«Μια ματιά στον κόσμο του Τσέχοφ, της Όστεν, του Μπαλζάκ» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

2016-06-10 16:35

«Μια ματιά στον κόσμο του Τσέχοφ, της Όστεν, του Μπαλζάκ» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ


Η ιδέα των εκδόσεων Λέμβος να κυκλοφορήσει τη σειρά «Μικρά Βιογραφικά» είναι πολύ ευχάριστη και σημαντική. Γιατί στα μέτρα ενός μικρού μελετήματος πέτυχε να δώσει τη σύνοψη μιας μεγάλης δημιουργίας, προσωπικοτήτων που σημάδεψαν την παγκόσμια λογοτεχνία, χωρίς να αφαιρεί κάτι από την οφειλόμενη σημασία στο πρόσωπο και στο έργο.

Τη Ματιά στον κόσμο του Άντον Τσέχοφ, που υπογράφει η Ελένη Κατσιώλη, θα μπορούσαμε να χωρίσουμε σε τρεις άξονες. Ο ένας αφορά τα πρώτα του χρόνια και τη φυματίωση που τον κατάτρυχε σε όλη του τη ζωή μέχρι που πέθανε. Ο άλλος το συγγραφικό έργο με το οποίο έγινε διάσημος, ενώ ο τρίτος αφορά την κοινωνική του προσφορά, η οποία εκφράστηκε όχι μόνο με την ιδιότητα τού γιατρού αλλά και γενικότερα, με τη χριστιανική πλευρά της προσωπικότητάς του, εφόσον στάθηκε με κάθε τρόπο στο πλευρό των ασθενών, των φτωχών και των φυλακισμένων, εκτοπισμένων, αδικημένων.

Από το μπακάλικο του πατέρα του (κατάστημα γενικού εμπορίου, στην πραγματικότητα), στη γενέτειρά του, την πόλη Ταγκανρόγκ (Ταϊγάνιον ελληνιστί, κέρας βοδιού, λόγω σχήματος), στην Αζοφική Θάλασσα, ανθηρό εμπορικό και πνευματικό κέντρο, όπου ζούσαν πλούσιοι Έλληνες, όπου στους δρόμους άκουγες ελληνικά και την είχαν επισκεφθεί μεγάλες προσωπικότητες των ρωσικών γραμμάτων, όπου επί ένα χρόνο φοίτησε και στο ελληνικό σχολείο για να προοδεύσει, κατά τις προσδοκίες του πατέρα του, στο εμπόριο, φεύγει στη Μόσχα το 1879. Εκεί σπούδασε ιατρική και παράλληλα άρχισε να γράφει και να εξοικονομεί τα προς το ζην. Προσβεβλημένος από τη φυματίωση, μετακινείται στο Μελίχοβο και από εκεί στη Γιάλτα, για το θερμότερο κλίμα της. Εκεί έγραψε πάρα πολλά από τα έργα του και φιλοξένησε προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών. Ανάμεσά τους ο Γκόρκι και ο Σαλιάπιν (βλ. Σαλιάπιν εκδ. Λέμβος και Διάστιχο, 20-5-16). Έγινε φίλος με τον Λέοντα Τολστόι, τον οποίο επισκέφτηκε το 1892 στη Γιάσναγια Πολιάνα κι εκείνος τον αποκάλεσε «ασύγκριτο ζωγράφο της ζωής». Ταξίδεψε στη Νήσο Σαχαλίνη για να δει από κοντά τη ζωή των καταδίκων. (βλ. και Νήσος Σαχαλίνη, εκδ. Λέμβος και στο Διάστιχο, 22-2-16). Έφυγε για «αποτοξίνωση» στη Νίκαια, την οποία επισκέπτονταν και άλλοι επιφανείς Ρώσοι, όπως, ο Γκόγκολ, ο Τολστόι, ο Ναμπόκοφ, ο Μπούνιν. Έπαιξε στη ρουλέτα του Μόντε Κάρλο, το οποίο, καταγοητευμένος, χαρακτήρισε «χαρούμενο άντρο ληστών» αλλά και «λουσάτη λεκάνη τουαλέτας», γιατί «υπάρχει κάτι στον αέρα που εκχυδαΐζει τη ζωή».

