Μίκα Ντάκα: «Μνήμες και φάσματα» κριτική του Γιάννη Σ. Παπαδάτου

2017-01-11 09:53
Μίκα Ντάκα: «Μνήμες και φάσματα» κριτική του Γιάννη Σ. Παπαδάτου


Η Μίκα Ντάκα είναι μια νέα ποιητική φωνή από τη Ρόδο. Ο πρώτος κιόλας στίχος της συλλογής της Μνήμες και φάσματα δηλώνει ακριβώς το περιεχόμενό της: «Ω, αείμνηστη εικόνα του πάθους / τρεμάμενη!». Μνήμες, δηλαδή, που δεν ξεχνιούνται, μα σε απόσταση χρόνου ντύνονται την αχλή ενός ονείρου που κρύβει και την πραγματικότητα εν τω γίγνεσθαι, την απώλειά της και συνάμα το ποθούμενο εν τω γεννάσθαι, αλλά και εκείνο που ανιχνεύεται στην περιοχή μιας ουτοπίας, που σπαράγματά της είναι εφικτά ή και ζητούμενα στο ατομικό και στο κοινωνικό επίπεδο.

Αυτή η εικόνα του πάθους που αναδύεται κλείνει μέσα της τις εμπειρίες ενός ταξιδιού με συνεπιβάτες τους άλλους. Κι ο τίτλος της συλλογής μάς προδιαθέτει για ένα τέτοιο ταξίδι στο παρελθόν που εγκλείει ένα μέλλον δημιουργικό, αλλά απροσδιόριστο, σαφώς ποθούμενο από την ποιήτρια και τους αναγνώστες. Στα ποιήματα αναδύονται εικόνες που αναφέρονται στην πλήρωση του έρωτα και στη θυσία γι’ αυτόν, καθώς και στην αποθέωση της επιθυμίας που εγκλείει την απώλειά του. Αναφέρω στίχους από διάφορα ποιήματα: «πόσες νύχτες χόρευε παλλόμενο το κορμί σου»,«και γίναμε κοράλλια ακριβά πρόσφορο στον βυθό», «σε κυνηγώ να σε φορέσω ξανά, γνωρίζοντας το τέλος μου», «είδαμε αγγέλους ματωμένους / να ψάχνουν τα φτερά τους / σε σάλπιγγες που εξαντλούσαν προσευχές»,«είναι που αναλώσαμε τη ζωή μας στο κύμα και στο φεγγάρι».

Μνήμες που δεν ξεχνιούνται, μα σε απόσταση χρόνου ντύνονται την αχλή ενός ονείρου που κρύβει και την πραγματικότητα εν τω γίγνεσθαι, την απώλειά της και συνάμα το ποθούμενο εν τω γεννάσθαι, αλλά και εκείνο που ανιχνεύεται στην περιοχή μιας ουτοπίας, που σπαράγματά της είναι εφικτά ή και ζητούμενα στο ατομικό και στο κοινωνικό επίπεδο.

Αναδύονται εικόνες με σκοτεινά νερά και αστερίες, με καμένα άστρα και μνήματα αγγέλων που εγκιβωτίζονται στην επικράτεια της νοσταλγίας, στο αναπόφευκτο ή και στο ανεκπλήρωτο του έρωτα και στην υπεροχή του έναντι του θανάτου: «και θα μείνει μονάχα το κόκκινο λουλούδι στην άμμο»,«σαν γυμνή οφθαλμαπάτη πάλι να σε αντικρίσω»,«στους στίχους του καιγόταν το κορμί της». Αλλά προσφέρονται και εικόνες της ανάμνησης ενός χαμένου παραδείσου και ενός ουτοπικά οραματικού μέλλοντος: «ψάχνοντας να ’βρουμε στεριά μες στο βυθό μας»,«κάποτε οι αιώνες θα σε βρουν μες στα βάθη τους»,«αχνό το φως της μέρας / υποδέχομαι όλων των άστρων τις ψιχάλες»,«να ζω στο πιο ακριβό σου ποίημα»,«ξηλώνω τη σάρκα μου και βάφομαι στο χρώμα σου». Στο ποίημα που ακολουθεί, σε ονειρικό πλαίσιο, το νερό, με τις εικόνες της θάλασσας και του ποταμού γίνονται το σκηνικό για να αποθεωθεί η γυναίκα που εμπνέει γενέθλιους έρωτες:

«Το βαλς των νεκρών»

Κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο.
Ένα πιάνο στη μέση της θάλασσας
Θροΐζει ένα απόκοσμο βαλς

Πλάι ο κύριος με το ψηλό καπέλο
προσμένει την ντάμα του.

Διψούν οι φλέβες στο κορμί του
να πιουν ξανά το ποτάμι
που χύνεται απ’ τα μάτια της
τους μηρούς της
κι όλα τα άστρα
τα κουρνιασμένα στα μαλλιά της
καθώς θα στροβιλίζονται
στον ίλιγγο του βαλς.
«Άνθισε Γυναίκα!
Σπέρνω τη θάλασσα με το είναι σου
Γίνε ανθός στο κύμα
Να πάλλεσαι γυμνή παραδομένη

Χορεύω μαζί σου και πατάσσω τον Θάνατο!»

Μίκα Ντάκα: «Μνήμες και φάσματα» κριτική του Γιάννη Σ. Παπαδάτου

Το νερό, σύμφωνα με τον Μπασελάρ [1], είναι το μόνο από τα κοσμογονικά στοιχεία που παρουσιάζει την πλήρη ποιητική αλήθεια. Στη συλλογή, γενικά, στο προαναφερόμενο σκηνικό του νερού, εικόνες που εμβαπτίζονται σε αυτό, όπως το καλοκαίρι ή η Σελήνη, δείχνουν ακριβώς ό,τι μπορεί να συμβολίσει το νερό: δηλαδή, τη σφύζουσα ζωή εγκαταστημένη στην περιοχή του έρωτα, στην ανθρώπινη μοίρα και στου θανάτου την άρνηση. Δηλαδή, στην τραγικότητα μαζί και στη δόξα του ανθρώπου. «Τα γενέθλιά μου ξεκίνησαν με το νερό» λέει ο Ντύλαν Τόμας [2].

Στα ποιήματα ορθώνεται και η παιδική ηλικία, η οποία ολοένα επανέρχεται, δυναμική με οραματικές επιθυμίες που στο διάβα των χρόνων διαψεύδονται, συναντώντας αδιέξοδα με ένα φως, όμως, που ίσως κάποτε βρεθεί στο άγνωστο: «θ’ αδραχτείς διακτινισμένη … γιατί γεννήθηκες με γκρίζες ενοχές»,«οι παιδικοί σου φόβοι τυλίγονται σαν φύκια στο λαιμό σου»,«μες στη φλόγα σου πλανιέσαι κάνεις κύκλους μυστικούς». Σ’ αυτή την ενότητα ποιημάτων αναδύεται ένα φως άπλετο ή μισοσβησμένο σαν τη «Σελήνη του φόβου» ή τα «παραμύθια που πήραν φωτιά». Σημειώνει ο Γκαστόν Μπασελάρ στο βιβλίο του Η φλόγα ενός κεριού: «Η φαντασίωση του μικρού φωτός, μας παίρνει πίσω στο οχυρό της οικειότητας, γιατί φαίνεται ότι μέσα μας υπάρχουν σκιερές γωνιές που μπορούν να αντέξουν μόνο ένα τρεμάμενο φως. Μιας ευαίσθητης καρδιάς, της αρέσει αυτό που είναι εύθραυστο, της αρέσει να μοιράζεται εκείνες τις αξίες που παλεύουν ενάντια στο σκοτάδι» [3].

