Μιχάλης Μακρόπουλος: «Τσότσηγια & Ώμ»
Οι δύο νουβέλες που συναπαρτίζουν το νέο βιβλίο του γνωστού πεζογράφου και μεταφραστή Μιχάλη Μακρόπουλου είναι άνισες. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι θέμα ποιότητας (όλα τα βιβλία του Μακρόπουλου είναι υψηλού επιπέδου), το αντίθετο, είναι θέμα τεχνικών χαρακτηριστικών, θέμα υφής. Ενώ στην πρώτη νουβέλα πραγματικά είναι τόσο μεγάλο το ενδιαφέρον το παραμυθιακό, που ενδόμυχα επιθυμείς να μην τελειώσει ποτέ, στην δεύτερη νουβέλα ο μύθος μπουκώνει. Κατά την γνώμη μου έπρεπε να λείπουν πάνω από δέκα σελίδες (ιδίως στο μέσον, μετά δηλαδή την εκπληκτική προσπάθεια επιβίωσης και πριν το καταλυτικό τέλος) παρά το γεγονός ότι το αφήγημα «Ωμ» είναι κατά δέκα σελίδες μικρότερο του πρώτου. Πάντως, το δεύτερο κομμάτι, όπου ο πρωτόγονος άνθρωπος μετά την τροφή, την ζωή, τον θάνατο, τον εχθρό, την μάχη, την επιβίωση, ανακαλύπτει και την Τέχνη (ζωγραφική και μουσική) είναι (και από άποψη ονομάτων) περισσότερο δύσκολο να αφομοιωθεί σωστά (χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι δυσπρόσιτο) και επιπλέον είναι ένα μυθοποίημα εντελώς έξω από τα σύγχρονα αναγνώσματά μας, τόσο που να αποτελεί ένα εκτός άμεσων προβλέψεων κατατιθέμενο πεζό. Αυτό, βέβαια, απ' την άλλη έχει το χάρισμα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα να αποτελεί έναν πρωτότυπο και πρωτοφανή μύθο, κάτι που δεν έγραψε ποτέ κανείς ή (εν πάση περιπτώσει) με το οποίο ασχολήθηκαν ελάχιστοι άνθρωποι στον τομέα της τεχνικής της πεζογραφίας. Και επιπλέον, ερεθίζει τα αναγνωστικά μας αντανακλαστικά για να έρθουμε σε επαφή με κάτι απλώς δραματικό, μακριά από κρίση, οικονομική και πολιτιστική, μακριά από πρόσφυγες και μετανάστες, μακριά από αγανακτισμένους και λοιπούς διαμαρτυρόμενους, μακριά από άστεγους, άνεργους και ανέστιους, μακριά από πολιτική, τρόικα και φόρους που τόσο πολύ μας ταλαιπώρησαν (όχι πάντως μόνο αρνητικά) τα τελευταία δέκα χρόνια.
Ας έρθουμε τώρα στο σώμα των δύο μερών που είναι τόσο μα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, που κυριολεκτικά προκαλούν έκπληξη. Στην νουβέλα «Τσότσηγια» (που σημαίνει τοσοδούλα, πάρα πολύ μικρή), μια γυναίκα ζει με τρεις άνδρες (πατέρα, μεγάλο και μικρό γιο) υφιστάμενη ωμή βία, και σωματική και ψυχολογική. Έτσι εφευρίσκει ένα παραμύθι, το οποίο όμως πιστεύει ολοσχερώς, πως έχει δηλαδή αποκτήσει μια κόρη, μια τσότσηγια, την οποία και κρύβει επιμελώς από τους άλλους. Τα επεισόδια διαδέχονται το ένα το άλλο, έχουμε θάνατο (του μεγάλου γιου στο κυνήγι), έχουμε εκδηλώσεις άρρωστων εγκεφάλων που μεταφράζεται στο γεγονός πως για ό,τι γίνεται φταίει εκείνη, γι’ αυτό το πιεστικό και φορτικό κλίμα για την γυναίκα (η οποία και όπως είναι φυσικό έχει παρανοήσει) την σπρώχνει στην έξοδο, δηλαδή στην φυγή και στο άγνωστο, με πρώτο και σημαντικότερο εμπόδιο την απόδραση από το βουνό. Το επιμύθιο δεν παρουσιάζει σημαντική βελτίωσή της ψυχικής υγείας της, αφήνεται όμως να εννοηθεί πως βρίσκεται σε καλά χέρια (νοσοκόμων ή γιατρών και λοιπά).
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος […] αφήνει πίσω του την καθημερινότητα, τα προβλήματα, τα οικονομικά και κοινωνικά θέματα, την πολιτική, και χάνεται μυθοπλαστικά σε δικούς του κόσμους, οι οποίοι όμως μας αφορούν όλους και άμεσα.
