Μίλτος Λιδωρίκης: «Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ»
Όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή
Και όλοι οι άντρες και οι γυναίκες απλώς ηθοποιοί
Με τις εισόδους και τις εξόδους τους
Και ο καθένας στον καιρό του παίζει ρόλους πολλούς
Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Όπως σας αρέσει
Πόσο, αλήθεια, ταιριαστό είναι το παραπάνω πασίγνωστο απόσπασμα από το έργο του Άγγλου δραματουργού στην περίπτωση του Μίλτου Λιδωρίκη! Άνθρωποι με το δικό του ευρύ πνεύμα και τη δική του εμπειρία ζωής είναι σαν να έχουν ζήσει πάνω από μία ζωές. Και είχε την πρόνοια να καταγράψει όλα όσα έζησε, όλα όσα είδε να διαδραματίζονται γύρω του, διαφυλάσσοντας έτσι έναν πραγματικό θησαυρό για τις επόμενες γενιές. Ο Μιλτιάδης Λιδωρίκης, πατέρας του θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Αλέκου Λιδωρίκη και του Γιώργου, ο αγαπημένος Μίλτος της Αθήνας, στα απομνημονεύματά του τα οποία δημοσίευε τακτικά στην εφημερίδα Ασύρματος, ξεκινώντας από τον Μάρτιο του 1940, και που αποτελούν το υλικό για το βιβλίο Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Polaris, με μια πολύ κατατοπιστική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισαγωγή από τον Γιώργο Χατζηδάκη, αλλάζει πολλούς ρόλους καθώς μας περιδιαβάζει στις αναμνήσεις του. Άλλοτε σαν συμμετέχων, ενίοτε ως παρατηρητής, άλλοτε σαν σημαντικός παράγοντας, με τη λόγια γλώσσα της εποχής η οποία, ωστόσο, περνώντας μέσα από το φίλτρο της χαρισματικής του πένας, διατηρεί το χαρακτηριστικό ύφος συνδυάζοντάς το με ζωντάνια και αμεσότητα, αφηγείται γεγονότα, περιγράφει συνήθειες, καταγράφει ήθη, συνθέτοντας την τοιχογραφία μιας εποχής με πολύ ιδιαίτερα και ξεχωριστά στοιχεία.
Η Μπελ Επόκ, η «ωραία», ανέμελη εποχή των Αθηνών, τοποθετείται χρονικά, όπως και για όλη την Ευρώπη, στην περίοδο από το 1871 έως και την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914). Μια τάση που αρχικά εκδηλώθηκε στο εξωτερικό ήρθε αναπόφευκτα και στην Ελλάδα και επηρέασε σημαντικά τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, κυρίως στην Αθήνα που, σαν πρωτεύουσα, δεχόταν και τις μεγαλύτερες επιρροές. Η πολυπόθητη ευημερία που επικράτησε μετά από πολεμικά και κοινωνικά γεγονότα που είχαν στοιχίσει υλικά και συναισθηματικά, η άνθηση των νέων τεχνολογιών, του εμπορίου, του πολιτισμού, δημιούργησαν ένα κλίμα ευφορίας το οποίο αναζητούσε τρόπους έκφρασης μέσα από διάφορους διαύλους, πολλοί από τους οποίους ήταν πρωτόγνωροι για τα ελληνικά δεδομένα της μέχρι τότε εποχής.
Άνθρωποι με το δικό του ευρύ πνεύμα και τη δική του εμπειρία ζωής είναι σαν να έχουν ζήσει πάνω από μία ζωές. Και είχε την πρόνοια να καταγράψει όλα όσα έζησε, όλα όσα είδε να διαδραματίζονται γύρω του, διαφυλάσσοντας έτσι έναν πραγματικό θησαυρό για τις επόμενες γενιές.
