρος
420 σελ.
ISBN 978-960-04-4610-4
Τιμή € 25,00
001 patakis eshop

Πηγή : diastixo.gr