Στο λoιμό του 1891-1892, τύφος την πρώτη χρονιά και χολέρα τη δεύτερη, μπήκε επικεφαλής στην εκστρατεία βοηθείας, περιέθαλπε θύματα της επιδημίας για να σώσει ζωές, με κίνδυνο της δικής του ζωής, ενώ ο Τολστόι με δικά του χρήματα οργάνωσε συσσίτια. Όταν η επιδημία εξαπλώθηκε και στην πόλη Τούλα, εξόπλισε ιατρικό κέντρο, ενημέρωνε 25 χωριά και το βράδυ έκανε εφημερία. Έφτιαξε σχολείο που ο επιθεωρητής το νόμισε για έπαυλη, το επέβλεψε από την εξεύρεση της τοποθεσίας μέχρι την πλήρη δημιουργία και το παρέδωσε στον δάσκαλο και τους μαθητές του. Κινητοποιήθηκε επίσης για την κατασκευή σανατορίου φυματικών της Γιάλτας. Το 1900 ανακηρύχτηκε Επίτιμος Ακαδημαϊκός από την Αυτοκρατορική Ακαδημία, αλλά παραιτήθηκε γιατί η Ακαδημία είχε εκδηλώσει επιφυλάξεις για την εκλογή του Γκόρκι, που επίσης συμμετείχε στις κινητοποιήσεις. Φανατικός φίλος του ήταν και ο Στανισλάφσκι, ο οποίος έγραψε σελίδες για τον Τσέχοφ στις αναμνήσεις του για το θέατρο και ερμήνευσε πολλούς σημαντικούς τσεχοφικούς ήρωες στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, που έφερε έναν νέο αέρα στα θεατρικά δρώμενα. Εκεί είχε δοθεί με τεράστια επιτυχία η πρεμιέρα του Γλάρου το 1898 και έγινε το σήμα κατατεθέν του θεάτρου.

Σύζυγός του ήταν η Όλγα Κνίπερ, που αποκαλούσε «γλυκιά θεατρινούλα». Τη γνώρισε το 1898, την ερωτεύτηκε και, παρόλο που η φυματίωσή του ήταν προχωρημένη, την παντρεύτηκε το 1900. Εκείνος στη Γιάλτα, λόγω υγείας, εκείνη στη Μόσχα, λόγω θεάτρου. Στο διάστημα αυτό αντάλλαξαν πάνω από 400 επιστολές. Τα διηγήματά του είναι μικρά κομψοτεχνήματα, τα θεατρικά έργα του έχουν μεταφραστεί σε 92 γλώσσες. Το 1904 πήγε με την Όλγα στο Βερολίνο, για να συμβουλευτεί διάσημο γιατρό αλλά τελικά υπέκυψε. Το τρένο που μετέφερε τη σορό του ακολουθούσε πλήθος κόσμου. Η σύζυγος συνέχισε το έργο του στο θέατρο, ο ανιψιός του ίδρυσε σπουδαία σχολή δραματικής τέχνης στις ΗΠΑ. Το σπίτι στη Γιάλτα έγινε μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς και το κρατικό μουσείο στο Μελίχοβο έχει θεσπίσει βραβείο με το όνομά του. Ο Τσέχοφ, αν και έχει πεθάνει πάνω από εκατό χρόνια, «ζει και βασιλεύει σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης».

Μια ματιά στον κόσμο του Άντον Τσέχοφ Ελένη Κατσιώλη ΛέμβοςΜια ματιά στον κόσμο του Άντον Τσέχοφ
Ελένη Κατσιώλη
Λέμβος
80 σελ.
ISBN 978-618-80958-6-1
Τιμή: €5,00

001 patakis eshop

 

 

 

 

 

 

Τη Mατιά στον κόσμο της Τζέιν Όστεν υπογράφει ο Αλέξανδρος Κεφαλάς. Το βιβλίο ανοίγει με μια επαινετική κρίση του Ουόλτερ Σκοτ για το έργο της Όστεν Περηφάνια και Προκατάληψη, εστιάζοντας στην ειλικρίνεια της περιγραφής, που κάνει τα καθημερινά πρόσωπα και πράγματα να αποκτούν σημασία. Το έργο της θεωρείται θησαυρός ψυχολογικών πορτρέτων, όπου η ρεαλιστική αφήγηση, οι αληθοφανείς καταστάσεις, οι ρεαλιστικοί χαρακτήρες, το καθιστούν πραγματικά αριστούργημα. Οι ενότητες είναι: «Μια ζωή σαν παραμύθι(;)», «Σπίτι μου σπιτάκι μου», «Φιλελληνίς εν αγνοία», «Το αγαπημένο “ορθογώνιο”’ πιάνο της κυρίας Όστεν», «Χορεύοντας με την κυρία Όστεν», «Σκιές στο χρόνο», «Τα Χριστούγεννα της κυρίας Όστεν», «Το Πάσχα της κυρίας Όστεν», «Μια βουτιά με την κυρία Όστεν», «Επίμετρο».

