«Μια performance από τη Valentine Verhaeghe» του Γιάννη Πλαχούρη
Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, μια γυναίκα ήρθε Άνεμος από τη Γαλλία. Ήθελε να γεμίσει την ερημιά μας. Παραξενεύτηκα για το θάρρος της. Τραπεζίτες σκουλήκιασαν τη χώρα μου, άνοιξαν τους χαρτοφύλακες, βγήκαν ακρίδες, ήπιαν τα νερά, κατάπιαν το πράσινο της ψυχής. Παραξενεύτηκα επειδή το άδειο μου είναι άβυσσος. Θέλουν να μην ξανανθίσω ποτέ. Με σφράγισαν σκλάβο, έναν αριθμό σε ταυτότητα και νοιάζονται μόνο πώς θα επιβεβαιώσουν τα κούρσεμά τους: κόστος μεταβλητό, κόστος λογιστικό, κόστος παραγωγής, κόστος επιβίωσης, κόστος πραγματοποίησης των ονείρων. Αγκαλιάζουν τα κόκκαλα της αριθμητικής και ξαπλώνουν μαζί τους ηδονικά στα γραφεία και στα διαμερίσματα. Μιλάνε μια παράξενη γλώσσα, που δεν την καταλαβαίνω ποτέ: Στατιστικές, διαγράμματα, ύφεση, πλάνα. Όμως οι ακατανόητες γλώσσες, όμοια με τους παθητικούς λαούς, εξαφανίζονται στο πέρασμα του χρόνου. Το βλέπω γύρω μου. Πεθαίνουν οι τόποι, αγορές, ταβέρνες, πάρκα, πολιτιστικά κέντρα, θέατρα, όπου γενιές και γενιές εκεί μάθαμε να συναντιόμαστε και να συνδαυλίζουμε τις πυρκαγιές μας. Με χρήσιμες κουβέντες κάναμε πλούσια τα λιτά δείπνα γιατί με το Λόγο στρώνεται το τραπέζι της καρδιάς κι εκεί, μέσα στην ψυχή του άλλου, η ψυχή μας ανακαλύπτει τον Εαυτό της.
Χωρίς να βλέπει, πλησίασε στο μέρος μας, ψηλάφιζε τα σώματά μας, σιωπηλά τα ρωτούσε και αυτά σιωπηλά επίσης απαντούσαν, έπαιρνε κι έδινε, επικοινωνούσε, εξάγνιζε, θεράπευε, σαν αρχαία ιέρεια που στέλνει μήνυμα στους άγριους καιρούς πως ο άνθρωπος δεν είναι το εργαλείο της κάθε δράσης, αλλά είναι ο προορισμός της.
Τώρα, ελάχιστα μας άφησαν πια, κι εγώ απόμεινα ένα σώμα που προσπαθεί να κρατηθεί, πριν καταρρεύσει. Την ημέρα στέκομαι ολότελα άδεια, στο κέντρο της πρωτεύουσας Αθήνας, εκτεθειμένη στα βλέμματα των περαστικών, ελπίζοντας ο θρήνος μου να ξεπλύνει τα μάτια τους και να τους κάνει επιτέλους να δουν τι συμβαίνει. Τις νύχτες ανοίγω την αγκαλιά μου σε άστεγους, μετανάστες, άπορους, παιδιά που τα τόξευσε σκληρά η μοίρα, ένα ετερόκλητο πλήθος, ανεξάρτητες συντροφιές, σιωπηλές, σαν κάτι πολύ πλατύτερο, πολύ βαθύτερο από αυτό που μας συνήθισαν οι τηλεοράσεις τους να παρατηρούμε.
Χαίρομαι για τη Γυναίκα που ήρθε να μας συναντήσει στο σούρουπο.
Το σούρουπο είναι η γέφυρα ανάμεσα στη μέρα και στη νύχτα, το σημείο που πεθαίνουν οι σκιές και ο ήλιος επιτρέπει να τον κοιτάξεις κατάματα. Την περίμεναν αρκετοί, γνωστοί και άγνωστοι μεταξύ τους, άνθρωποι και πράγματα. Διάλεξε από τον κύκλο των ανθρώπων τρεις. Τους μοίρασε πολλά χαρτάκια με ονόματα και λέξεις. Ελένη, Γιώργος, Ανθή, Δημοσθένης, Ξένια, Μαρία, Αλήθεια, Αγάπη, Μονοπάτι, Ανάσα, Ρήξη και άλλα. Είπε πως τα μάζεψε από φίλους της εδώ στην Ελλάδα, ότι γράφτηκαν αυθόρμητα, που σημαίνει πως είναι ρίζες ψυχής. Ανήκουν στις μνήμες της, σκέφτηκα, τις προσφέρει σαν άρωμα της χαράς της, σαν χέρι να μας τραβήξει έξω από τη γκρίζα λάσπη και τον φόβο που επίτηδες φτιάχνουν οι εξουσιαστές. Αυτές τις λέξεις και ονόματα ζήτησε να τα κάνουν τραγούδι. Έδωσε η ίδια τον πρώτο ρυθμό με τη συνοδεία φλάουτου. Γιατί το τραγούδι είναι μια τέχνη και η Τέχνη αποκαλύπτει τα μυστικά: ήχους, εικόνες, ενέργεια που έχει ο κόσμος μας, υλικός και πνευματικός. Μοιράζει τις ευχάριστες μνήμες της, σκέφτηκα πάλι, τις φυτεύει μέσα μας σαν καρπούς με άπειρα αισθήματα. Και όχι μόνο αυτό. Αποκαλύπτει τη δύναμη του μετρικού λόγου, όταν πάλλεται σε σπηλαιώδη χώρο όμοια με ποίημα, με ξόρκι, με χρησμό.