Έχοντας ζήσει όλη αυτή την εποχή από την καλή και από την ανάποδη, ο Μίλτος Λιδωρίκης την αποτυπώνει στο συναρπαστικό και εκτενές χρονικό του με οξυδέρκεια, κριτικό πνεύμα, αλλά και πηγαίο χιούμορ και βαθιά αγάπη για την Αθήνα και τους ανθρώπους της. Γεννημένος το 1871, με το ξεκίνημα δηλαδή της Μπελ Επόκ, έζησε όλα τα ακμαία χρόνια της ζωής του μέσα σε αυτήν και, όπως λέμε, την έφαγε με το κουτάλι. Όντας γόνος μιας αριστοκρατικής και ιδιαίτερα αγαπητής οικογένειας, και ζώντας στο κέντρο των γεγονότων, γνώρισε από κοντά σημαντικούς πολιτικούς της εποχής του. Γιος του βουλευτή Γεωργίου Λιδωρίκη και της Ερατούς Δάρα, είχε ακόμα μία αδελφή, την μελαχρινή καλλονή Ιουλία, που πέθανε πρόωρα στα είκοσί της χρόνια κατά τη γέννηση του πρώτου της παιδιού. Το σπίτι της οικογένειάς του στην Αθήνα, στην οδό Πανεπιστημίου 10, χτισμένο από τον παππού του το 1840, επτά χρόνια μετά την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα, ήταν σημείο αναφοράς στην πόλη, κέντρο επισκέψεων και στέκι πολιτικών, καλλιτεχνών, συγγραφέων. Το έντονο ενδιαφέρον του για τα κοινά ο Μίλτος το εκδήλωσε από πολύ μικρή ηλικία, με την έμφυτη περιέργειά του να τον κάνει αρκετές φορές να το σκάει από το σπίτι για να παρευρεθεί σε σημαντικά γεγονότα της εποχής. Στην ενήλικη ζωή του υπήρξε εξίσου ανήσυχο πνεύμα. Θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, δημοσιογράφος αλλά και πολιτικός, είχε έντονη παρουσία σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Εκλέχθηκε βουλευτής, διετέλεσε διευθυντής της Βουλής, πήρε μέρος ως εθελοντής στους πολέμους του 1897 και του 1912, υπήρξε ιδρυτής του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου, από τους ιδρυτές της Εταιρείας Ελληνικού Θεάτρου, καθηγητής στην αντίστοιχη θεατρική σχολή, πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και προσωπάρχης του Εθνικού Θεάτρου. Συνεργάστηκε με εφημερίδες γράφοντας χρονογραφήματα και έγραψε κάπου είκοσι θεατρικά έργα και δύο μυθιστορήματα. Το βιβλίο περιλαμβάνει, εκτός από τον πρόλογο του Γιώργου Χατζηδάκη, σημειώματα-μαρτυρίες των δύο συνονόματων εγγονών του Μίλτου: του Μίλτου, γιου του Αλέκου, ο οποίος έχει γράψει τη βιογραφία του παππού του με τον τίτλο «Μίλτος Γ. Λιδωρίκης: Ο Εύζωνας, ο Ρουμελιώτης, ο Αθηναίος, ο Θεατράνθρωπος» και του Μίλτου, γιου του Γιώργου. Τα κείμενα συνοδεύουν μεγάλης σπουδαιότητας φωτογραφίες από αρχειακό υλικό, τόσο του ίδιου του Μίλτου Λιδωρίκη όσο και άλλων, με εξαιρετικό σχολιασμό από τον Γιώργο Χατζηδάκη.