Όσο και να περνά ο καιρός, το ενδιαφέρον για το έργο της Όστεν παραμένει αμείωτο και πάντα αποτελεί παράθυρο γνωριμίας με την εποχή της Αντιβασιλείας, αρχές 19ου αιώνα, γνωστή για την κομψότητά της, αλλά και τις εξελίξεις στην τέχνη και στον επιστημονικό τομέα. Το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο έζησε η συγγραφέας και ανέπτυξε τα προσωπικά της ενδιαφέροντα αναπαράγεται στα έργα της. Η Όστεν δεν άφησε ημερολόγιο και τα γράμματά της καταστράφηκαν μετά το θάνατό της. Επομένως οι εικασίες για τη ζωή της πηγάζουν από το έργο της και τα ιστορικά στοιχεία της εποχής.

Ήταν, λένε, καστανή και στρογγυλοπρόσωπη, με έξυπνο βλέμμα. Δεν γνωρίζουμε περισσότερα και το μοναδικό πορτρέτο της είναι αυτό που της φιλοτέχνησε η αδελφή της η Κασσάνδρα. Άλλωστε τα πορτρέτα ήταν ακριβά και μόνο οι πολύ πλούσιοι διέθεταν. Η Όστεν, όμως, ανήκε στη μεσοαστική τάξη, δεν ήταν πλούσια, δεν παντρεύτηκε ποτέ, πέθανε νωρίς, μάλλον από καρκίνο. Γεννήθηκε το 1775 στο Στίβεντον, από πατέρα πάστορα και μητέρα αριστοκράτισσα. Αντίθετα με τις ηρωίδες της, που αψηφούσαν τους κοινωνικούς κανόνες, έζησε πολύ πειθαρχημένη ζωή και ήταν ευτυχής. Μαζί με την αδελφή της πήγε στην Οξφόρδη, όπου σπούδασε κοντά σε μια κυρία Κόλι και αργότερα δύο χρόνια, σε ιδιωτικό οικοτροφείο στο Ρέντιγκ, όπου διδάχτηκε πιανοφόρτε, τραγούδι, γαλλικά και ιταλικά. Κατ’ οίκον εκπαιδευόμενη, διάβασε πολλά βιβλία, στα δεκατρία της άρχισε να γράφει έργα τα οποία επεξεργάστηκε αργότερα και έτσι προέκυψαν τα Λογική κι Ευαισθησία, Περηφάνια και Προκατάληψη, Το Αββαείο του Νορθάνγκερ.

Η μετεγκατάσταση της οικογένειας στο Μπαθ της έφερε μεγάλη αναστάτωση και περισσότερη αναστάτωση ένοιωσε όταν οι γονείς της την περιέφεραν σε χοροεσπερίδες για να βρει σύζυγο. Ο θάνατος του πατέρα της και η οικονομική κρίση της οικογένειας ήταν επίσης μια μεγάλη δυστυχία. Όμως η εγκατάσταση στο Τσότον, όπου ο πλούσιος αδελφός της δώρισε μια αγροικία στην οικογένεια τής έδωσε και πάλι την όρεξη να γράψει. Και επειδή δεν ήταν πρέπον για μια αστή να ασχολείται με τη συγγραφή, δημοσίευε ανώνυμα, προκαλώντας το ενδιαφέρον των φιλολογικών κύκλων. Σήμερα το Τσότον είναι πλέον μουσείο και οι φύλακες ισχυρίζονται πως η παρουσία της συγγραφέως είναι αισθητή ακόμα στον επισκέπτη.

Στις ενδιαφέρουσες πληροφορίες που παίρνουμε από την ανάγνωση είναι η μουσική που άκουγε, οι χοροί που χόρευε, τα τραγούδια που έπαιζε στο πιάνο και τραγουδούσε, ποια μουσικά όργανα ήταν της μόδας, ποια τραγούδια και ποιοι χοροί, εφόσον όλες οι ηρωίδες παίζουν και τραγουδούν παραδοσιακά ιρλανδέζικα τραγούδια, μεταγραμμένα από τον Μπετόβεν ή τον Χάιντν και άριες από διάφορες όπερες. Κι ακόμα πώς στόλιζαν το σπίτι τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, ποιο γλυκό προτιμούσαν, ποιο ποντς, πώς κολυμπούσαν και πόσο ευεργετικά ήταν τα θαλασσινά μπάνια.