Μετά η Γυναίκα κινήθηκε προς τους θεατές.
Οι τρεις έμειναν πίσω της. Συνέχισαν όμως, σαν τον χορό αρχαίας τραγωδίας, να τραγουδούν μέχρι το τέλος της συνάντησης. Σταδιακά εγκατέλειψαν τον αρχικό ρυθμό που τους είχε δοθεί, προσάρμοσαν το μέτρο στα μέτρα τους, έντυσαν τις ίδιες λέξεις κι ονόματα με την εκπνοή τους, αυτοσχεδίασαν, έπλασαν από παλιές φόρμες τη δική τους εκδοχή και αντίληψη, παρουσίασαν στην Τέχνη την τέχνη τους.
Εκείνη κινήθηκε χορευτικά, ακολουθώντας μια άλλη, άηχη σε μας, μουσική. Χρησιμοποιούσε αργές, πλαστικές κινήσεις, τελετουργικές, βγαλμένες λες από παράσταση του Νο. Κάθε μια από τις κινήσεις είχε την ξεχωριστή σημασία της⯑, λειτουργούσε σαν σύμβολο που για να το ερμηνεύσεις πρέπει πρώτα να το εμπιστευτείς. Δηλαδή να το δεις πέρα από λογική (χωρίς απορίες, δισταγμούς, ερωτήσεις) με την αίσθηση (αυθόρμητα), χωρίς αίσθημα (τη σύγκριση), εντελώς ανοιχτός, πραγματικά ελεύθερος απαλλαγμένος από παλιά πρότυπα και παγιωμένες συμπεριφορές.
Γλιστρούσε στο μισοσκόταδο έξω και μέσα μας, σαν ανάλαφρο χάδι. Δεν μιλούσε καθόλου, όμως έλεγε πολλά.
Φόρεσε στο κεφάλι της μια προβιά αρνιού, σε μια προσπάθεια να σβήσει ένα πρόσωπο και να προβάλλει προς τα έξω ένα άλλο. Χωρίς να βλέπει, πλησίασε στο μέρος μας, ψηλάφιζε τα σώματά μας, σιωπηλά τα ρωτούσε και αυτά σιωπηλά επίσης απαντούσαν, έπαιρνε κι έδινε, επικοινωνούσε, εξάγνιζε, θεράπευε, σαν αρχαία ιέρεια που στέλνει μήνυμα στους άγριους καιρούς πως ο άνθρωπος δεν είναι το εργαλείο της κάθε δράσης, αλλά είναι ο προορισμός της. Έδειχνε το πώς συμβαίνει μια ουσιαστική επαφή και κατόρθωσε άγνωστους να μας πάρει και να μας κάνει συντροφιά, καθένας όσο κι όπως μπορούσε, με τον τρόπο του. Ήταν βηματισμός σ’ έναν διάλογο που μας έσπρωχνε προς τα εμπρός, γιατί μετείχαμε στο γεγονός όλοι, γιατί το εξελίσσαμε συμβάλλοντας σε αυτό καθένας με τη διαφορετικότητά του, ανεξάρτητα το επίπεδο παρουσίας μας, το βαθμό κατανόησης, το μέγεθος της συγκίνησης. Γίναμε, όσο κράτησε, Ένα.
Η Γυναίκα σταμάτησε αργά. Αποκάλυψε το πρόσωπό της, παράξενα γνώριμο πια και περισσότερο οικείο. Δυο -τρεις τη σύστησαν στους υπόλοιπους. Είναι, μας είπαν, η Valentine Verhaeghe, ένα όνομα γεμάτο χρώματα. Ήρθε να με ελευθερώσει. Γιατί εγώ, η Πανεπιστημίου 64, είμαι μια εγκαταλειμμένη παλιά εμπορική στοά στην καρδιά της Αθήνας, θύμα της οικονομικής κρίσης. Ένας Κένταυρος, μισός όνομα που, για να θυμάμαι τους δυνάστες, φιλοξενώ στις νύχτες τη μοναξιά του κόσμου, και μισός αριθμός, για να μη σβήνει ποτέ η οργή μου, χαραγμένη στο μάρμαρο, για ν’ αντιστέκομαι, όνομα απέναντι στους αριθμούς τους.
Η performance της Valentine Verhaeghe με τίτλο «WIND/άνεμος» παρουσιάστηκε στο «GOMENES I», στο πλαίσιο της Athens Biennale 2015-2017 με φωτογραφίες του Νίκου Σταθόπουλου και επιμέλεια των Εύας Γιαννακοπούλου και Ριλένε Μαρκοπούλου.
Η Valentine Verhaeghe είναι μια εννοιακή καλιτέχνις πολυμέσων. Το έργο της επικεντρώνεται στις πιθανότητες της καθημερινής ζωής. Διδάσκει performance, body-art και art theory στη Σχολή Καλών Τεχνών της Besançon (Γαλλία). Η δουλειά της έχει παρουσιαστεί διεθνώς μέσω Καλλιτεχνικών Φεστιβάλ και Εκθέσεων. Πρόσφατα συμμετείχε στις εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια του ΝτανταΪστικού κινήματος στο Cabaret Voltaire, της Ζυρίχης.
Πηγή : diastixo.gr