Αλλά το ταξίδι στην παιδική ηλικία με σκηνοθεσία παραμυθιού, με πένθιμα ακρογιάλια, με χειμώνες απρόσιτους, με σκάλες προς τ’ αστέρια συνεχίζεται με αναφορά στα γενέθλια μορφοείδωλα του ανθρώπου: «Σφυρηλατούσες τον κόσμο για μια ιδέα, για την ιδέα, την επανάσταση πατέρα… στον δικό μας μικρόκοσμο που φάνταζε θεόρατος εμπρός μου». Και δεν είναι τίποτε άλλο εδώ, από την ανάμνηση της μεταπολεμικής ήττας της αριστεράς αλλά και των αγώνων της: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ, δεν παραδέχτηκα την ήττα» θα πει ο Αναγνωστάκης. «Και στου Μάη σου τις εξεγέρσεις να εκπυρσοκροτείς τις ανάσες της Άνοιξης» θα φωνάξει ένα ποίημα της συλλογής μετά από την εσωτερική κραυγή ενός άλλου: «Τα πρώτα όνειρά μου, τα πρώτα δάκρυά σου μαμά, οι πρώτοι μου αγώνες, δρεπάνι και σφυρί, το κέλυφος να σπάσουν». Kαι η ομολογία μαζί με την πίστη ενός τρίτου, που ανιχνεύει την αλήθεια πέρα από τις αλλοτριωμένες διαδρομές: «Και έγινε ψευδαίσθηση το φως, κι αφήσαμε τα χέρια κι είπαμε πως ποτέ μας δεν τα σφίξαμε… Στο μένος της βροχής θ’ αδράξουμε το φως πίσω απ’ το γκρίζο».

Αναδύονται εικόνες με σκοτεινά νερά και αστερίες, με καμένα άστρα και μνήματα αγγέλων που εγκιβωτίζονται στην επικράτεια της νοσταλγίας, στο αναπόφευκτο ή και στο ανεκπλήρωτο και του έρωτα και στην υπεροχή του έναντι του θανάτου.



Η παιδική ηλικία για την ποιήτρια είναι η μήτρα της επιστροφής που κρίνει μαζί και ανασυνθέτει τα ποιητικά της σύμβολα: «Είναι που αναλώσαμε τη ζωή μας στο κύμα και στο φεγγάρι / Κόκκοι από άμμο είμαστε / Σε στεριά διαβρωμένη / Έρωτες ναυαγούς μετράμε / Τυλιγμένους με τα υφάδια παιδικών ψυχών / Στο αχανές του σεληνόφωτος».

Ο άνθρωπος έχει όνειρα και παλεύει για την εκπλήρωσή τους:«Κι ας την έλεγαν ονειροπόλα» αναφέρεται σε ποίημα. Γράφει ο Μπασελάρ: «Η φλόγα είναι ένας κόσμος μόνο για έναν άνθρωπο. Έτσι, αν ο φλογερός ονειροπόλος συνομιλεί με την φλόγα, συνομιλεί με τον ίδιο του τον εαυτό. Διευρύνοντας τον κόσμο, διευρύνοντας τη γλώσσα, και ο ψυχισμός του διευρύνεται, ανυψώνεται μπροστά στη φλόγα». Τα όνειρα αποτελούν την κρυμμένη δύναμη που έχουμε μέσα μας, η οποία στο επίπεδο της πραγματικότητας μας ωθεί να συλλάβουμε το εφικτό, αλλά και να οραματιστούμε το αδύνατο: «Σπάσε το περίβλημα / Άνθρωπε / Η γύμνια δεν είναι ντροπή / Η γύμνια είναι ζωή»,«Και ξέρεις κάτι; / Είμαστε πολλοί / Κι έτσι κρατάμε στη ζωή / το αδηφάγο του καιρού / το άναρχο πείσμα». Κι αλλού: «Να φλέγεσαι, / τη φωτιά μη φοβηθείς». «Γυμνόστηθη προσμένει η ζωή να σε βυζάξει».

