Μελέτες δοκίμια-Στάθης Ν. Καλύβας – Νίκος Μαραντζίδης: «Εμφύλια πάθη: 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο» κριτική του Θανάση Αντωνίου
Στις αρχές του χρόνου, μια κυριακάτικη πολιτική εφημερίδα κατηγόρησε τον γραμματέα της νεολαίας του κυβερνώντος κόμματος ότι μεσολάβησε για να διοριστούν μέλη της οικογένειάς του ως μετακλητοί υπάλληλοι σε γραφεία υπουργών της ελληνικής κυβέρνησης. Έξαλλος ο νεαρός πολιτικός και μουσικός, έστειλε μια οργισμένη επιστολή στην εφημερίδα, η οποία συζητήθηκε περισσότερο κι από την καταγγελία που επιχειρούσε να αποκρούσει.
Ο νεαρός αντί να απαντήσει, ως όφειλε, στις αιτιάσεις του φύλλου και προκειμένου να αποδείξει ότι ουδέποτε αυτός ή οι οικείοι του συμμετείχαν στη νομή της δημόσιας διοίκησης/εξουσίας, επικαλέστηκε σε ένα σχεδόν λογοτεχνικό κείμενο-επιστολή την ιστορία της οικογένειάς του και κυρίως τη συμμετοχή του παππού του στην ΕΑΜική αντίσταση, της γιαγιάς του στην ΕΠΟΝ και τις διώξεις (εξορία στη Μακρόνησο κ.λπ.) ή τη δολοφονία θείων του από το καθεστώς της Δεξιάς και των παρακρατικών συμμάχων της.
Το γεγονός αυτό φαίνεται πως επιβεβαιώνει ένα από τα κύρια συμπεράσματα του βιβλίου που έγραψαν οι πολιτικοί επιστήμονες (κι όχι ιστορικοί, όπως διευκρινίζουν) Στ. Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης: ακόμα και σήμερα «ελλοχεύει ο κίνδυνος της χρήσης της Ιστορίας για την καλλιέργεια της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού».
Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για ένα από τα πιο μεστά σε νοήματα και θαρραλέα σε απόψεις δοκίμια των τελευταίων χρόνων για τον Εμφύλιο Πόλεμο της δεκαετίας του 1940, αν και η ιστορική ανάλυσή του ξεκινάει αρκετά χρόνια πιο πριν, από τον εθνικό διχασμό της περιόδου 1915-1917, που δημιούργησε τις δύο μεγάλες παρατάξεις της χώρας: τους συντηρητικούς βασιλικούς και τους φιλελεύθερους βενιζελικούς.
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΞΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Οι δύο συγγραφείς του παρόντος έργου έχουν έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο και τον διακονούν από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα του: να αναθεωρήσουν την κρατούσα αντίληψη για τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1940, την αντίληψη δηλαδή της αριστερής ιστοριογραφίας, την αντίληψη των «ηττημένων», έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το 1974 (και επικράτησε οριστικά μετά το 1981), την οποία θεωρούν σε μεγάλο βαθμό ξεπερασμένη από την ιστορική έρευνα και απαξιωμένη ιδεολογικά.
Θέλουν όμως να το κάνουν αυτό, χωρίς να... επιστρέψουν στην επίσης λανθασμένη αντίληψη για τον Εμφύλιο Πόλεμο που διαμόρφωσε η παράταξη των «νικητών», η Δεξιά και οι ακροδεξιές αποφύσεις της, αντίληψη η οποία επικράτησε από το 1949, όταν έληξε η εμφύλια μάχη, μέχρι και το 1974, όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στην Ελλάδα. Υποστηρίζουν μάλιστα ότι η αντικομμουνιστική δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967, η οποία προσπάθησε να αντλήσει νομιμοποίηση από τη μάχη του Εθνικού Στρατού κατά την περίοδο 1946-1949 κι έστησε στη χώρα τα πιο λαμπρά μνημεία μετεμφυλιακού μίσους, συνέτεινε στην πανηγυρική κατάρρευση της δεξιάς ερμηνείας για τα γεγονότα.
Οι δύο συγγραφείς ανήκουν σε ένα σχετικά νέο ρεύμα στον χώρο της ιστοριογραφίας, τους «αναθεωρητές», όπως τους αποκαλούν ειρωνικά οι επικριτές τους από τον χώρο της Αριστεράς· οι ίδιοι οι συγγραφείς, όμως, αποδέχονται τον όρο. Νιώθουν, πράγματι, ότι υπηρετούν την αναθεώρηση της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας και θεωρούν ότι αντιμετωπίζουν τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940 χωρίς ταμπού, χωρίς κομματικές ή ιδεολογικοπολιτικές δεσμεύσεις (όπως οι αριστεροί συνάδελφοί τους), χωρίς διάθεση ρεβανσισμού για τους αντιπάλους ή δικαίωσης των οικείων (αυτό θα μπορούσε να ταιριάζει στην περίπτωση του νεαρού γραμματέα της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ)· το κάνουν με το να στέκονται απέναντι στους «μύθους της Μεταπολίτευσης».
Αυτούς τους μύθους προσπαθούν να ανασκευάσουν μέσα από τα 23 ολιγοσέλιδα κεφάλαια του βιβλίου τους, ένα για κάθε ερώτημα, κεφάλαια τα οποία είναι έτσι γραμμένα, ώστε να μπορούν να διαβαστούν με οποιαδήποτε σειρά επιθυμεί ο αναγνώστης.