Η πλούσια εμπειρία του Μίλτου Λιδωρίκη τόσο από την πολιτική όσο και από την καλλιτεχνική και κοινωνική του δραστηριότητα αποτυπώνεται με δεξιοτεχνία, ευθύτητα και ευστροφία. Με τον ρυθμό και τη διάθεση ενός αφηγητή, που σαν σε ζωντανό χρόνο απευθύνεται στο κοινό του, με μυθιστορηματικές αρετές αλλά και με την αμεσότητα του στιβαρού δημοσιογραφικού λόγου. Οι αναφορές στον εαυτό του είναι πάντα σε σχέση με γεγονότα βαρύνουσας σημασίας. Όταν, για παράδειγμα, μιλάει για την εμπειρία του στον πόλεμο, αφήγηση η οποία είναι, αναπόφευκτα, ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά, είναι για να δώσει την προσωπική του μαρτυρία, μια ματιά «από μέσα» για ένα ζήτημα που απασχόλησε την Ελλάδα συνολικά. Κυρίως τον ενδιαφέρει να μεταδώσει το κλίμα εκείνης της εποχής, να αναπαραστήσει με τις γλαφυρές περιγραφές του εικόνες της Αθήνας που ίσως είναι (και ήταν ακόμα και τότε) άγνωστες σε πολλούς, να αναδείξει το ανθρώπινο πρόσωπο πολιτικών, να κάνει τον σχολιασμό του για τα ήθη που έβλεπε να αλλάζουν από γενιά σε γενιά.
Η πλούσια εμπειρία του Μίλτου Λιδωρίκη τόσο από την πολιτική όσο και από την καλλιτεχνική και κοινωνική του δραστηριότητα αποτυπώνεται με δεξιοτεχνία, ευθύτητα και ευστροφία.
Έχουν μεγάλη ιστορική σημασία αυτές οι καταγραφές, για όλα αυτά τα στοιχεία που συνέθεταν την εικόνα της πόλης καθώς ο πληθυσμός της αυξανόταν, αποκτούσε μεγαλύτερο οδικό δίκτυο, αναπτυσσόταν στους επιμέρους τομείς των δραστηριοτήτων της. Η Αθήνα δεν ήταν πάντα η πόλη που γνώρισαν οι νεότερες γενιές. Πέρασε εποχές που υπέφερε από έλλειψη νερού, με τον αέρα της καθημερινά να γεμίζει με πυκνή σκόνη, τόσο που οι κάτοικοι έφτασαν στο σημείο να την αποκαλούν «βρομούπολη». Όταν κυκλοφόρησε στους δρόμους της το πρώτο ιδιωτικό αυτοκίνητο, ήταν μεγάλο γεγονός. Τα μέσα συγκοινωνίας της, μια μεγάλη και πολυτάραχη ιστορία από μόνα τους, πέρασαν από πολλά στάδια εξέλιξης. Το νυχτερινό αμάξι, ένα «ποίημα φουτουριστικής σχολής», όπως πολύ γλαφυρά το χαρακτηρίζει ο Μίλτος για να συνεχίσει με μια εξίσου απολαυστική περιγραφή («Το εσωτερικό του, ντυμένο με ύφασμα αμφιβόλου χρωματισμού, παρουσίαζε τον γεωγραφικό χάρτη όλου του κόσμου. […] Το χαλάκι του, κάτω, το επισημότερο κουρέλι αθηναϊκού ραφείου. Τα φανάρια του, που είχαν ένα τζαμάκι και δύο μισοτσουρουφλισμένα χαρτιά, έσταζαν και μύριζαν διαρκώς πετρέλαιο. Όσο για άλογα, σούστες, χάμουρα και λοιπά, ανήκαν στην παλαιοντολογική εποχή»), η μαρίκα (το δημοφιλές για αρκετό καιρό μόνιππο), ο κολοσούρτης (πρόγονος του σημερινού τραμ, με το ανεκδιήγητο ακαταλαβίστικο σημείωμα στο πίσω μέρος του επίσημου εισιτηρίου του το οποίο «όλοι κρατούσαμε πάντα […] στην τσέπη μας για να σατιρίζουμε την Εταιρεία»), το Θηρίο (ο τρομακτικός και θορυβώδης Σιδηρόδρομος Αττικής με την παροιμιώδη καθυστέρηση), οι «αντεροβγάλτηδες» (τα ξεχαρβαλωμένα λεωφορεία που γέμιζαν ασφυκτικά με κόσμο), άφησαν έντονο στίγμα στην αθηναϊκή ζωή και, κυρίως, στους αθηναϊκούς δρόμους αλλά και στη συνείδηση των κατοίκων που τα χρησιμοποιούσαν καθημερινά.