Η ποίηση δρα εναντίον του θανάτου επιθυμώντας την ανασύνταξη του κόσμου με την ελάχιστη ποιητική κίνηση του κάθε ανθρώπου, που ο ποιητής θα τη μεταστοιχειώσει σε τέχνη: «Και μες στη δίνη του χειμώνα λίγο νερό και λίγο χώμα μην ξεχαστείς εσύ να φυλάξεις. Τόσο θέλει αυτός ο κόσμος να τον φτιάξεις» λέει η ποιήτρια. Γιατί, τελικά, μια «κοσμοθεωρία» που αναδύεται από τα ποιήματα είναι η ελπίδα για την εγκατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, με σημαίνουσες δομές την αμφισημία του έρωτα, τη γενέθλια μήτρα της ζωής με τις αντιφάσεις της, στο σπέρμα της ευτυχίας του ανθρώπου με κυρίαρχα αρχετυπικά σύμβολα το νερό, τη φωτιά και το φως. Ίσως είναι η επιρροή της ποιήτριας από το νησί της: «Τις ιδέες μου όλες ενησιώτισα» σημειώνει ο Ελύτης [5], από το έργο του οποίου ανιχνεύονται επιρροές όπως και από ποιήματα του Φερνάντο Πεσσόα.

Καταληκτικά: ο ποιητής μοιράζεται τις ποιητικές εικόνες που εκφράζουν τη δημιουργικότητά του με τους αναγνώστες, οι οποίοι«ταυτίζουν το όνειρο με την πραγματικότητα με στόχο να τους εξοπλίσει με ποιητική συνείδηση». Και μπορώ να πω ότι στα ποιήματα της συλλογής, διαβάζοντάς τα, βρίσκει κανείς στιγμές του εαυτού του. Την ποίηση την έχουμε μέσα μας – «Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε» λέει ο Εμπειρίκος [6]. Κι είναι αυτό μια επιτυχία της νέας ποιήτριας που δείχνει και τις μεγάλες της δυνατότητες, οι οποίες στο μέλλον θα δώσουν, αυτό είναι βέβαιο, και άλλα σημαντικά και ακόμη πιο ώριμα δημιουργήματα.
 

Σημειώσεις
[1] Bachelard, Gaston, Το νερό και τα όνειρα. Δοκίμιο πάνω στην φαντασία της ύλης, μτφρ. Ε. Τσούτη, Αθήνα: Χατζηνικολής, 1985. Βλ. επίσης: Πολίτης, Δημήτρης, «Ποιητικές μυθοπλασίες και ονειρικές πραγματικότητες: Η φαντασία στο λογοτεχνικό έργο για παιδιά της Μάρως Λοΐζου» στο Η Πολιτεία… της Μάρως Λοΐζου (επιμ. Α. Κατσίκη-Γκίβαλου – Δ. Πολίτης, Αθήνα: Πατάκης, 2011, σελ. 107).
[2] Ντύλαν, Τόμας, Είκοσι τέσσερα έτη (επιλογή), μτφρ. Ν. Μπουραντάνη, e-poema.
[3] Bachelard, Gaston, Η φλόγα ενός κεριού, https://lycoreia.blogspot.gr/2013/08/blog-post_4848.html.
[4] Αναγνωστάκης, Μανόλης. Τα ποιήματα, Αθήνα: Πλειάς, 1978 (7η έκδ.), σελ. 111.
[5] Ελύτης, Οδυσσέας. Άξιον Εστί, Αθήνα: Ίκαρος, 1978 (10η έκδ.), σελ. 56.
[6] Εμπειρίκος, Ανδρέας, Ενδοχώρα («Ο πλόκαμος της Αλταμίρας»). Αθήνα: Πλειάς, 1974 (4η έκδ.), σελ. 105.

Μνήμες και Φάσματα
Μίκα Ντάκα
Βερέττας
80 σελ.
ISBN 978-618-5103-38-5
Τιμή: €8,48
001 patakis eshop

 

 

 

πηγή : diastixo.gr