Είναι μακράν καλύτερη η περιγραφή και η γλωσσική εκφορά του βιβλίου από αυτό που εγώ προσπάθησα να συνοψίσω, είναι σαφέστατα ένα στολίδι για την πεζογραφία μας η συγκεκριμένη νουβέλα, όχι μόνο θεματολογικά αλλά και μορφικά, σε σημείο μάλιστα που να μπερδεύει κανείς τα γεγονότα ή να γίνονται αντεγκλήσεις για το τι πραγματικά ο συγγραφέας είχε στον νου του όταν το έγραφε, μεταξύ των αναγνωστών. Για μια ακόμη φορά ο Μακρόπουλος, χρησιμοποιεί την ηπειρώτικη, προνοητικής διαμονής καταγραφή (έχοντας διαβάσει πολύ προσεκτικά τον πεζογράφο Σωτήρη Δημητρίου) σε ντόπιες ιστορίες, εκεί στα άγρια βουνά, μέσα στην φύση, με τους συγκεκριμένους ανθρώπους, με την βιοποικιλότητα που είναι ασύγκριτη, με τον λίγο πολύ άγνωστο πολιτισμό, κάνοντας πράξη την άποψη πως στην πεζογραφία δεν υπάρχει μόνο η Αθήνα αλλά πολύ περισσότερο οι εσχατιές της χώρας.
Στην δεύτερη νουβέλα (είπαμε μερικά πράγματα παραπάνω, θα πούμε και μερικά ακόμα) ο πρωτόγονος άνθρωπος ανακαλύπτει την Τέχνη. Μια ομάδα κυνηγών αφήνουν κάποιο σύντροφό τους με σπασμένο πόδι στο βουνό γιατί είναι αδύνατον να τον μεταφέρουν στα πεδινά, και ξέροντας πως την επόμενη άνοιξη που θα ξανανέβουν θα βρουν μόνο τα κόκαλά του, τα οποία και θα θάψουν. Ο Ώμ, όμως, μέσα από μια συγκλονιστική αφήγηση, κόντρα σε όλα, θα καταφέρει να επιβιώσει. Παράλληλα, στη σπηλιά εκείνη στην οποία και κρύβεται απ' τα άγρια ζώα και τους εχθρούς του, ζωγραφίζει κυρίως ανθρώπους με κεφάλι αίγαγρου ή άλλες σκηνές του κυνηγιού, απ’ το οποίο οι τότε άνθρωποι εξασφάλιζαν την τροφή τους. Όταν οι σύντροφοί του ανεβαίνουν πάλι στο βουνό και τον βρίσκουν ζωντανό όλα πλέον παίρνουν τον χαρακτήρα της έριδας, που από τότε βασάνιζε την κοινωνία των πρωτόγονων. Μετά από πολλά επεισόδια ο εγγονός του Ώμ, με ένα κόκαλο ενός ζώου, καταφέρνει να αιχμαλωτίσει τον αγέρα, στην πραγματικότητα να ανακαλύψει την μουσική. Ο Ωμ πεθαίνει πολύ ηλικιωμένος, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τότε που οι περισσότεροι πέθαιναν νέοι, έχοντας αφήσει πολλές παρακαταθήκες, έχοντας μπολιάσει την φιλοσοφία του για την ζωή και την Τέχνη κυρίως στον εγγονό του, και έχοντας αποδείξει πως χωρίς την Τέχνη η ζωή θα ήταν απλώς βαρετή.
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε στην Αθήνα όπου και σπούδασε, παρά το γεγονός ότι έζησε στην Θεσσαλονίκη για χρόνια, αρέσκεται απ' την παραμονή του τελευταία στο Δελβινάκι, στην επαρχία Πωγωνίου της Ηπείρου, να φέρνει στην πεζογραφική του επιφάνεια σκηνές απ’ την συγκεκριμένη επαρχία, η οποία για τους περισσότερους αποτελεί άγνωστη παράμετρο. Αρέσκεται λοιπόν να γράφει για βουνά, για την ζωή εκεί, για άγρια ζώα (στο προηγούμενο έργο του) για συναλλαγές μαφιόζικου τύπου, τέλος για βία που προξενείται από αυτή την οριακή βίωση ανάμεσα στον άνθρωπο και την φύση. Απ’ αυτή και μόνο την άποψη αποτελεί μια περίπτωση ενός ιδιόμορφου πεζογράφου. Το κυριότερο όμως είναι πως αφήνει πίσω του την καθημερινότητα, τα προβλήματα, τα οικονομικά και κοινωνικά θέματα, την πολιτική, και χάνεται μυθοπλαστικά σε δικούς του κόσμους, οι οποίοι όμως μας αφορούν όλους και άμεσα.
Τσότσηγια & Ω'μ
Μιχάλης Μακρόπουλος
Κίχλη
144 σελ.
ISBN 978-618-5004-58-3
Τιμή: €13,50
πηγή : diastixo.gr