Παράλληλα οι Αθηναίοι δεν έχαναν ποτέ ευκαιρία για διασκέδαση και ξενύχτι. Τα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν, τα βαριετέ, τα καφωδεία που γρήγορα γίνονταν στέκια με τις διάφορες φίρμες του τραγουδιού και του χορού, εγχώριες και ξενόφερτες, να προσελκύουν τους θαμώνες κάθε βράδυ (« […] Η Αγλαΐα, μελαγχολική τραγουδίστρια του αμανέ, που άρχιζε με το “α” και μετά μία ώρα έφθανε, δια διαφόρων λαρυγγισμών, στο “μαν” […] Η ασίκισσα Τερέζα, μακροπόδαρη και μακροχερού, χειρίζουσα το ντέφι με άφθαστα τσακίσματα […]»), τα θέατρα, τα ζαχαροπλαστεία, οι μπιραρίες, παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες με τόσο ζωντανές περιγραφές που είναι σαν να παρακολουθείς ταινία εποχής. Αλλά και η επαγγελματική-εμπορική ζωή έχει το δικό της μερίδιο στις αναμνήσεις του Λιδωρίκη, και της αφιερώνει εξίσου απολαυστικό σχολιασμό. Παραθέτω ένα πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα από το κεφάλαιο 17, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στα κουρεία της εποχής:
Η Αθήνα δεν ήταν πάντα η πόλη που γνώρισαν οι νεότερες γενιές. Πέρασε εποχές που υπέφερε από έλλειψη νερού, με τον αέρα της καθημερινά να γεμίζει με πυκνή σκόνη, τόσο που οι κάτοικοι έφτασαν στο σημείο να την αποκαλούν «βρομούπολη».
«Το ξύρισμα την εποχή εκείνη ήταν ένα είδος ιεροτελεστίας τελουμένης μόνον κατά Σάββατον αντί 10, 15 και 25 λεπτών. Όταν ο μπαρμπέρης εξύριζε τον πελάτη και πριν τελειώσει, του έλεγε επιτακτικά “άνοιξε το στόμα σου”. Ο πελάτης, υπείκων στην προσταγή του κρατούντος φονικόν όπλον κουρέως, άνοιγε το στόμα του μέχρις εξαρθρώσεως των σιαγόνων του και ο κουρεύς ανεύρισκε κούφια δόντια από τα οποία, χωρίς να τον ερωτήσει, αυτοστιγμεί και τον απήλασσε. Έτσι, ακόμα και σήμερα, σε πολλά συνοικιακά λαϊκά κουρεία βλέπει κανείς εκατοντάδες αθλίων και μαύρων δοντιών καρφωμένων σε κορνίζες. Είναι τα δείγματα της ικανότητος και της μεγάλης οδοντιατρικής τέχνης του μπαρμπέρη».
Η Αθήνα φυσικά έχει την τιμητική της, αλλά φιλοξενούνται και σημαντικές αναφορές στα νότια προάστια, και συγκεκριμένα στο Νέο και το Παλαιό Φάληρο που, λόγω της παραθαλάσσιας θέσης τους, ήταν όχι μόνο δημοφιλείς προορισμοί για τους εκδρομείς και ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά και ιδανικές τοποθεσίες για υπαίθρια –και όχι μόνο– θέατρα. Μια άλλη ζωή ανθούσε εκεί, με καλλιτεχνικές δραστηριότητες που έφερναν κόσμο και δημιουργούσαν ένα κλίμα ευφορίας και δημιουργικότητας. Μόδες βέβαια έρχονταν πολλές από το εξωτερικό, όπως πάντα. Χαρακτηριστικό το έφιππο κυνήγι της αλεπούς, όπου εδώ, καθώς ο λαός μας είναι πάντα μέσα στην πρωτοτυπία και την πρωτοπορία, τον ρόλο της αλεπούς αναλάμβανε ένας άνθρωπος που κράδαινε μια ουρά αλεπούς καθώς έτρεχε πάνω στο άλογό του.
