Μουσική-«“Καπουλέτοι και Μοντέκοι” του Μπελίνι στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών» της Μαρίας Κοτοπούλη
Μια λαμπερή πρεμιέρα της όπερας Καπουλέτοι και Μοντέκοι του Vincenzo Bellini (1801-1835) παρακολουθήσαμε στις 13-11-15 στην Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, από την Εθνική Λυρική Σκηνή, σε συνεργασία με το περίφημο θέατρο Arena di Verona και το La Fenice της Βενετίας. Το Αμφιθέατρο της Βερόνας, διεθνώς γνωστό για τις μεγαλειώδεις παραστάσεις όπερας, είναι από τα καλύτερα συντηρημένα θέατρα. Χτίστηκε τον 1ο αιώνα και είχε χωρητικότητα 30.000 θεατών. Σήμερα για λόγους ασφαλείας οι θεατές περιορίστηκαν στις 15.000. Το La Fenice είναι ένα από τα διασημότερα θέατρα στην ιστορία της όπερας κυρίως κατά το 19ο αιώνα. Θεωρούμε τη συνεργασία αυτή ιδιαίτερα σημαντική και ευχόμαστε να συνεχιστεί και στο μέλλον.
Το λιμπρέτο Καπουλέτοι και Μοντέκοι, λυρική τραγωδία σε δύο πράξεις, είναι εμπνευσμένο από τις πνευματικές πηγές της Ιταλίας, όπου ο μύθος των «Εραστών της Βερόνας» ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Ο λιμπρετίστας, ποιητής Felice Romani (1788-1865), όπως και ο ίδιος ο Σαίξπηρ, άλλωστε, αντλεί τον μύθο του από τις νουβέλες των Masuccio Salernitano (περ. 1410-1475) και Matteo Bandello (περ. 1480-1562).
Από τα νεανικά έργα του Vincenzo Bellini, οι Καπουλέτοι και Μοντέκοι –τίτλος, κατά την άποψή μας, που έμμεσα υποδεικνύει τα δεινά τα οποία επιφέρει το μίσος και η αντιπαλότητα– είναι ένα από τα αριστουργήματα του ρομαντικού bel canto, στο οποίο ενυπάρχουν όλες οι αρετές και οι ποιότητες που αργότερα ο συνθέτης θα αναπτύξει στα μεγάλα έργα του, Νόρμα, Υπνοβάτις και Πουριτανοί. Είναι χαρακτηριστικό ότι επιλέγει για τον ρόλο του Ρωμαίου γυναικεία φωνή μεσοφώνου, ίσως για να τονίσει το νεαρό της ηλικίας του Ρωμαίου. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 11 Μαρτίου 1830 στο θέατρο La Fenice της Βενετίας με μεγάλη επιτυχία. Και είναι ο Γάλλος σκηνοθέτης, Arnaud Bernard, που με την εμπνευσμένη σκηνοθεσία του δίδει νέα διάσταση στο λιμπρέτο.
Άκρως ποιητικό το εύρημα του Bernard, να τοποθετήσει την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας σε ένα Μουσείο, το Λούβρο υποθέτουμε, όπου με την εισαγωγή της Όπερας ξεκινούν οι εργασίες συντήρησης των έργων τέχνης και, μόλις οι συντηρητές και οι εργάτες αποχωρήσουν, οι ήρωες ξεπηδούν μέσα από τους Αναγεννησιακούς πίνακες και ζωντανεύουν τα θρυλικά πάθη τους. Ο σκηνοθέτης, σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο, ρίχνει τις ρεαλιστικές πινελιές του εντείνοντας τη μαγεία της προσμονής των δρωμένων, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τη σκηνογραφική παλέτα με τα εκθαμβωτικά χρυσά, τα δυνατά, ερωτικά κόκκινα, τα μαύρα των χρησμών, να διαγράφουν, συνταιριασμένα με την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων, την πορεία των τραγικών εραστών από το φως της ζωής στο σκότος του θανάτου. Το εύρημα εξελίσσεται και, καθώς οι συντηρητές επιστρέφουν για να συνεχίσουν τις εργασίες τους, οι ήρωες παγώνουν σε εκπληκτικά tableau vivant, απίστευτης ζωγραφικής ακρίβειας και ποιητικής ομορφιάς, στην οποία συνέβαλαν, τα μέγιστα, τα θαυμάσια σκηνικά και κοστούμια των Alessandro Camera και Carla Ricotti, αντίστοιχα, που αναβίωσαν τη θρυλική των ηρώων εποχή, οι δε αριστοτεχνικοί φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου παρέπεμπαν στο φως των πινάκων μεγάλων Αναγεννησιακών ζωγράφων, που προέρχεται εκ των έσω. Και ενώ ο θεατής γνωρίζει τον μύθο, νιώθει να συμβαίνουν όλα πρώτη φορά μπροστά του. Επίτευγμα μοναδικό, χάρη στην απαράμιλλη ερμηνεία του συνόλου των καλλιτεχνών, αρχής γενομένης από τον εκπληκτικό αρχιμουσικό Λουκά Καρυτινό, που κράτησε ολόκληρο το μουσικό σύμπαν του Bellini υπό την μπαγκέτα του, αναδεικνύοντας τις αρετές του, στηρίζοντας τους ερμηνευτές του και αποδίδοντας όλη τη μαγεία και την ομορφιά του έργου στο κοινό του. Ακόμα και η εξαιρετική χορογραφία και κινησιολογία, ανάμεσα στο πραγματικό και το ονειρικό, ήταν υπό την άγρυπνη παρακολούθηση του αρχιμουσικού. Υπέροχες οι δύο πρωταγωνίστριες, η Ρουμάνα υψίφωνος Μιχαέλα Μάρκου, Ιουλιέτα (ερμήνευσε τον ρόλο στη Βερόνα), και η Ελληνίδα μεσόφωνος Μαίρη-Έλεν Νέζη, Ρωμαίος, οι οποίες, με σπάνιο δέσιμο μεταξύ τους και εξαιρετική ευρωστία φωνής, έδωσαν συναρπαστικές ερμηνείες. Ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου ερμήνευσε επάξια τον Καπέλιο, πατέρα της Ιουλιέτας, και με το επιβλητικό παράστημά του ξεχώρισε στις σκηνές συνόλου. Στο ρόλο του Τεμπάλντο,ο έμπειρος τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος απέδωσε δυναμικά τον αντίζηλο και θαυμάσιος υπήρξε ο βαρύτονος Πέτρος Μαγουλάς, στον ρόλο του Λορέντζο.
Η Χορωδία υπό τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο, «εν αρμονία» με την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, έδωσαν, υπό τον αρχιμουσικό τους Λουκά Καρυτινό, εξαίσιες ερμηνείες μέσα από τις οποίες έλαμψαν στο σόλο τους, φλάουτο, κλαρινέτο, κόρνο και άρπα.
Τα εύσημα ανήκουν σε όλους τους συντελεστές της σπουδαίας αυτής παράστασης, που, μέσα σε καιρούς δύσκολους, αντιστέκονται προσφέροντας τα άνθη της υψηλής τέχνης τους.
Πηγή : diastixo.gr