Όμως εκείνο που πιο πολύ εντυπωσιάζει είναι η ματιά της που πέφτει καίρια στα προβλήματα της παρακμασμένης εποχής της, την υποκρισία, τη συμβατικότητα, το γάμο ως αποκατάσταση και εμπορική συναλλαγή, κινούμενο από ευτελή κίνητρα και όχι από αγάπη. Παράλληλα και εν αγνοία της έζησε μέσα σ’ ένα συνεχώς αναπτυσσόμενο φιλελληνικό ενδιαφέρον, είτε αυτό αφορούσε το Νεοκλασικό, που αντικατέστησε το Μπαρόκ και ήταν φανερό στην αρχιτεκτονική και τα έπιπλα, είτε στα ενδύματα ακόμα και τα χτενίσματα που θυμίζουν αρχαία Ελλάδα. Έτσι, χωρίς να γνωρίζει τις πολιτικές ζυμώσεις της εποχής, ζούσε μέσα σε ελληνικό πνεύμα. Το έργο της Όστεν πράγματι είναι παράθυρο στην κομψή εποχή της.

Μια ματιά στον κόσμο της Τζέιν Όστεν Αλέξανδρος Κεφαλάς ΛέμβοςΜια ματιά στον κόσμο της Τζέιν Όστεν
Αλέξανδρος Κεφαλάς
Λέμβος
80 σελ.
ISBN 978-618-80958-5-4
Τιμή: €5,00

001 patakis eshop

 

 

 

 

 

Τη Mατιά στον κόσμο του Ονορέ ντε Μπαλζάκ υπογράφει επίσης ο Αλέξανδρος Κεφαλάς. « Όλα φτάνουν στην ώρα τους για κείνους που ξέρουν να περιμένουν» είπε ο Μπαλζάκ, που επιδίωξε τη δόξα από τα πρώτα του χρόνια του και βεβαίως την πέτυχε στη θυελλώδη ζωή του. Έρωτες, ταξίδια, χρέη, αφορισμός από την Εκκλησία. Είναι ο συγγραφέας που είδε τη ζωή των ανθρώπων σαν Ανθρώπινη Κωμωδία και που κατάφερε να ικανοποιήσει και τα δύο πάθη του, τον έρωτα και τη δόξα.

Γεννήθηκε στην Τουρ της Γαλλίας, το 1799, όταν μεσουρανούσε ο Ναπολέων, τον οποίο επιθυμούσε να μιμηθεί με την πένα του. Να γίνει ο κατακτητής του πνεύματος. Ανήκε σε μεσοαστική οικογένεια, έζησε μποέμικη ζωή, τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο σχολείο της Τουρ και αργότερα στο καθολικό οικοτροφείο των Ορατοριανών της Βαντόμ. Το 1814 η οικογένεια μετακόμισε στο Παρίσι. Εκεί είχε διαφόρους δασκάλους. Το 1816 μπαίνει στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης να σπουδάσει νομικά. Παράλληλα, παρακολουθεί διαλέξεις φιλοσοφίας, και αποδεικνύεται επιμελέστατος φοιτητής. Φιλοβασιλικός πάντα. Ο πατέρας της Ευγενίας Γκραντέ έχει τα χαρακτηριστικά του πιεστικού πατέρα του. Κι ενώ ο πατέρας ελπίζει σε νομική καριέρα, εκείνος διαβάζει βιβλία και παίζει χαρτιά με τη γιαγιά του. Σε μια χοροεσπερίδα πέφτει και έκτοτε εγκαταλείπει το χορό, αν και θα ήθελε να διακριθεί στο είδος. Τελικά θα αφοσιωθεί στη συγγραφή. Τα διηγήματα του πρώτου καιρού, όμως, δεν έχουν καλές κριτικές. Τα χρέη μεγαλώνουν, μέχρι το 1829 που θέτει σε κυκλοφορία το έργο Oι Σουάνοι ή η Βρετάνη το 1799, για το οποίο ο Σεντ Μπεβ είπε πως είναι το έργο που περίμενε η Γαλλία.

Η επιτυχία συνεχίζεται, οπότε αλλάζει τη ζωή του, αλλάζει σπίτι, φοράει ακριβά ρούχα, γλέντια, σπατάλη. Εν γένει υιοθετεί ακριβές συνήθειες. Πνευματώδης, καυστικός, καλόκαρδος και γενναιόδωρος, προκαλεί το θαυμασμό του Βίκτορος Ουγκό, γνωρίζεται με τους Ντελακρουά, Σοπέν, Λαμαρτίνο, Μαντάμ Ρεκαμιέ, Δουμά, Γκοτιέ. Την ιδέα της Ανθρώπινης Κωμωδίας συλλαμβάνει το 1839, έτσι, για να είναι στην αντίθετη θέση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη και εκεί αποδεικνύεται αμείλικτος στην υποκρισία, τις κοινωνικές συμβάσεις και το γάμο.