Οι λαϊκές φράσεις που πρωτοακούστηκαν τότε και στη συνέχεια καθιερώθηκαν, οι αλλαγές στην αρχιτεκτονική και τη ρυμοτομία, οι οικογενειακές συνήθειες κατά τις εορταστικές περιόδους, οι επεισοδιακές εκδηλώσεις της Αποκριάς με τη «Βασίλισσα Απόκρεω», την «ξανθή κόρη, ωραία, στεφανωμένη με άνθη, φέρουσα πολυτελή αλουγρίδα» η οποία, όπως αποδείχθηκε τελικά ήταν « […] βασιλεύς. Ο φοιτητής Λεκανίδης, νέος ευειδής, είχεν υποδυθεί το πρόσωπον της Ανάσσης, χωρίς τούτο να φαίνεται διόλου», οι επισκέψεις, οι γιορτές στην εξοχή, οι κανταδόροι, τους οποίους οι κάτοικοι του σπιτιού στο οποίο απευθυνόταν το σπαραξικάρδιο άσμα «περιέλουαν με νερά, καθαρά και ακάθαρτα» ή «έδερναν ανηλεώς, τη βοηθεία των γειτόνων με τις μακριές άσπρες νυκτικές πουκαμίσες», οι γραφικοί πλανόδιοι, χαρακτηριστικοί τύποι που όλοι ήξεραν, η κοσμική κίνηση, φωτίζουν την εικόνα μιας πόλης ζωντανής, μιας πόλης που, παρά τις αντιξοότητες, τις κοσμοϊστορικές αλλαγές και τις αναποδιές, φυσικές και μη, ποτέ δεν έχασε τον παλμό και τον χαρακτήρα της. Tο χρονικό του Μίλτου Λιδωρίκη είναι ένα πανόραμα της Αθήνας και των ανθρώπων της – μια συναρπαστική κατάθεση προσωπικών μαρτυριών χωρίς διάθεση εξωραϊσμού, η οποία ωστόσο αναδεικνύει λεπτομερώς πτυχές της ζωής στην πόλη και μέσα από την εξιστόρηση τόσο της καθημερινότητας όσο και των ιστορικών γεγονότων, δίνει έμφαση και στο τόσο σημαντικό και διαχρονικό ζωντανό της στοιχείο.
Ο Μίλτος Λιδωρίκης έζησε μια ζωή γεμάτη, είδε και βίωσε γεγονότα, χαρές, θανάτους αγαπημένων φίλων και συγγενών, λύπες, πολέμους, έγινε μέρος της Ιστορίας γράφοντας παράλληλα ένα σημαντικότατο κομμάτι της με τα ανεκτίμητα απομνημονεύματά του. Έζησε την Αθήνα, την αγάπησε, και θέλησε να αφήσει παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές την εικόνα της από εκείνη τη μοναδική περασμένη εποχή. Παραθέτω σαν τον πλέον καίριο επίλογο τα αποχαιρετιστήρια λόγια του Άγγελου Τερζάκη, από τον πρόλογο των εκδοτών, λόγια που περικλείουν τόσο την προσωπικότητά του όσο και το κλίμα της εποχής όπως την έζησε και την αφηγείται ο Μίλτος Λιδωρίκης: «[…] Θα ήθελα να τον φανταστώ να φεύγει τώρα από τη ζωή όπως έζησε, […] μέσα στη λικνιστικά συναρπαστική μελωδία μιας βραδυνής μουσικής και με την μπουτονιέρα του ανθισμένη, πάντα ανθισμένη».
Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ
Μίλτος Λιδωρίκης
Polaris
472 σελ.
ISBN 978-960-6829-91-8
Τιμή: €20,00
πηγή : diastixo.gr