Συνοπτικό έργο για να καλύψει σχεδόν κάθε πτυχή της περιόδου (από τον ρόλο της εξόριστης κατά την Κατοχή ελληνικής κυβέρνησης και του βασιλιά Γεωργίου Β’ μέχρι την αδυναμία που επέδειξαν στα δύσκολα οι μετακατοχικές φιλομοναρχικές κυβερνήσεις, κι από τις σχέσεις του ΚΚΕ με τον Τίτο, τον Δημητρόφ και τον Στάλιν μέχρι την κοινωνική σύνθεση του Δημοκρατικού Στρατού και το Δόγμα Τρούμαν), τεκμηριωμένο χωρίς όμως τον φόρτο των ιστορικών πραγματειών, το καλογραμμένο αυτό βιβλίο ρέει σαν ποτάμι και διαβάζεται απνευστί.
Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για ένα από τα πιο μεστά σε νοήματα και θαρραλέα σε απόψεις δοκίμια των τελευταίων χρόνων για τον Εμφύλιο Πόλεμο της δεκαετίας του 1940, αν και η ιστορική ανάλυσή του ξεκινάει αρκετά χρόνια πιο πριν, από τον εθνικό διχασμό της περιόδου 1915-1917, που δημιούργησε τις δύο μεγάλες παρατάξεις της χώρας: τους συντηρητικούς βασιλικούς και τους φιλελεύθερους βενιζελικούς.
ΠΕΡΙ ΔΩΣΙΛΟΓΩΝ Ο ΛΟΓΟΣ
Το βιβλίο ξεκινάει με την... αναθεωρητική θέση των συγγραφέων για ένα από τα πλέον σύνθετα ερωτήματα της ιστορικής έρευνας: πότε πραγματικά ξεκίνησε ο Εμφύλιος Πόλεμος; Για τους Καλύβα και Μαραντζίδη, ο Εμφύλιος ξεκίνησε πολύ πριν από την επίσημη έναρξή του (άνοιξη του 1946) κι αρκετά πιο πριν από τα Δεκεμβριανά (1944). Η ανάλυσή τους για τον «κατοχικό εμφύλιο πόλεμο» που ξέσπασε το 1943 αλλά, πολύ περισσότερο, η θέση τους για τους λόγους που Δεξιά κι Αριστερά αποφεύγουν μέχρι σήμερα να «αμαυρώσουν» την αντιστασιακή περίοδο με το να αρνούνται την παραπάνω παραδοχή, εισάγει με κάπως ανορθόδοξο τρόπο τον αναγνώστη στον κόσμο των δύο ιστορικών. Η συνέχεια είναι ανάλογη, αν όχι πιο εντυπωσιακή.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι ένα κομμάτι των αναγνωστών θα διαφωνήσει με τις απόψεις των δύο συγγραφέων, καθώς σε αρκετά σημεία είναι πραγματικά ανατρεπτικοί. Ειδικά το κεφάλαιο περί δωσιλογισμού είναι ένα από αυτά που ίσως εγείρουν τις μεγαλύτερες αντιδράσεις, καθώς επιφυλάσσει στους μισητούς Έλληνες που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές μια άλλη, διαφορετική από την ισχύουσα, αντιμετώπιση, αναγνωρίζοντας σε εκείνους τους ανθρώπους κάποια «ελαφρυντικά»: αφανείς ή ελάχιστα επεξηγημένους παράγοντες που τους οδήγησαν στην απόφαση να πάρουν όπλα από τους Γερμανούς και την κατοχική κυβέρνηση Ιωάννη Ράλλη και να πολεμήσουν τις αριστερές αντιστασιακές οργανώσεις. Ήταν τόσο φανατικά αντικομμουνιστές, υποστηρίζουν οι Καλύβας και Μαραντζίδης, που γι’ αυτούς η επικράτηση ενός σοβιετικού τύπου και σταλινικής ιδεολογίας κόμματος ήταν χειρότερη εκδοχή από τη γερμανική κατοχή.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι δύο συγγραφείς έννοιες-κλειδιά της περιόδου, όπως η «ΕΑΜοκρατία/Λαοκρατία», η θέση τους ότι το ΚΚΕ επιθυμούσε την καταστροφή της βιομηχανίας για να εξωθηθούν οι φτωχοί των πόλεων στο αντάρτικο, ο τρόπος με τον οποίο «μετρούν» τους νεκρούς τής κάθε πλευράς, αλλά και η σκληρή κριτική που κάνουν στην άρνηση του ΚΚΕ να αποδεχτεί ότι βοηθήθηκε από τις σοσιαλιστικές χώρες στο ξεκίνημα του Εμφυλίου και μέχρι να κλείσει ο Τίτο τα σύνορα στους Έλληνες αντάρτες, θα προκαλέσουν τον αντίλογο.
Οι συγγραφείς κλείνουν το έργο τους με τη διαπίστωση ότι υπάρχουν ακόμα αναπάντητα ερωτήματα για εκείνη την περίοδο, ερωτήματα που σέρνονται σαν σκιές μέχρι τις μέρες μας και τα οποία για να απαντηθούν, από τις επόμενες ίσως γενιές, χρειάζεται νηφαλιότητα και ψυχραιμία. Κι εδώ, οι Έλληνες, πάσχουν...
Εμφύλια πάθη: 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο
Στάθης Ν. Καλύβας, Νίκος Μαραντζίδης
Μεταίχμιο
528 σελ.
ISBN 978-618-03-0068-0
Τιμή € 16,60
Πηγή : diastixo.gr