Το οικόσημο στην άμαξά του και το «Ντε» στο όνομά του τα πρόσθεσε ο ίδιος, επειδή πίστευε πως του άξιζαν και επειδή θα του άνοιγαν τις πόρτες της αριστοκρατίας. Έζησε ανάμεσα στα απομεινάρια του Ναπολέοντα, την προεπαναστατική αριστοκρατία και τους πλούσιους αστούς και κερδοσκόπους, που δεν είχαν τίτλους αλλά ζούσαν σαν πρίγκιπες, ενώ οι πρίγκιπες λιμοκτονούσαν, και αυτοί είναι οι ήρωές του. Κι εκείνους που κατέκρινε στα έργα του μιμούνταν στη ζωή του. Και ποτέ δεν σταμάτησε να αναζητά περιπέτειες με αναγνώστριες από όλη την Ευρώπη. Ό,τι γνώρισε ο ίδιος στις ιδιαίτερες στιγμές του αποτυπώνεται στα έργα του με κομψότητα και χάρη. Οι επιτυχίες του μόνο με του Φραντς Λιστ μπορούν να συγκριθούν, που είχε τη φήμη του δεινού εραστή. Του άρεσαν οι μεγαλύτερες κυρίες. Τέτοια ήταν η κόμισσα Λορ ντε Μπερνί, η οποία ήταν ήδη μητέρα εννέα παιδιών και γιαγιά όταν τον γνώρισε, του πλήρωσε τα χρέη, τον στήριξε στις ατυχίες του και γι’ αυτό την ξεχωρίζει από τις άλλες. Μετά έρχεται η σειρά μιας δούκισσας που ήταν ερωμένη του Μιρά και άλλων και η σειρά είναι μακρά. Λέγεται ότι είχε λάβει δώδεκα χιλιάδες επιστολές από θαυμάστριες και φυσικό είναι κάποιες εξ αυτών να έγιναν και ερωμένες του. Έτσι γνώρισε τη βαρόνη Ευελίνα Χάνσκα που ήταν παντρεμένη και μητέρα και είχε μακρόχρονη αλληλογραφία μαζί του. Τελικά, μετά από μακρά περίοδο προετοιμασίας, αλληλογραφίας και υπεκφυγών που κράτησαν εννέα χρόνια, και αφού απέβαλε στην εγκυμοσύνη που προέκυψε από τη σχέση με τον Μπαλζάκ, έγινε σύζυγός του το 1850, μόνο που ο θάνατος ήρθε σχεδόν αμέσως από καρδιακό νόσημα στα πενήντα του χρόνια και ενώ ήταν σχεδόν τυφλός. Εκείνη πάντως ενδιαφέρθηκε για το έργο του και αποπλήρωσε τα χρέη του. Ο Ουγκό εκφώνησε τον επικήδειο και, παρά την καταρρακτώδη βροχή, πλήθος κόσμου τον συνόδευσε μέχρι το νεκροταφείο του Περ Λασέζ.

Η Ανθρώπινη Κωμωδία του είναι το πανόραμα της μεταναπολέοντειας κοινωνίας, μέσα στην οποία παρατηρεί την ανθρώπινη φύση, τα κίνητρα και τις συμπεριφορές, με κριτική και σατιρική διάθεση. Το έργο περιλαμβάνει μελέτες ηθών, σκηνές ιδιωτικού, επαρχιακού, παρισινού, αγροτικού βίου, φιλοσοφικές και αναλυτικές μελέτες. Συνολικά πενήντα τίτλοι και πολλά προσχέδια έργων που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Ο Μπαλζάκ φιλοδοξούσε να γίνει όχι μόνο μεγάλος συγγραφέας αλλά και ιστορικός των ηθών της εποχής του, πράγμα που πέτυχε εφόσον ο άνθρωπος ανέκαθεν είχε να αντιμετωπίσει τα πάθη του, να τα ξεπεράσει ή να καταστραφεί από αυτά.

Και τα τρία βιβλία περιέχουν σελίδες με εικαστικό υλικό, πορτρέτα, σπίτια, τοπία, που συνοδεύουν τα κείμενα.

 

Μια ματιά στον κόσμο του Ονορέ ντε Μπαλζάκ Αλέξανδρος Κεφαλάς ΛέμβοςΜια ματιά στον κόσμο του Ονορέ ντε Μπαλζάκ
Αλέξανδρος Κεφαλάς
Λέμβος
64 σελ.
ISBN 978-618-80958-7-8
Τιμή: €5,00

001 patakis eshop

 

Πηγή : diastixo.gr